Της Δέσποινας Βλάχου,
Η Βραζιλία αποτελεί το πέμπτο μεγαλύτερο σε έκταση κράτος του κόσμου και συνορεύει με όλα τα κράτη της Νότιας Αμερικής, εκτός από τη Χιλή και το Εκουαδόρ. Πρόκειται για μια από τις ισχυρότερες οικονομίες παγκοσμίως. Στους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας συμπεριλαμβάνεται η αγροτική ανάπτυξη (πορτοκάλια, καφές, ρύζι), αλλά και ο ορυκτός πλούτος. Τα τελευταία χρόνια, έχει αναπτυχθεί ο τομέας των κατασκευών, ενώ προωθείται δυναμικά και ο τομέας των επενδύσεων. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, η οικονομία αντιμετωπίζει δομικά προβλήματα, τα οποία επιδεινώθηκαν αρκετά με την πανδημία.
Η οικονομική ιστορία της Βραζιλίας μπορεί να χαρακτηριστεί, σε μεγάλο βαθμό, ως ένας κύκλος άνθησης και κατάρρευσης. Από τον 16ο έως τα μέσα του 20ού αιώνα, η χώρα εξαρτιόταν, σε μεγάλο βαθμό, από ένα ή δύο αγροτικά προϊόντα, των οποίων οι τιμές υπέστησαν διακυμάνσεις στις διεθνείς αγορές. Η κυβέρνηση της Βραζιλίας προσπάθησε, τον 20ό αιώνα, να διαφοροποιήσει την εξάρτησή της από τις αγροτικές εξαγωγές, ενθαρρύνοντας έντονα την ανάπτυξη της μεταποίησης. Η κυβέρνηση, ελπίζοντας να εξασφαλίσει τον εγχώριο έλεγχο των βασικών βιομηχανιών, ηγήθηκε μίας σειράς εθνικιστικών πολιτικών μετά τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930. Η κυβέρνηση πήρε την ιδιοκτησία ορισμένων από τις μεγαλύτερες εταιρείες της χώρας, συνήθως σε συνεργασία με μία ή περισσότερες τοπικές ή ξένες εταιρείες, και στη συνέχεια προχώρησε στην πώληση μετοχών σε ιδιώτες επενδυτές. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, η κυβέρνηση ιδιωτικοποίησε δεκάδες χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, κατασκευαστικές εταιρείες, καθώς και εταιρείες εξόρυξης. Ακολούθησαν και άλλες ιδιωτικοποιήσεις κρατικών επιχειρήσεων, μέχρι και το 2010.
Στις αρχές του 21ου αιώνα, σοβαρά προβλήματα σημάδεψαν την οικονομία της Βραζιλίας, που επιδεινώθηκαν σταδιακά. Ο πληθωρισμός, η χρηματοπιστωτική αστάθεια και η ανεργία (ή η υποαπασχόληση) παρέμειναν σταθερές απειλές και πολιτικά και οικονομικά σκάνδαλα ξέσπασαν περιοδικά σε ολόκληρη τη χώρα. Ωστόσο, μέχρι τα μέσα του 2004, ο ρυθμός πληθωρισμού είχε μειωθεί. Ωστόσο, η Βραζιλία εξακολουθεί να έχει μια από τις πιο ασύμμετρες διανομές πλούτου στον κόσμο: το 10% των ανθρώπων λάμβαναν σχεδόν το μισό εισόδημα της χώρας, ενώ το φτωχότερο 40% του πληθυσμού έφερε λιγότερο από το 1/10 του συνόλου.
Το ζήτημα του Βραζιλιάνικου Χρέους
Η Βραζιλία έχει μια μακρά ιστορία αναφορικά με προβλήματα και κρίσεις χρέους που έπρεπε να αντιμετωπίσει κατά καιρούς. Στο πλαίσιο αυτό, είναι σημαντικό να ερευνηθούν και κάποιοι βασικοί δείκτες για το χρέος. Αρχικά, κατά την περίοδο 1980-1984, ο λόγος χρέους προς Α.Ε.Π. αυξήθηκε από 27%, το 1980, σε 55%, το 1984, με το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης να παρατηρείται το 1982. Ο κύριος λόγος για αυτήν την απότομη αύξηση ήταν τα προβλήματα που σχετίζονται με τη χρεοκοπία του Μεξικού το 1982. Από το 1981 έως το 1983, το εξωτερικό χρέος εκτινάχθηκε στο 33% του Α.Ε.Π. από 15%, φτάνοντας στο 60% του συνολικού χρέους. Μέχρι το 1987, το συνολικό χρέος παρέμενε κοντά ή πάνω από το 50% του Α.Ε.Π., το εξωτερικό χρέος γύρω στο 30% του Α.Ε.Π. και μεταξύ 58% και 60% του συνολικού χρέους.
Η περίοδος 1985-1994 χαρακτηρίστηκε από μια συνεχή μείωση του χρέους, κατά την οποία ο λόγος του χρέους μειώθηκε μόλις στο 30% του Α.Ε.Π. το 1994. Αυτή η μείωση του λόγου του χρέους οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στην επίδραση του πληθωρισμού στην ονομαστική αξία του χρέους. Σημαντική είναι, επίσης, η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων κατά τη διάρκεια του Collor Plan το 1990, με μερική μόνο πληρωμή, όταν τα περιουσιακά στοιχεία ήταν «ξεπαγωμένα», και το χαμηλό ή μηδενικό συνολικό έλλειμμα σε μέρος αυτών των περιόδων, ειδικά στη δεκαετία του 1990. Επιπλέον, η επαναδιαπραγμάτευση του χρέους, από το 1990 έως το 1992, περιελάμβανε σημαντική μείωση του συνολικού εξωτερικού χρέους. Κατά συνέπεια, χάνει σχετική σημασία στην περίοδο, αντιπροσωπεύοντας λιγότερο από το 30% του συνόλου έως το 1995. Στη συνέχεια, την περίοδο 1995-2002, αν και αρκετά σταθερό το 1995 —λόγω της νομισματικής αποτίμησης του χρέους μετά τη σταθεροποίηση των τιμών το δημόσιο χρέος— αυξάνεται αισθητά αυτήν την περίοδο.
Μέχρι τον Δεκέμβριο του 2002, στο τέλος της θητείας του Προέδρου Cardoso, ανερχόταν στο 55% του Α.Ε.Π., αφού έφτασε στο 63% του Α.Ε.Π. τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Υπάρχουν διάφοροι λόγοι για το γεγονός αυτό, καθώς η δημοσιονομική πολιτική από το 1995 έως το 1998 ήταν πολύ χαλαρή. Επιπλέον, οι υποτιμήσεις του 1999 και του 2002, που ακολούθησαν τη ρωσική κρίση και την εκλογή του Προέδρου Lula da Silva, αντιπροσώπευαν μια απότομη αύξηση του συνολικού χρέους, καθώς η αποτίμηση του εξωτερικού χρέους σε δολάρια ήταν σχετικά υψηλή (για περισσότερες πληροφορίες, ο αναγνώστης μπορεί να ψάξει την έννοια του stock flow adjustment). Τέλος, τα υψηλά επιτόκια, που συνδέονται με το καθεστώς σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας, συνεπάγονται μεγάλες πληρωμές τόκων, που απαιτούν πρόσθετη χρηματοδότηση. Ένα σημαντικό μέρος του χρέους είχε κυμαινόμενα επιτόκια. Έτσι, όταν τα επιτόκια εκτινάχθηκαν ως απάντηση στην ασιατική και ρωσική κρίση, το επιτοκιακό βάρος αυξήθηκε σημαντικά.
Την περίοδο 2003-2006, το χρέος ως ποσοστό του Α.Ε.Π. εξακολουθεί να αυξάνεται, το 2003 όμως μειώνεται με αργό ρυθμό στη συνέχεια. Πρόκειται για περίοδο συνέχισης της αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής (πρωτογενές πλεόνασμα 4,9% το 2005), των υψηλών επιτοκίων. Υπήρξε, επίσης, μια απότομη αλλαγή στη σύνθεση του χρέους: το εξωτερικό και εσωτερικό χρέος σε ομόλογα σε δολάρια μειώθηκαν σε λιγότερο από 2% του Α.Ε.Π. έως το 2006, μειώνοντας την ευπάθεια της οικονομίας σε εξωτερικούς κραδασμούς (αλλά αυξάνοντας το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους). Μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του 2008, η χώρα κατάφερε να ορθοποδήσει σχετικά γρήγορα, καθώς η κυβέρνηση της Βραζιλίας υιοθέτησε μια σειρά αντικυκλικών πολιτικών για την προστασία της τοπικής οικονομίας από την κατάρρευση. Αυτές οι πολιτικές φαινόταν να λειτουργούν καλά, τουλάχιστον μέχρι το 2011. Στις αρχές του 2011, η Ομοσπονδιακή Διοίκηση μπόρεσε να αρχίσει να εφαρμόζει ένα σχέδιο δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Λόγω της αντίδρασης της Βραζιλίας στο κραχ, ο γενικός λόγος ακαθάριστου χρέους προς Α.Ε.Π. αυξήθηκε κατά 3,3% από το 2008 έως το 2009, το οποίο θεωρείται απίστευτα χαμηλό ποσοστό σε σύγκριση με τη δυναμική του χρέους στις προηγμένες οικονομίες μετά την κρίση. Ωστόσο, ο γενικός λόγος ακαθάριστου χρέους προς Α.Ε.Π. ήταν ήδη υψηλός στη Βραζιλία σε σύγκριση με αυτόν των ομότιμών της. Ωστόσο, από τα μέσα του 2012 έως το 2013, η ανάκαμψη φαινόταν πιο αδύναμη από την αναμενόμενη και οι οικονομικές αρχές της Βραζιλίας επέστρεψαν στη χρήση κινήτρων, σε μια προσπάθεια να αναζωπυρωθούν την οικονομία. Το 2013, η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 3% και οι επενδύσεις κατά 5,8%. Ένα ευρύ πρόγραμμα φορολογικής ελάφρυνσης και αύξηση των κρατικών δαπανών, συμπεριλαμβανομένης μιας οικονομικής επιδότησης για πίστωση κεφαλαιουχικών αγαθών μέσω των δημόσιων τραπεζών, εισήχθη και πάλι.
Αφού η Βραζιλία απάντησε στην κρίση του 2008 χρησιμοποιώντας αντικυκλικές δημοσιονομικές πολιτικές, σημειώθηκε ταχεία επιδείνωση στο δημοσιονομικό μέτωπο το 2014, μαζί με άλλα γεγονότα. Το καθαρό και το ακαθάριστο δημόσιο χρέος εκτινάχθηκαν γρήγορα, και αυτό συνέβη γιατί ένα τέτοιο γεγονός ωθεί τους επενδυτές προς ένα σενάριο επικίνδυνων περιπτώσεων, με αποτέλεσμα να αυξάνονται τα επιτόκια και, σε πολλές περιπτώσεις, να φτάνουν σε εξωφρενικά επίπεδα. Οι σχετικές αξιολογήσεις, επομένως, των οίκων αξιολόγησης σχετικά με τη Βραζιλία δεν ήταν πλέον εξασφαλισμένες. Τον Σεπτέμβριο του 2015, λίγες εβδομάδες αφότου η κυβέρνηση αποφάσισε να προτείνει τον Νόμο για τον Προϋπολογισμό του 2016 με έλλειμμα στο Κογκρέσο, η Standard & Poor’s υποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Βραζιλίας στον κερδοσκοπικό βαθμό, ενώ ακολούθησαν και άλλοι οίκοι. Ως εκ τούτου, τα δημοσιονομικά αποτελέσματα επιδεινώθηκαν ταχύτερα από ό,τι είχε προβλεφθεί. Το χρέος, ως ποσοστό του Α.Ε.Π., αυξήθηκε από 53,3% τον Δεκέμβριο του 2013 σε 58,4% τον Δεκέμβριο του 2014 και στη συνέχεια εκτινάχθηκε στο 73,4% τον Δεκέμβριο του 2016, όπως φαίνεται και στο παρακάτω διάγραμμα.
Στο επόμενο μέρος, θα εξετάσουμε κάποιους επιπλέον δείκτες που αφορούν το χρέος της Βραζιλίας, όπως τα ποσοστά εσωτερικού και εξωτερικού χρέους, το επίπεδο των επιτοκίων κ.ά. Οι δείκτες αυτοί θα μας βοηθήσουν να αποκτήσουμε μία πληρέστερη εικόνα. Προς το παρόν, ασχοληθήκαμε με το ποσοστό του Χρέους (του συνολικού Χρέους) ως προς το Α.Ε.Π. Ο λόγος αυτός, λοιπόν, μάς επιτρέπει να κάνουμε μία πρώτη εκτίμηση σχετικά με τα επίπεδα χρέους της χώρας. Οι δείκτες που θα εξετάσουμε στο δεύτερο μέρος, θα μας βοηθήσουν να δούμε κατά πόσο το χρέος είναι πραγματικά διαχειρήσιμο και αν αποτελεί παράγοντα σοκ για την οικονομία της Βραζιλίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Bonomo M., Frischtak C. R., Ribeiro P., Public Investment and Fiscal Crisis in Brazil: Finding Culprits and Solutions, διαθέσιμο εδώ
- Carvalho L. O., Medeiros O. L., Silva A. C.,Public Debt: The Brazilian experience, World Bank, διαθέσιμο εδώ
- Jaeger M., Government Debt & Real Interest Rates in Brazil –
- Reviving the ‘Fiscal’ Hypothesis, διαθέσιμο εδώ
- Rezende F., The Brazilian Economy: recent developments and future prospects, διαθέσιμο εδώ
- The World Bank in Brazil, διαθέσιμο εδώ