Της Δήμητρας Καλυκάκη,
Πόσες φορές κατά τη διάρκεια της ζωής μας δεν έχουμε θαυμάσει έναν άνθρωπο που κατόρθωσε κάτι εξαιρετικά δύσκολο, ενώ δεν του το «είχαμε»; Επειδή κατά βάθος τον υποτιμήσαμε; Επειδή ίσως τον θεωρήσαμε αδύναμο;
Αυτή τη λέξη εάν προσπαθήσουμε να την αναλύσουμε στο βάθος της σημασίας της, τότε θα επέλθουμε σε ένα λογικό αδιέξοδο. Αδύναμος σε σχέση με τι ή -ακόμη πιο σωστά- σε σχέση με ποιον; Υπάρχει κανείς που να είναι τέλειος σε όλα; Κάποιος που να μην είναι καλός σε τίποτα; Φυσικά, δε μπορεί να υφίσταται τίποτα από τα δύο. Τελειότητα δεν υπάρχει και ίσως αυτό να αποτελεί το πιο όμορφο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτό ακριβώς είναι που συμβαίνει με τη δύναμη. Ίσως κάποιος με τεράστια σωματική διάπλαση να φαίνεται στον έξω κόσμο άτρωτος, πανέτοιμος να αντιμετωπίσει κάθε δυσκολία. Όμως μέσα του να παλεύει με αδυναμίες που δεν είναι ορατές, είναι όμως εσωτερικές, αλλά εξίσου ισχυρές. Οι ψυχικές αρετές, όπως η εξυπνάδα και η καλοσύνη, δεν είναι εύκολο να διακριθούν εξαρχής. Ωστόσο, μπορούν να προσφέρουν λύσεις σε προβλήματα και να βοηθήσουν έναν άνθρωπο σε ανάγκη, όταν όλα μοιάζουν να οδηγούν στην καταστροφή.
Στην αρχαιότητα, αυτές οι βαθιές φιλοσοφικές σκέψεις αποτυπώνονταν με αλληγορικό τρόπο μέσω των μύθων. Ο πιο γνωστός μυθογράφος ήταν ο Αίσωπος, ένας άνθρωπος που άντεξε στον χρόνο και τα «παραμύθια» του διαβάζονται μέχρι και σήμερα από μεγάλους και μικρούς. Δυστυχώς, δε μάς σώζονται πολλά βιογραφικά του στοιχεία, ενώ οι πληροφορίες που διαθέτουμε είναι σκόρπιες, αναξιόπιστες και αποσπασματικές, προερχόμενες από άλλους ιστοριογράφους και ανθρώπους των γραμμάτων, όπως τον Ηρόδοτο, τον Αριστοτέλη, τον Αριστοφάνη, τον Πλούταρχο, τον Διόδωρο τον Σικελιώτη κ.α. Η ίδια ζωή του Αισώπου μοιάζει σαν να έχει βγει μέσα από τις σελίδες ενός κλασικού μυθιστορήματος. Ο ίδιος φέρεται να έζησε τον 6ο αιώνα π.Χ. και να ήταν δούλος, άσχημος, ξεδοντιασμένος, δύσμορφος, χωρίς να έχει κάποιο προφανές χάρισμα, με καταγωγή είτε από τη Θράκη είτε από τη μικρασιατική Φρυγία.
Τελικά, αγοράστηκε στη Σάμο από τον φιλόσοφο Ξάνθο, ενώ υπονοείται ότι ο Αίσωπος ίσως είχε αναπτύξει σχέσεις με τη γυναίκα του φιλοσόφου, χρησιμοποιώντας μια παρεξήγηση που έγινε προς όφελός του. Αργότερα, μεταπουλήθηκε σε έναν συντοπίτη του Ξάνθου, τον σοφό Ιάδμονα, ο οποίος και τελικά τον απελευθέρωσε, αναγνωρίζοντας την αξιοπερίεργη ευφυΐα που είχε ο Αίσωπος. Από το νησί της Σάμου, ο Αίσωπος ταξίδεψε στις Σάρδεις και σε πολλά άλλα μέρη της Ανατολικής Μεσογείου, από τη Βαβυλώνα έως τους Δελφούς, συναντώντας πλήθος γνωστών προσωπικοτήτων, όπως τον πολύ πλούσιο Κροίσο και τον νομοθέτη της σεισάχθειας, Σόλωνα. Οι εκδοχές για τον θάνατο του μυθογράφου ποικίλλουν. Ο Πλούταρχος στα Ηθικά του αναφέρει ότι ο Αίσωπος πήγε στους Δελφούς ως απεσταλμένος του Κροίσου για να πάρει χρησμό από το εκεί μαντείο, αλλά ο πρώτος, βλέποντας την κατάντια και την οκνηρία των ανθρώπων που συντηρούνταν από τις προσφορές που γίνονταν στους θεούς, αγανακτισμένος αρνείται να προσφέρει θυσία και χρήματα. Καθώς ετοιμαζόταν να επιστρέψει, όμως, οι κάτοικοι της περιοχής, φοβούμενοι τη δυσφήμηση που θα υποστούν, αποφασίζουν να στήσουν μια παγίδα για τον Αίσωπο: έχωσαν μέσα στα πράγματά του μια χρυσή φιάλη του ναού και έπειτα τον κατηγόρησαν για κλοπή. Αφότου τον δίκασαν με συνοπτικές διαδικασίες, τον εκτέλεσαν, ρίχνοντας τον από τον Υάμπειο βράχο. Προτού ξεψυχήσει, ο Αίσωπος τους καταράστηκε και, πράγματι, λίγο καιρό μετά έπεσε επιδημία στην περιοχή. Ζητώντας χρησμό από τον παντοδύναμο Δία, πληροφορήθηκαν ότι έπρεπε να εξιλεωθούν, προσφέροντας αποζημίωση για τον θάνατό του. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως ο εγγονός του Ιάδμονα, τελικά, πήρε το χρηματικό εκείνο ποσό. Ο μύθος, όμως, του Αισώπου συνέχισε να ζει.
Η επιτυχία του Αισώπου έγκειται στο γεγονός ότι κατάφερε να εισάγει σημαντικές ανθρωπιστικές αλήθειες μέσα σε απλοϊκές ιστορίες. Πολλές φορές, μάλιστα, δημιουργείται η αίσθηση πως τα έργα του αποτελούν παιδικά αναγνώσματα. Αρχικά, χρησιμοποιούσε ως πρωταγωνιστές διάφορα είδη του ζωικού βασιλείου, αξιοποιώντας τις φυσικές δυνάμεις και συνήθειες που διαθέτουν, ώστε να καταφέρει να προβληματίσει και να αλλάξει αντιλήψεις και κατεστημένες απόψεις της εποχής. Ίσως ένας από τους λόγους που διάλεξε τον μύθο για να εκφραστεί, να αποτελεί η δική του ταπεινή καταγωγή. Όμως, επειδή γνώριζε προσωπικά πως δεν έχουν όλες οι κοινωνικές τάξεις ίδιες ευκαιρίες ή πρόσβαση στη γνώση, ενδεχομένως να ήθελε ο δικός του τρόπος έκφρασης να γίνεται κατανοητός από όλους τους ανθρώπους.
Από τις μυθικές ιστορίες που δημιούργησε, έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα πάνω από 100. Πρόκειται για έναν τεράστιο όγκο έργου. Μάλιστα, αρκετές αξιοποιούνται για παιδαγωγικούς σκοπούς στο πλαίσιο του σχολικού περιβάλλοντος. Ένας από τους πιο διδακτικούς μύθους είναι η ιστορία δύο διαφορετικών ζώων που συναντήθηκαν και μπλέχτηκαν με απρόσμενες συνέπειες. Ο μύθος που δόθηκε ενδεικτικά είναι «Το λιοντάρι και το ποντίκι». Τι να συνέβη, άραγε, σε αυτούς τους αταίριαστους χαρακτήρες; Ας παρακολουθήσουμε, λοιπόν, μια από τις εκδοχές του μύθου.
«Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε ένα τρομερό και δυνατό λιοντάρι στο δάσος. Ήταν ο απόλυτος αρχηγός των ζώων. Δεν υπήρχε κάποιος που να μη φοβόταν το παντοδύναμο λιοντάρι. Ούτε βρέθηκε ποτέ κάνεις να το νικήσει, αν και πολλοί προσπάθησαν μάταια. Ήταν τόσο δυνατό που δε σεβόταν και δεν υπολόγιζε ποτέ κανέναν. Μια μέρα, ενώ βυθιζόταν σε βαθύ ύπνο ένιωσε κάτι να γαργαλάει τη πατούσα του. Με μια απότομη κίνηση, πετάχτηκε ψηλά και άρπαξε με το χέρι του τον μικρό εισβολέα που τόλμησε να περπατήσει μέσα στο χώρο του. Σοκαρισμένος αντίκρισε μπροστά του ένα μικρό γκρι ποντικάκι που έτρεμε. “Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ ανόητε μικρέ;” τον ρώτησε. “Πώς τολμάς να ενοχλείς το βασιλιά όλων;” Τότε το ποντίκι έντρομο από φόβο άρχισε να παρακαλάει το λιοντάρι να μην τον φάει. “Σου υπόσχομαι, βασιλιά, πως εάν δε με φας θα ξεπληρώσω τη γενναιοδωρία σου και θα σου ανταποδώσω τη καλοσύνη που μου έδειξες στο μέλλον”. Τότε το λιοντάρι γέλασε με όλη του τη δύναμη. Του φάνηκε τόσο αστεία η φράση του ποντικού που αποφάσισε να του χαρίσει τη ζωή. Όμως, ενώ εκείνο έφευγε, ο βασιλιάς είπε γελώντας: “Ποτέ κάποιος τόσο αδύναμος όσο εσύ δε θα μπορέσει να βοηθήσει σε τίποτα κάποιον σαν εμένα”. Πέρασαν λίγες μέρες ώσπου το λιοντάρι αποφάσισε να βγει για κυνήγι. Στον δρόμο, όμως, έπεσε σε μια μεγάλη λακκούβα, την οποία είχαν σκάψει οι κυνηγοί. Έτσι, κατάφεραν να δέσουν το λιοντάρι με πολύ δυνατά σχοινιά και να το αιχμαλωτίσουν με τρόπο που δε μπορούσε να δραπετεύσει. Τότε, εντελώς τυχαία πέρασε το ποντικάκι και είδε τι είχε συμβεί στο βασιλιά. Κρύφτηκε χωρίς να το δουν -πράγμα εύκολο έτσι μικρό που ήταν- και του ψιθύρισε στο αυτί: “Βασιλιά μου, μην απελπίζεσαι εγώ θα σε βοηθήσω.” “Μα πώς;” αναρωτήθηκε το λιοντάρι. Τότε το ποντίκι άρχισε να μασουλάει τα σχοινιά με τα κοφτερά του δόντια μέχρι να τα κόψει εντελώς και να ελευθερώσει τον αιχμάλωτο. Σοκαρισμένο το λιοντάρι ευχαρίστησε το μικρό ποντίκι για τη βοήθεια του. “Είδες” του είπε ο μικρός ποντικός, “ενώ με υποτίμησες και γέλασες μαζί μου, εγώ κατάφερα σου σώσω τη ζωή. Όπως, όμως, εγώ δεν ξέχασα ποτέ τη καλοσύνη που έδειξες, όταν με άφησες να φύγω, έτσι και εσύ θέλω να θυμάσαι πως ακόμη και εκείνος που θεωρείς ότι είναι πολύ κατώτερος και αδύναμος συγκριτικά με σένα, ανάλογα με τις περιστάσεις μπορεί να αποδειχθεί πολύ πιο δυνατός!”».
Κάτι τέτοιο συμβαίνει και στο βασίλειο των ανθρώπων. Αυτό προσπάθησε να μάς εξηγήσει και ο Αίσωπος. Πως κάθε άνθρωπος είναι δυνατός, απλώς σε ανόμοια πράγματα και με διαφορετικό τρόπο. Για αυτό, ποτέ μην υποτιμάς κάποιον, επειδή διαθέτεις τη ψευδαίσθηση πως είσαι καλύτερος από εκείνον!
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Μαυρόπουλος, Θανάσης Γ. (2005), Αισώπειοι Μύθοι, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Ζήτρος
- Αισώπου, Το Λιοντάρι και το Ποντίκι, από την ιστοσελίδα paramithakia.gr, διαθέσιμο ΕΔΩ