Της Σοφίας – Δυσσέλιας Λίτσα,
Κάνοντας μία βόλτα στον θαυμαστό κόσμο του Internet, εύκολα εντοπίζει κανείς επαναστάτες του πληκτρολογίου, λοιμωξιολόγους του τηλεκοντρόλ, πυροσβέστες του υπολογιστή και άλλους λοιπούς δραστήριους και αξιέπαινους ανθρώπους. Εντοπίζει, εν ολίγοις, βλοσυρούς ιεροκήρυκες και «Μωυσήδες» των Social Media, οι οποίοι μέσω like, post και share μάχονται την κλιματική αλλαγή, επιλύουν το Κυπριακό, κρεμούν προδότες στο Σύνταγμα, σώζουν παιδάκια που πεινάνε και άλλα πολλά σπουδαία. Κάνουν, δηλαδή, το εξής αξιοθαύμαστο: Από την άνεση του καναπέ τους δίνουν λύσεις σε πολύπλοκα, δύσκολα, ακόμα και σε χρόνια προβλήματα. Τι, όχι;
Οι παραπάνω συνιστούν ακτιβιστές του καναπέ, αγγλιστί ”slacktivists” (< slack + activism) και κατ’ εμέ είναι μία από τις σοβαρότερες μάστιγες της εποχής μας. Πάντα υπήρχαν τέτοιοι, ωστόσο στην Ελλάδα της πολυετούς οικονομικής κρίσης και της πανδημίας του COVID-19, δυστυχώς, πλήθυναν. Αν έπρεπε να τους παρομοιάσει κανείς με φιγούρες του παρελθόντος, θα τους παρομοίαζε με τους γραφικούς γέροντες που απολαμβάνοντας τον γλυκύ βραστό τους διατείνονται πως «αν αυτοί γίνονταν Πρωθυπουργοί για μία ημέρα, θα ήταν όλα στην εντέλεια» και καταριούνται θεούς και δαίμονες, ψέγοντας τους πάντες και τα πάντα, μην κάνοντας, ωστόσο, τίποτα το ουσιώδες ώστε οι ίδιοι να βελτιώσουν τα κακώς κείμενα αυτού του κόσμου. Στις μέρες μας, οι ακτιβιστές του καφενείου, έδωσαν τη θέση τους στους ακτιβιστές του καναπέ και του πληκτρολογίου, οι οποίοι, επίσης. δεν κάνουν τίποτα το ουσιώδες για να καλυτερεύσουν ιδίοις δυνάμοις τον κόσμο και ο γλυκύς βραστός έγινε φρέντο καπουτσίνο (γίναμε και Ευρωπαίοι βεβαίως βεβαίως). Το λες και αναβάθμιση. Τι, όχι;
Οι slacktivists είναι κατά βάση άτομα που αυτοπροσδιορίζονται ως πολιτικά δραστήρια, ισχυρίζονται πως αφουγκράζονται τον παλμό της κοινωνίας, εντοπίζονται σε όλες τις κοινωνικές ομάδες και θεωρούν πως υπηρετούν υψηλούς σκοπούς και ιδανικά ex cathedra. Στην ουσία, πρόκειται για τους καλούς Σαμαρείτες του Facebook που επιλέγουν να κοινοποιούν δημοσιεύσεις, αφού «για κάθε κοινοποίηση φυτεύεται και ένα δέντρο στον Αμαζόνιο» αντί να καθαρίσουν το πάρκο της γειτονίας τους από τα σκουπίδια τα οποία και οι ίδιοι παράγουν. Είναι οι ίδιοι που πατούν ανηλεώς like, καθώς «για κάθε like μία μερίδα φαγητού δίνεται σε κάποιον που την έχει ανάγκη», αλλά όταν βλέπουν άνθρωπο άστεγο επιταχύνουν για να προσπεράσουν και γυρνάνε το βλέμμα. Είναι εκείνοι οι χρήστες του Instagram που μέσω των stories τους καταδικάζουν την ενδοοικογενειακή βία, δημοσιεύουν μανιφέστα αλληλεγγύης προς τα θύματα αυτής, αλλά ταυτόχρονα σωπαίνουν κατ’ επανάληψιν.
Σωπαίνουν, όμως, όταν ο σατράπης σύζυγος του πρώτου ορόφου γρονθοκοπεί την σύζυγο και εκείνη δεν μιλά γιατί φοβάται, σωπαίνουν όταν η νευρική μητέρα του δεύτερου δέρνει τα μωρά της, γιατί δεν αντέχει τις φωνές και τα κλάματά τους, σωπαίνουν όταν ο αδίστακτος γιος του τρίτου δένει και φιμώνει την ανοιακή μητέρα του, γιατί τον ενοχλεί και τον κουράζει. Γενικότερα, σωπαίνουν (με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις) στα και για τα ουσιώδη και επιλέγουν να κάνουν άκαρπη φασαρία στα επουσιώδη.
Με συγχωρείτε, κύριοι, καλό το παραμύθι σας, αλλά δεν έχει δράκο. Με ευχολόγια, like και share δεν αλλάζει τίποτα, πόσω μάλλον τα -πολλά- κακώς κείμενα του κόσμου τούτου. Τίποτα το σπουδαίο και σημαντικό δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ χωρίς κόπο και μόχθο. Όπως, εξάλλου, είπε και Οδυσσέας Ελύτης, νωρίτερα και με πολύ πιο ευσύνοπτο και λυρικό τρόπο από εμένα: «Για να γυρίσει ο ήλιος, θέλει δουλειά πολλή».