Της Αλεξάνδρας Γκασδρόγκα,
Μέσα από πόσα διαφορετικά «μάτια» θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει έναν πίνακα του Wassily Kandinsky; Αναφορές σε ακανόνιστους σχηματισμούς, αφαιρέσεις και μία απλούστερη τοποθέτηση των τριών βασικών χρωμάτων στον καμβά απαντώνται σε αναλύσεις πολλών έργων του. Στη θέαση, ωστόσο, του πίνακα «Εντυπώσεις ΙΙΙ» ο συσχετισμός των δομικών στοιχείων του με παραμέτρους της μουσικής παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μαρτυρώντας τη συναισθητική φύση του Ρώσου ζωγράφου και θεωρητικού της τέχνης. Είναι η συναισθησία απλώς μία «τεχνική» ορισμένων ζωγράφων ή ένας πολυδιάστατος όρος καλλιτεχνικού και κοινωνιολογικού ενδιαφέροντος;
Βάσει της ετυμολογίας της λέξης, ως συναισθησία ορίζεται το φαινόμενο ανάμιξης δύο ή περισσότερων αισθήσεων που οφείλεται σε νευρολογικούς παράγοντες. Στα συναισθητικά άτομα οι αισθητικές πληροφορίες και τα ερεθίσματα συχνά διασταυρώνονται και καταλήγουν σε διαφορετικά τμήματα του εγκεφάλου από τα προσδοκώμενα. Τα άτομα αυτά για παράδειγμα «βλέπουν» ήχους μέσα από τα χρώματα ή τους «αγγίζουν», συσχετίζοντάς τους με την υφή ορισμένων επιφανειών. Αν και οι ιδιαίτερες αυτές αισθητικές αντιλήψεις ποικίλλουν μεταξύ των ατόμων, σε καθένα ξεχωριστά παραμένουν σταθερές για όσο διαρκεί το φαινόμενο. Σε κάποιες περιπτώσεις η συναισθησία εξασθενεί κατά την πορεία του ατόμου προς την ενηλικίωση, ενώ σε άλλες το συντροφεύει καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Οι διαφορετικές, ωστόσο, συνάψεις του εγκεφάλου δεν εξωθούν τα άτομα αυτά από τη σφαίρα του φυσιολογικού. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ψυχίατρος Dr.Hinderk Emrich, η συναισθησία δεν είναι ασθένεια, αλλά αλλαγή στις νόρμες της προσωπικότητας κάθε ατόμου (”Synästhesie ist keine Krankheit, sondern eine Normvariante”). Έρευνες μάλιστα του Richard Cytowic έδειξαν ότι γνωρίσματα, όπως η δημιουργικότητα και η ευαισθησία απαντώνται πιο ανεπτυγμένα στους συναισθητικούς.
Αυτό δε θα μπορούσε να μην επηρεάσει την τέχνη στις διάφορες εκφάνσεις της και κυρίως στη μουσική και τη ζωγραφική, μεταξύ των οποίων οι ανταλλαγές εκφραστικών μέσων είναι από τα τέλη του 19ου-αρχές 20ου αιώνα ολοένα και συχνότερες. Συνθέτες, όπως οι Franz Liszt και Alexander Skrjabin, ο τζαζίστας Duke Ellington, η πιανίστα Svetlana Rudenko, ο φλαουτίστας Henrik Wiese μαζί με ζωγράφους όπως οι Wassily Kandinsky και Melissa McCracken απαρτίζουν μεταξύ άλλων τη μεγάλη οικογένεια καταξιωμένων καλλιτεχνών που συνδυάζουν τις παραμέτρους του ήχου με τα σχήματα και τα χαρακτηριστικά των χρωμάτων.
Το ερώτημα βέβαια που τίθεται συχνά είναι κατά πόσο η χρωματική συναισθησία στη μουσική αποτελεί χαρακτηριστικό εκ γενετής ή επίκτητο. Εν μέρει είναι αποτέλεσμα γενετικών παραγόντων και σχετίζεται με την κληρονομικότητα, μπορεί όμως ως ένα βαθμό να θεωρηθεί και επίκτητο γνώρισμα, μέσα από κατάλληλες μεθόδους διδασκαλίας της μουσικής σε παιδιά βρεφικής και σχολικής ηλικίας.
Συγκεκριμένα, ένα παιδί έως τα τρία του χρόνια έρχεται σε επαφή με τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της μουσικής, όπως το τονικό ύψος, η διάρκεια, η ένταση και το ηχόχρωμα. Χρησιμοποιεί ήδη από το δεύτερο έτος της ζωής του την ικανότητα της μίμησης στην προσπάθειά του να τραγουδήσει ή να αναπαράγει ένα ρυθμικό σχήμα. Εάν σε αυτή την περίπτωση κάθε φθόγγος και ρυθμική αξία αποτυπωθούν με ένα διαφορετικό χρώμα στο χαρτί, αποκτά μπροστά του μία ηχητική παλέτα. Το οπτικοακουστικό αυτό υλικό ενεργοποιεί περισσότερα τμήματα του εγκεφάλου του, το εισάγει στον κόσμο της εικαστικής απεικόνισης της μουσικής συνδυάζοντας δύο διαφορετικά ερεθίσματα του περιβάλλοντός του και το βοηθά να αποσαφηνίσει τις διαφορές μεταξύ των μουσικών στοιχείων.
Το χρώμα ως μέσο αποτύπωσης της μουσικής επανέρχεται στην παιδαγωγική μέθοδο από το έκτο έτος της ηλικίας του παιδιού, καθώς στην ηλικία των 4-6 ετών έμφαση δίνεται στη μουσικοκινητική αγωγή. Από το έκτο έτος που το παιδί έχει οξύτερη μουσική αντίληψη μπορεί να περιγράψει πλέον τη μουσική που ακούει ή παίζει με εικόνες και χρώματα, όπως και να συνδυάσει την οπτικοακουστική του παλέτα με τα συναισθήματα που η μουσική του προκαλεί. Ο συσχετισμός ήχου και εικόνας γίνεται πιο έντονος και με την αποτύπωση στο χαρτί των εικόνων αυτών από το ίδιο το παιδί, με τη χρήση σχεδίων και χρωμάτων. Ενδιαφέρουσα προσέγγιση θα ήταν, τέλος, η παρατήρηση απλών εικαστικών έργων και η συζήτηση γύρω από πιθανά ηχοχρώματα που θα αντιστοιχούσαν στα στοιχεία του πίνακα.
Η συναισθησία ως νευρολογικό φαινόμενο ξεδιπλώνει το φάσμα των αισθήσεων ως νέα «κιάλια» θεώρησης της μουσικής και εν γένει της τέχνης. Η ένταση, ωστόσο, αυτών των συναισθητικών εμπειριών ποικίλλει ανάλογα με τον τρόπο πρόσληψης και αναπαραγωγής των οπτικοακουστικών ερεθισμάτων από τον μικρό καλλιτέχνη στην προσπάθειά του να οικοδομήσει μία πολύχρωμη μουσική πραγματικότητα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Nicolai Petrat, Psychologie des Instrumentalunterrichts, Bosse Verlag, Kassel – Bad Langensalza, 4. Auflage 2011
- Einsatz im Unterricht: Synästhesie, Planet Schule, planet-schule.de, διαθέσιμο εδώ
- Das Phänomen Synästhesie «Eine unheimlich attraktive Farbenwelt», br-Klassik, br-klassik.de, διαθέσιμο εδώ
- Συναισθησία: Ένα συνονθύλευμα των πέντε αισθήσεων, psychoedu.gr, διαθέσιμο εδώ
- Βασίλι Καντίνσκι: Ο ζωγράφος της αφαίρεσης, dw.com, διαθέσιμο εδώ
- Συναισθησία: ακούγοντας χρώματα και βλέποντας ήχους, efsyn.gr, διαθέσιμο εδώ
- Ανάμεικτες αισθήσεις: κατανοώντας τη συναισθησία, scienceinschool.org, διαθέσιμο εδώ
- Synesthesia, psychologytoday.com, διαθέσιμο εδώ