Του Μιχάλη Σταματόπουλου,
Στο East End του Λονδίνου διαδραματίζεται ένα παιχνίδι brag, ο νικητής του οποίου θα λάβει ένα πολύ μεγάλο χρηματικό ποσό. Σε αυτό το παιχνίδι συμμετέχει ο Eddie, ο οποίος θεωρεί τον εαυτό του ως έναν χαρισματικό τζογαδόρο. Η υπόλοιπη παρέα του απαρτίζεται από τον Tom, τον Soap και τον Bacon. Οι τέσσερεις αυτοί τύποι είναι πολύ καλοί φίλοι και τους συνδέει το γεγονός ότι ζουν από παράνομες δραστηριότητες και το να πίνουν ακατάπαυστα στις τοπικές παμπ. Οι τρεις φίλοι αποφασίζουν να δανείσουν στον Eddie 100.000 λίρες, για να μπορέσει να συμμετάσχει στο συγκεκριμένο «τραπέζι» του brag. Ο βασικός αντίπαλος είναι ένας εγκληματίας και «νονός» του υπόκοσμου με το όνομα “Hatchet” Harry .To παιχνίδι είναι «στημένο» και ο Eddie καταλήγει να χρωστάει μισό εκατομμύριο λίρες, τις οποίες θα πρέπει να ξεπληρώσει σε μία εβδoμάδα.
Την ίδια στιγμή, o “Hatchet” Harry θέλει να αποκτήσει δύο σπάνιες δίκαννες καραμπίνες, που αξίζουν πολλά λεφτά και αναθέτει σε δύο διαρρήκτες να του φέρουν τις δύο μεγάλης αξίας καραμπίνες, όμως η ληστεία δεν έχει αίσια έκβαση και τα όπλα καταλήγουν κάπου αλλού. Την ίδια στιγμή, η παρέα με τους τέσσερεις ξοφλημένους πλέον απατεώνες, αποφασίζει να ληστέψει ένα διαμέρισμα, το οποίο ανήκει σε μερικά βαποράκια της περιοχής. Μέσα σε αυτό, υπάρχουν μεγάλες ποσότητες κάνναβης αλλά και χρήματα, τα οποία θα τους χρησιμεύσουν, ώστε να ξεπληρώσουν τον Harry και να μην αρχίσουν να «χάνουν» τα δάχτυλά τους ή το μπαρ του πατέρα του Eddie να καταλήξει «καλοκαιρινό». Η ομάδα αποφασίζει να οπλιστεί και τρέχει σε επαφή με έναν κλεπταποδόχο με όνομα Nick “the Greek”, από τον οποίο αγοράζουν δύο αρκετά παλαιές δίκαννες καραμπίνες…
Η ταινία αυτή αποτελεί την πρώτη σκηνοθετική προσπάθεια του γνωστού πλέον σκηνοθέτη Guy Ritchie και μας παρουσιάζει απευθείας τον υπόκοσμο και την underground πλευρά Λονδίνου στα τέλη των ’90s. To φιλμ αυτό δεν έχει καμία σχέση με τις κλασικές αμερικανικές ταινίες που παρουσιάζουν γκάνγκστερ ως «πιστολέρο» με καλοραμμένα κοστούμια, ακριβά αυτοκίνητα, πολυτελή και επικίνδυνη ζωή. Τόσο οι πρωταγωνιστές της ταινίας όσο και οι υπόλοιποι χαρακτήρες, περισσότερο θυμίζουν cult περιθωριακούς απατεωνίσκους που σου προκαλούν γέλιο παρά εγκληματίες που εμπνέουν φόβο ή σεβασμό. Στο γεγονός αυτό παίζει ρόλο και το κλασικό αγγλικό χιούμορ, αλλά και η μουσική επένδυση του φιλμ, που περιλαμβάνει τραγούδια reggae μουσικής, των Stooges, του James Brown και με το κλασικό ελληνικό συρτάκι να φιγουράρει σε σκηνές με ένταση και πυροβολισμούς.
Επίσης, οι ερμηνείες των ηθοποιών, σε γενικές γραμμές, ήταν αρκετά καλές, την πρωτιά όμως κλέβει o Η. P. Moriarty, που υποδύεται τον “Hatchet” Harry και ο ηθοποιός Vinnie Jones, που ενσαρκώνει τον σκληρό «μπράβο» Big Chris. Μια σημαντική πτυχή, ακόμα, είναι πως η ταινία αποτελεί το ξεκίνημα της καριέρας του Jason Statham, ενώ στην ταινία έχει αναλάβει έναν μικρό ρόλο ο τραγουδιστής Sting.
Tέλος, η ταινία αυτή δεν αποτελεί έναν κινηματογραφικό θρίαμβο που εξυμνεί τους γκάνγκστερ, αλλά μία αρκετά ενδιαφέρουσα κωμωδία με αρκετά καλό σενάριο και πλοκή. Ειδικά για εκείνα τα Σάββατα που δεν υπάρχουν αρκετά χρήματα ή όρεξη για νυχτερινές εξορμήσεις, η ταινία αυτή θα αποτελέσει ένα ιδανικό κλείσιμο του σαββατόβραδου μαζί με λίγους καλούς φίλους και μερικές κρύες μπίρες!
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Lock, Stock and Two Smoking Barrels (1998), IMDb.com, διαθέσιμο εδώ.