Της Γεωργίας Παγιαβλά,
Ξεφυλλίζοντας οποιοδήποτε οικονομικό εγχειρίδιο, όταν περιγράφεται το Χρήμα, ερχόμαστε αντιμέτωποι με την ίδια ιστορία:
«Σκεφτείτε, για παράδειγμα, τις επιπλοκές που θα προέκυπταν αν ένας αγρότης έφερνε ένα γουρούνι στην αγορά με σκοπό να φέρει πίσω ένα ζευγάρι με παπούτσια για το μωρό, ένα καρούλι με κλωστή για τη γυναίκα του, ένα καινούριο δρεπάνι και ένα σακί πέντε λιβρών αλάτι. Ακόμη και αυτό το απλό πρόβλημα, δεν μπορεί να επιλυθεί χωρίς τη χρήση χρημάτων» (Sickle & Rogge, 1954).
Οι οικονομολόγοι συνεχίζουν κάνοντας αναφορά στις τρεις λειτουργίες του χρήματος: μέσο ανταλλαγής, μονάδα υπολογισμού και μέσο διατήρησης της αξίας. Ειδικά σε ό,τι αφορά την ανταλλακτική ιδιότητα, την αναγάγουν ως τη σημαντικότερη ιδιότητα.
«Η πιο σημαντική λειτουργία του χρήματος είναι ότι χρησιμεύει ως μέσο ανταλλαγής, ως ένα γενικά αποδεκτό μέσο πληρωμής. Για να δείτε γιατί είναι απαραίτητο ένα μέσο ανταλλαγής, φανταστείτε πόσο χρονοβόρο θα ήταν για τους ανθρώπους να αγοράσουν αγαθά και υπηρεσίες σε έναν κόσμο όπου ο μόνος δυνατός τύπος εμπορίου, θα ήταν το ανταλλακτικό εμπόριο. Το χρήμα εξαλείφει το τεράστιο κόστος αναζήτησης που συνδέεται με ένα σύστημα ανταλλαγής, επειδή είναι καθολικά αποδεκτό. Εξαλείφει αυτά τα κόστη αναζήτησης επιτρέποντας σε ένα άτομο να πουλήσει τα αγαθά και τις υπηρεσίες που παράγει σε άτομα άλλα από τους παραγωγούς των αγαθών και υπηρεσίες που επιθυμεί να καταναλώσει. Μια πολύπλοκη σύγχρονη οικονομία θα έπαυε να λειτουργεί χωρίς κάποιο τυποποιημένο και βολικό μέσο πληρωμής» (Krugman et al., 2017).
Βέβαια, όλα τα παραπάνω δεν παρουσιάζονται σαν κάτι που συμβαίνει πραγματικά, αλλά ως μια διδακτική υπόθεση, εξού και στα παραπάνω παραθέματα χρησιμοποιούνται λέξεις όπως σκεφτείτε, φανταστείτε. Η ιστορία του χρήματος για τους οικονομολόγους ξεκινά πάντα με έναν πλασματικό κόσμο αντιπραγματισμού. Να σημειωθεί ότι ο Αριστοτέλης, γύρω στο 330 π.Χ., υποστηρίζει ότι στην αρχή, οι οικογένειες θα έπρεπε να παράγουν οι ίδιες ό,τι χρειάζονταν και με τον καιρό θα ειδικεύονταν στην παραγωγή ενός συγκεκριμένου προϊόντος, που στη συνέχεια θα το αντάλλασσαν. Επομένως, ακόμη και ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι το χρήμα θα προέκυψε μέσα από μια τέτοια διαδικασία.
Ο Adam Smith επεκτείνει το αφήγημα και υποστήριξε ότι η ιδιοκτησία, το χρήμα και οι αγορές όχι απλώς υπήρχαν πριν τους πολιτικούς θεσμούς, αλλά ότι αποτελούν το ίδιο το θεμέλιο της ανθρώπινης κοινωνίας (Graeber, 2013). Με άλλα λόγια, το χρήμα αναδύθηκε ως αποτέλεσμα του φαινομένου που ο Αυστριακός οικονομολόγος Friedrich Hayek ονόμασε αυθόρμητη τάξη, δηλαδή ενός θεσμού που γεννήθηκε όχι από ανθρώπινο σχεδιασμό, αλλά από απρόσωπες δυνάμεις της αγοράς, δηλαδή τα οικονομικά υποκείμενα ανακάλυψαν μέσω της διαδικασίας της αγοράς ότι τα πολύτιμα μέταλλα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως καθολικά μέσα συναλλαγής, διευκολύνοντας την επέκταση του εμπορίου και, συνεπώς, την ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων μεταξύ των κοινοτήτων (de la Horra, 2018). Έτσι, αποδοκιμάζεται ότι το χρήμα είναι δημιούργημα κάποιας κυβέρνησης.
Αυτή η διανοητική γυµναστική διασφαλίζει ότι τα ιστορικά «γεγονότα» είναι συνεπή µε τη Νεοκλασική άποψη του κόσμου. Όμως, όταν επιχειρείται να προσδιοριστεί η ακριβής θέση αυτής της φαντασίωσης στον χώρο και στον χρόνο αρχίζει ένας προβληματισμός: μιλάμε, άραγε, για ανθρώπους των σπηλαίων ή ιθαγενείς; Ο Adam Smith τοποθετεί την ιστορία του στους Ιθαγενείς της Βόρειας Αμερικής, όμως ο Lewis Henry Morgan (1881) στο έργο του Houses and house-life of the American aborigines κάνει ξεκάθαρο ότι ο βασικός οικονομικός θεσμός μεταξύ των εθνών των Ιρκέζων ήταν τα longhouses και ότι κανένας δεν αντάλλαξε αιχμές βέλους για κομμάτια κρέατος. Μια πληροφορία που οι οικονομολόγοι αγνόησαν και αγνοούν ως σήμερα. Όλη η διαθέσιμη βιβλιογραφία υποδεικνύει ότι δεν υπήρξε ποτέ ανάδυση του χρήματος από τον αντιπραγματισμό και ούτε έχει καταγραφεί κάποιο χαρακτηριστικό παράδειγμα οικονομίας αντιπραγματισμού.
Σύμφωνα με ανθρωπολογικές μελέτες, όταν παρατηρούνται ανταλλαγές σε πρωτόγονες κοινωνίες έχουν ως κύριο στόχο τους την ανταλλαγή ειδών που δεν έχουν καμία πρακτική χρήση και, τις περισσότερες φορές, λαμβάνουν χώρα μεταξύ αγνώστων, όπου πιθανότερο είναι να μην ξανασυναντηθούν και ποτέ. Ο αντιπραγματισμός, φαίνεται να εφαρμόζεται στη πράξη μεταξύ ανθρώπων που θα μπορούσαν να είναι εχθροί και που απέχουν ελάχιστα από την ανοιχτή σύγκρουση, καθώς, αν έκρινε η μια πλευρά ότι έπεσε θύμα εκμετάλλευσης, θα μπορούσε εύκολα να ξεσπάσει πραγματικός πόλεμος. Παράλληλα, τα «πρωτόγονα χρήματα» χρησιμοποιούνται «για να δημιουργηθούν κοινωνικές σχέσεις, για την πρόληψη των ομαδικών εχθροπραξιών και του πολέμου, για την ανύψωση της πολιτικής θέσης κάποιου ατόµου και για την αποκατάσταση ειρηνικών κοινωνικών σχέσεων μεταξύ ατόμων και ομάδων που διαταράχθηκαν από τη σύγκρουση (Dalton, 1982). Με άλλα λόγια, τα «χρήματα» δεν λειτουργούν ως μέσο εμπορικών συναλλαγών ούτε ως κοινό μέτρο αξίας ή ως πρότυπο αναβαλλόμενης πληρωμής.
Αυτός ο μύθος παίζει έναν κρίσιμο ρόλο στη δημιουργία της Οικονομίας, που λειτουργεί με δικούς της κανόνες, ξέχωρα από την ηθική πολιτική και όπου μπορεί να τεθεί από τους οικονομολόγους ως ένα πεδίο μελέτης. Είναι ένας μύθος που βρίσκεται παντού και είναι ιδρυτικός μύθος του δικού μας συστήματος οικονομικών σχέσεων. Χωρίς αυτόν τον μύθο, μπορεί να μην ήταν δυνατό να υπάρξει ο επιστημονικός κλάδος των οικονομικών, αφού η βάση του είναι το πώς προσπαθούν οι άνθρωποι να συνάψουν την πλέον επωφελή συμφωνία μέσω της ανταλλαγής. Άρα, πρέπει να θεωρηθεί ότι η ανταλλαγή αγαθών δεν πρέπει να σχετίζεται με τον πόλεμο, το πάθος, την περιπέτεια, το μυστήριο, το σεξ ή τον θάνατο. Υπάρχουν ισχυρές αποδείξεις που καθιστούν, τελικά, τον αντιπραγματισμό, όπως τον περιγράφουν τα εγχειρίδια, ως ένα φαινόμενο που έχει εξαπλωθεί μόνο στους νεότερους χρόνους, καθώς εφαρμόζεται στην πράξη μεταξύ ανθρώπων που είναι εξοικειωμένοι με τη χρήση του χρήματος και που, για κάποιο λόγο (π.χ. κατάρρευση εθνικών οικονομικών, τρόφιμοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης), δεν διαθέτουν και πολύ από αυτό.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, μπορεί να αναπτυχθεί χρησιμοποιώντας τα πορίσματα της συγκριτικής ανθρωπολογίας, της συγκριτικής ιστορίας, και της συγκριτικής οικονομικής μια ισχυρή κριτική της παραπάνω ορθόδοξης ερμηνείας σχετικά µε το χρήμα. Η κατανόηση του τι πραγματικά είναι το χρήμα και τι κάνει, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη αυτής της προσέγγισης (Wray, 2012). Η ορθόδοξη ερμηνεία εφιστά την προσοχή στο χρήμα ως ένα μέσο ανταλλαγής για την ελαχιστοποίηση του κόστους και η εξήγηση της προέλευσης του χρήματος στηρίζεται στην ύπαρξη μιας οικονομίας που βασίζεται στον αντιπραγματισµό στις επίσημες αγορές (η ανταλλαγή στα μεγάλα πανηγύρια) και που είναι προγενέστερη της εισαγωγής του «χρήματος». Κάτι δεν είναι ούτε ιστορικά ακριβές, ούτε λογικά συνεπές. Οι θεσμικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της αγοραίας ανταλλαγής περιλαμβάνει την ύπαρξη της ιδιωτικής, απαλλοτριωμένης ιδιοκτησίας, την αναγνώριση της ατομικής ευθύνης, την ιδιοτελή συμπεριφορά και την προορατική παραγωγή. Ωστόσο, τα ιστορικά παραδείγματα του αντιπραγματισµού που χρησιμοποιούνται για να δικαιολογήσουν την παραδοσιακή προσέγγιση σπάνια εμφανίζουν κάποια από αυτά τα χαρακτηριστικά.
Αντίθετα, η συγκριτική προσέγγιση που χρησιμοποιείται από τους ετερόδοξους οικονομολόγους έχει ως αφετηρία την κατανόηση του ρόλου που διαδραματίζει το χρήμα στις καπιταλιστικές οικονομίες, δηλαδή επικεντρώνεται στο χρήμα ως έναν πολύπλοκο και σημαντικό θεσμό, ίσως τον πιο σημαντικό θεσμό της καπιταλιστικής οικονομίας. Σύμφωνα με την ετερόδοξη βιβλιογραφία, πρώτον, οι πρωτόγονες «ανταλλαγές» ή ο «αντιπραγματισµός» δεν οδήγησε στην ανάπτυξη των αγορών. Δεύτερον, το χρήμα δεν εξελίχθηκε από πρωτόγονες «ανταλλαγές». Τρίτον, τόσο το «παραστατικό χρήμα» όσο και το «πιστωτικό χρήμα» είναι προγενέστερο του νομισµατικού «εμπορευµατικού χρήματος». Και τέταρτον, η ποσότητα του πιστωτικού χρήματος δεν έχει ποτέ περιοριστεί από την ποσότητα των υποχρεώσεων των κεντρικών τραπεζών, όπως στην ιστορία για τον «πολλαπλασιαστή» (Wray, 2012).
Κλείνοντας, με βάση τα υπάρχοντα ιστορικά και ανθρωπολογικά στοιχεία, μπορεί, λοιπόν, να συναχθεί το συμπέρασµα ότι οι πρωτόγονες ανταλλαγές δεν ήταν αγοραίες ανταλλαγές «χωρίς χρήματα» και ότι τα πρωτόγονα «χρήματα» δεν προκύπτουν από τη μείωση του κόστους των συναλλαγών στο πλαίσιο της διαδικασίας της ανταλλαγής. Το χρήμα δεν εισήχθη σε μια καλά λειτουργούσα οικονομία αντιπραγματισµού· αντιθέτως, το χρήμα και η αγορά αναπτύχθηκαν από κοινού. Αυτό βοηθά στην εξήγηση γιατί η παραγωγή σε μια οικονομία της αγοράς είναι πάντα χρηματική παραγωγή — χρήμα τώρα, για περισσότερο χρήμα αργότερα.
Ο Graeber (2013) παρατηρεί ότι χρήμα και χρέος εμφανίζονται στη σκηνή ακριβώς την ίδια στιγμή και άρα, η ιστορία του χρήματος είναι στην ουσία η ιστορία του χρέους. Ο Adam Smith προσπάθησε να αποκηρύξει τον ρόλο του κράτους από την πρώτη εμφάνιση του χρήματος, όμως φαίνεται ότι δημιουργήθηκε τελικά από γραφειοκράτες για να μπορούν να παρακολουθούν τις προσόδους και για να καλύψουν τις ανάγκες της μεταφοράς των αντικειμένων ανάμεσα στα διάφορα τμήματα, έτσι οι πρώτες αγορές βάσισαν τις συναλλαγές τους στην πίστωση. Άρα, συμβατική αφήγηση της νομισματικής ιστορίας, αντιπραγματισμός-χρήμα-πιστωτικά συστήματα, δεν επαληθεύεται από πουθενά, ενώ διαπιστώνεται ότι το εικονικό χρήμα προηγείται των νομισμάτων και ο αντιπραγματισμός τελικά είναι ένα είδος απροσχεδίαστου παραπροϊόντος της χρήσης του νομίσματος/χαρτονομίσματος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Dalton, G. (1982). Barter. Journal of Economic Issues, 16(1), 181-190.
- de la Horra, L.P. Τι μας διδάσκει η προέλευση του χρήματος για την αυθόρμητη τάξη. Διαθέσιμο εδώ. Τελευταία πρόσβαση 18/11/2021.
- Graeber, D. (2013). Χρέος (Τα πρώτα 5.000 χρόνια). Στάσει Εκπίπτοντες, Αθήνα.
- Krugman, P., Obstfeld, M., & Melitz, M. (2017). International Economics: Theory and Policy, the latest edition.
- Van Sickle, J. V., & Rogge, B. A. (1954). Introduction to economics. New York: Van Nostrand.
- Wray L.R. (2012). Μια εισαγωγή στην εναλλακτική ιστορία του χρήµατος. Επιστηµονική Εργασία υπό Εξέλιξη (Working Paper) No. 717. Διαθέσιμο εδώ. Τελευταία πρόσβαση 18/11/2021.