Της Δήμητρας Κουρούπη,
Την Παρασκευή 12 Νοεμβρίου, ψηφίστηκαν από το Κοινοβούλιο οι πολυαναμενόμενες τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Πρόκειται για αλλαγές νευραλγικής σημασίας, οι οποίες αφενός αποκαθιστούν βαρύτατες αστοχίες του αμφιλεγόμενου ν. 4619/2019 και αφετέρου εναρμονίζουν τα δύο νομοθετήματα με τη συστημική εγκληματική πραγματικότητα, ανταποκρινόμενες απόλυτα, μεταξύ άλλων, στις δικαιοκρατικές επιταγές που ανεδείχθησαν με το πολύκροτο κίνημα Me Too.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τη νέα διάταξη του άρθρου 113 παράγραφος 4 του Ποινικού Κώδικα, όσον αφορά τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής και όταν αυτά στρέφονται κατά ανηλίκου, μετατοπίζεται το χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής των εγκλημάτων αυτών σε 1 έτος μετά από την ενηλικίωση του θύματος περί πλημμελήματος ή 3 έτη περί κακουργήματος. Με αυτόν τον τρόπο, δίνεται στα ανήλικα θύματα ο χρόνος ψυχοσυναισθηματικής διεργασίας, ωρίμανσης και ενδυνάμωσης, που ενδεχομένως απαιτείται, ώστε να καταγγείλουν την πράξη, ή σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και για να αντιληφθούν τον εγκληματικό χαρακτήρα της.
Στην κατεύθυνση αυτή της διεύρυνσης της προστασίας προς τα ανήλικα θύματα, στην παράγραφο 3 του άρθρου 336 προστίθεται στις διακεκριμένες παραλλαγές του κακουργήματος του βιασμού, που επισύρουν την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, ο βιασμός ανηλίκου. Παράλληλα, στο άρθρο 339, το οποίο αφορά τις γενετήσιες πράξεις με ανηλίκους ή ενώπιόν τους, καταργείται η πλημμεληματική περίπτωση της τέλεσης της πράξης σε βάρος ανηλίκου που έχει συμπληρώσει τα δεκατέσσερα έτη, και ,πλέον, το αδίκημα αποτελεί κακούργημα σε κάθε περίπτωση, με μόνη διάκριση της επαπειλούμενης ποινής σε κάθειρξη ή ισόβια κάθειρξη αναλόγως του αν ο παθών ανήλικος έχει συμπληρώσει τα δώδεκα έτη, ή είναι κάτω των δώδεκα ετών αντίστοιχα.
Ιδιαιτέρως κρίσιμη είναι η τροποποίηση του άρθρου 342 για το αδίκημα της κατάχρησης ανηλίκων, ώστε να αποτελεί επιβαρυντική περίσταση που επαυξάνει το αξιόποινο η τέλεσή του «α) από οικείο, β) από πρόσωπο που συνοικεί με τον ανήλικο ή διατηρεί φιλικές σχέσεις με τους οικείους του, γ) από εκπαιδευτικό, παιδαγωγό, γυμναστή ή άλλο πρόσωπο που παραδίδει μαθήματα στον ανήλικο, δ) από πρόσωπο που δέχεται τις υπηρεσίες του ανηλίκου, ε) από κληρικό με τον οποίο ο ανήλικος διατηρεί πνευματική σχέση, στ) από ψυχολόγο, ιατρό, νοσοκόμο ή από ειδικό επιστήμονα που παρέχει τις υπηρεσίες του στον ανήλικο, ζ) από πρόσωπο που καταχράται τη διανοητική ή σωματική αναπηρία του ανηλίκου». Με την ως άνω λοιπόν προσθήκη, διευρύνεται ο κύκλος των προσώπων που καταχρώνται είτε την ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης είτε την διανοητική ή σωματική ανικανότητα του ανήλικου θύματος.
Σε συνάφεια με τα ανωτέρω, αυστηροποιούνται οι ποινές στο αδίκημα της πορνογραφίας ανηλίκων του άρθρου 348Α, με την επάλειψη του ανώτατου ορίου στην επαπειλούμενη –για την διακεκριμένη παραλλαγή του αδικήματος– κάθειρξη. Διεύρυνση της σχετικής προστασίας επέρχεται, επίσης, με την επέκταση του ηλικιακού ορίου από τα δεκατέσσερα στα δεκαπέντε έτη προκειμένου για την πλημμεληματική μορφή της γενετήσιας πράξης με ανήλικο έναντι αμοιβής του άρθρου 351Α, καθώς και με την αυστηροποίηση της ποινής διά του περιορισμού της μόνο σε ισόβια κάθειρξη στην περίπτωση της θανατηφόρας παραλλαγής του αυτού αδικήματος.
Εξίσου ζωτικής σημασίας επαύξηση συντελείται ως προς την προστασία των ενήλικων θυμάτων των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και ζωής, καθώς ο νομοθέτης λαμβάνει πλέον υπόψη περιστάσεις που διαμορφώνουν περιβάλλον εξουσίασης του παθόντος και εκμετάλλευσης της ανάγκης του για βιοπορισμό. Στο πλαίσιο αυτό, καταργείται η διαζευκτική δυνατότητα επιβολής χρηματικής ποινής στην διακεκριμένη τέλεση προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας στον χώρο εργασίας, ενώ, λαμβανομένων υπόψη των αισθημάτων φόβου του θύματος περί των επιπτώσεων στην επαγγελματική κατάσταση και περαιτέρω πορεία, η κατάχρηση σε γενετήσια πράξη που τελείται κατ’ εκμετάλλευση σχέσης εξάρτησης, και ιδίως εργασιακής, διώκεται πλέον αυτεπάγγελτα. Ταυτόχρονα, επαναφέρεται το αδίκημα της μαστροπείας σε βάρος ενηλίκων στην παράγραφο 3 του άρθρου 349 προκειμένου να καλύψει τις περιπτώσεις, όπου η εμπορία ανθρώπων του άρθρου 323Α δεν προστατεύει τα θύματα που δεν διαθέτουν τον απαιτούμενο «ευάλωτο χαρακτήρα» ή όπου αυτός δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί τεκμηριωμένα.
Με τον ν.4855/2021, επίσης, προστίθεται εκ νέου η καίρια διάταξη του άρθρου 340 του Ποινικού Κώδικα, κατά την οποία τιμωρούνται με ισόβια κάθειρξη οι θανατηφόρες μορφές των αδικημάτων κατάχρησης ανικάνου προς αντίσταση σε γενετήσια πράξη, του άρθρου 338, και των γενετήσιων πράξεων με ανηλίκους ή ενώπιόν τους, του άρθρου 339.
Μία από τις σημαντικότερες τροποποιήσεις εις επίρρωση της προστασίας των θυμάτων έχουμε στα άρθρα 337 και 344, όπου εισάγεται η αυτεπάγγελτη ποινική δίωξη των πλημμελημάτων της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας κατά ανηλίκου, της κατάχρησης σε γενετήσια πράξη και του κακουργήματος του βιασμού (ως προς τα δύο τελευταία, η τροποποίηση αφορά κάθε παθόντα αδιακρίτως ηλικίας). Με άλλα λόγια, ο εισαγγελέας σε περίπτωση που λαμβάνει με οποιοδήποτε τρόπο πληροφορία περί της τέλεσης των σχετικών εγκλημάτων, δύναται, επί τη βάσει της τροποποιημένης διάταξης των ως άνω άρθρων, να παρέμβει κινώντας την ποινική δίωξη, χωρίς να απαιτείται η κατάθεση έγκλησης εκ μέρους του παθόντα. Ειδικότερα, όσον αφορά την περίπτωση τέλεσης βιασμού, ο παθών δύναται να δηλώσει ότι δεν επιθυμεί την δίωξη, περίπτωση κατά την οποία ο εισαγγελέας είτε απέχει οριστικά, είτε εισάγει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο προκειμένου αυτό να παύσει την ασκηθείσα δίωξη διά δικαστικής αποφάσεως. Ο νομοθέτης του ν. 4855/2021 αποδίδει μεν σημασία στην ψυχική κατάσταση του θύματος, πλην όμως αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο η ως άνω δήλωση να υποκρύπτει εκβιασμό του δράστη, και ως εκ τούτου διευκρινίζει ότι εναπόκειται στην εκτίμηση του δικαστή ότι η δήλωση του θύματος αποσκοπεί στην αποτροπή σοβαρού ψυχικού τραυματισμού λόγω της δημοσιότητας της διαδικασίας.
Ουσιώδεις είναι και οι τροποποιήσεις που λαμβάνουν χώρα στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, με την ρητή πλέον πρόβλεψη του δικαιώματος του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να διατάξει την κατ’ απόλυτη προτεραιότητα διεξαγωγή της ανάκρισης και εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο, στις περιπτώσεις όλων ανεξαιρέτως των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, αναγνωρίζοντας, και εδώ, την βαρύνουσα απαξία τους. Δεν θα πρέπει να παραλείψουμε τον κρίσιμο εμπλουτισμό της παραγράφου 1 του άρθρου 228, ώστε να περιλαμβάνει τα εγκλήματα του βιασμού, της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, της κατάχρησης ανικάνου προς αντίσταση σε γενετήσια πράξη, της κατάχρησης σε γενετήσια πράξη, της γενετήσιας πράξης μεταξύ συγγενών και της μαστροπείας. Το θύμα των ως άνω πράξεων προστατεύεται πλέον αποφασιστικά με την υποστήριξη ειδικών επιστημόνων κατά την κατάθεση, και συνάμα με τη μη επανειλημμένη εξέτασή του από τις αρχές προς αποφυγή της δευτερογενούς θυματοποίησής του. Στο ίδιο πνεύμα, απαλείφεται η λέξη «υποχρεωτικά» από την παράγραφο 1 του άρθρου 227, προκειμένου το ανήλικο θύμα εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και ζωής να μπορεί να αξιολογηθεί ατομικά στα αυτοτελή γραφεία προστασίας ανήλικων θυμάτων της εφετειακής περιφέρειας, «Σπίτι του Παιδιού», ή εναλλακτικά σε χώρους ειδικά προσαρμοσμένους για τον ως άνω σκοπό, ήτοι στα αυτοτελή γραφεία επιμελητών ανηλίκων και κοινωνικής αρωγής, με την συνδρομή ειδικά εκπαιδευμένων παιδοψυχιάτρων και παιδοψυχολόγων.
Με τις ανωτέρω τροποποιήσεις ο ποινικός νομοθέτης αφουγκράζεται την κοινωνική παθογένεια και ανταποκρίνεται στο κίνημα Me Too παρεμβαίνοντας ηχηρά και με σαφήνεια υπέρ του θύματος μέσω της εντατικοποίησης της προστασίας του και της εμπέδωσης του κράτους δικαίου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Νόμος 4855/2021 ΦΕΚ 215/Α/12-11-2021
- Αιτιολογική Έκθεση νόμου 4855/2021