Της Μαρίας-Χρυσοβαλάντου Ψαρρού,
Το 1930, γεννιέται στην Καβάλα ένας από τους πιο αληθινούς αντιστασιακούς της Ελλάδας. Ο Χρόνης Μίσσιος από γονείς καπνεργάτες, περνάει τα πρώτα χρόνια της ζωής του στα Ποταμούδια, μια περιοχή γεμάτη πρόσφυγες και κυνηγημένους παράνομους κομμουνιστές από τη δικτατορία του Μεταξά. Το σχολείο δε το τελείωσε, αντ’ αυτού το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη λόγω οικονομικών προβλημάτων.
Αναγκάστηκε να δουλέψει στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης σαν μικροπωλητής, μέχρι ο Ερυθρός Σταυρός να τον στείλει στα Γιαννιτσά, ώστε να γλυτώσει την πείνα της Κατοχής. Εκεί, εντάσσεται στην Εθνική Αντίσταση. Αργότερα, το 1947, μόλις στα 17 του θα συλληφθεί και θα καταδικαστεί σε θάνατο. Κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του, θα βασανιστεί και καθημερινά θα περιμένει την εκτέλεσή του. Θα μείνει για 9 χρόνια στη φυλακή, αλλά δε θα αποκηρύξει την ιδεολογία του, γεγονός που θα τον κάνει να περάσει το μεγαλύτερο διάστημα της φυλάκισής του στην απομόνωση υπό άθλιες συνθήκες διαβίωσης.
Με τη λογοτεχνία ασχολήθηκε αρκετά αργότερα. Τα κείμενά του είναι δείγμα του αυθεντικού τρόπου ζωής και δράσης του. Δίνει στα έργα του ένα αυθεντικό και αληθινό τόνο, αφού χωρίς να έχει λάβει κάποια εκπαίδευση, τα κείμενά του είναι εμπλουτισμένα με διδάγματα ζωής. Τα βιβλία του Χρόνη Μίσσιου, όλα από τις εκδόσεις Γράμματα, με χρονολογική σειρά είναι: Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς (1985), Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε; (1988), Τα κεραμίδια στάζουν (1991), Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι (1996), Ντομάτα με γεύση μπανάνας (2001). Το 2009, κυκλοφορεί από τη Bond-us music σε κείμενα και αφήγηση το «Ο Χρόνης Μίσσιος διαβάζει Χρόνη Μίσσιο».
Καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, υμνεί τον έρωτα και την αγάπη, τονίζοντας συχνά πως «Επανάσταση σήμερα είναι η διατήρηση της τρυφερότητας». Εκείνος βρήκε τον έρωτα στα μάτια της Ρηνιώς Παπατσαρούχα, με την οποία τα τελευταία χρόνια της ζωής του ζούσε στο Καπανδρίτι, όπου είχε βρει την ηρεμία που χρειαζόταν μετά από μια πολυτάραχη ζωή. Σε συνέντευξή του στη ΝΕΤ είχε δηλώσει πως αντιπαθούσε την Αθήνα, τους ρυθμούς της αλλά και πως του θύμιζε ότι η κοινωνία δείχνει σαν να έχει πάθει εγκεφαλικό, καθώς δεν αντιδρά σε αυτά που συμβαίνουν.
Ήταν ένας αέναος αγωνιστής, αφού όπως είχε δηλώσει, «Όταν συνειδητοποίησα ότι δε μπορώ να αλλάξω το σύστημα, άρχιζα να αγωνίζομαι για να μη με αλλάξει αυτό. Αγωνίζομαι να μείνω άνθρωπος. Και αυτό είναι η κορυφαία πολιτική μάχη. Να μπορείς να αποφύγεις τη βαρβαρότητα αυτής της εποχής. Να μπορείς να παραμείνεις άνθρωπος με τρυφερότητα». Πολλά ήταν τα χαρακτηριστικά που τον κατέστησαν ένα από τα πιο αυθεντικά πρόσωπα της Αριστεράς, όπως για παράδειγμα το ότι οι γονείς του ανήκαν στην εργατική τάξη, ότι δεν τελείωσε καν το δημοτικό για οικονομικούς λόγους, ότι κυνηγήθηκε κατά τον εμφύλιο, ότι φυλακίστηκε κατά τη χούντα αλλά και το ότι ποτέ δεν αποκήρυξε τις ιδέες του.
Εγώ το Χρόνη Μίσσιο τον γνώρισα στην εφηβεία μου, στο μάθημα της Έκθεσης, κατά τη διάρκεια της Τρίτης Λυκείου, με το παρακάτω απόσπασμα από το Χαμογέλα, ρε…τι σου ζητάνε;. Γοητεύτηκα από το λόγο του, παραξενεύτηκα με τα λεγόμενα του και γι’ αυτό θα ήθελα να κλείσω το αφιέρωμα σε αυτή τη σπουδαία προσωπικότητα με αυτό το απόσπασμα:
«Έτσι, μ’ αυτή την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σμπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες μας σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες; Όλο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι, φτου κι απ’ την αρχή. Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν «αξίες», σαν «ανάγκες», σαν «ηθική», σαν «πολιτισμό». Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να κουβεντιάσουμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να κάνουμε έρωτα, ν’ απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας…Όλα, όλα, τ’ αφήνουμε γι’ αυτό το αύριο που δε θα έρθει ποτέ… Μόνο όταν ο θάνατος χτυπήσει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο, πονάμε, γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα σημαντικά πράγματα, όπως πόσο τον αγαπούσαμε, πόσο σημαντικός ήταν για μας… Όμως τ’ αφήσαμε γι’ αύριο… Για να πάμε πού; Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά στο θάνατο, και μεις, αντί να κλαίμε το δειλινό γιατί χάθηκε άλλη μια μέρα απ’ τη ζωή μας, χαιρόμαστε. Ξέρεις γιατί; Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Χρόνης Μίσσιος: Ένας ωραίος αντιεξουσιαστής – «Η ζωή είναι δώρο με ημερομηνία λήξης», News 247, διαθέσιμο εδώ
- Χρόνης Μίσσιος, Chronis Missios WordPress, διαθέσιμο εδώ
- Χρόνης Μίσσιος, Σαν Σήμερα, διαθέσιμο εδώ
- Χρόνης Μίσσιος, Βικιπαίδεια, διαθέσιμο εδώ
- Συνέντευξη του Χρόνη Μίσσιου στη ΝΕΤ στις 16 Μαΐου 2010, ΕΡΤ Αρχείο, διαθέσιμο εδώ
- Χρόνης Μίσσιος, «Xαμογέλα ρε…τι σου ζητάνε;», εκδόσεις Γράμματα, Αθήνα, 1988