Της Στέλλας Τσιαντά,
Ως γνωστόν, η καταβολή του μισθού βαρύνεται με μία βιοποριστική λειτουργία έντονης σημασίας για τον εργαζόμενο. Η μη εμπρόθεσμη καταβολή των αποδοχών από τον εργοδότη βαρύνεται ως αδίκημα στον Αναγκαστικό Νόμο 690/1945 και στο άρθρο 28 του ν. 3996/2011. Σύμφωνα με τον ΑΝ 690/1945 «Κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολουμένους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας… Στις παραπάνω υποθέσεις, οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής για την υποστήριξη της κατηγορίας, ανεξάρτητα αν έχουν υποστεί περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη. Έγγραφη προδικασία δεν απαιτείται».
Ωστόσο, η νομολογία δεν αναγνωρίζει την παράλειψη αυτή του εργοδότη ως αδικοπραξία. Σύμφωνα με την Απόφαση 1035/2017 του Αρείου Πάγου, οι διατάξεις του άρθρου Α.Ν. 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 2336/1995, επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις κατά των εργοδοτών, διευθυντών, εκπροσώπων επιχειρήσεων κ.λ.π. όταν εκείνοι δεν καταβάλλουν εμπρόθεσμα τις οφειλόμενες στους εργαζομένους, συνεπεία της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας, πάσης φύσεως αποδοχές. Με τις διατάξεις αυτές, θεσπίζεται ποινικό αδίκημα μόνο για την καθυστέρηση καταβολής των οφειλόμενων από τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας αποδοχών, προκειμένου να διασφαλισθεί η έγκαιρη καταβολή αυτών στους δικαιούχους και δεν δημιουργείται πρωτογενής αξίωση των εργαζομένων για πληρωμή των αποδοχών τους. Συνεπώς, η παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων μπορεί να θεμελιώσει αξίωση του εργαζομένου προς αποζημίωση, κατά τα άρθρα 914, 927 και 298 ΑΚ, μόνο όμως για τη ζημία που υπέστη από το άνω αδίκημα, δηλαδή από την υπαίτια καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών του και όχι για την πληρωμή των ίδιων των αποδοχών, έστω και αν ζητούνται ως αποζημίωση, αφού μόνη η παράλειψη του εργοδότη να καταβάλει εμπρόθεσμα τις αποδοχές δεν συνεπάγεται την απώλεια αυτών, ώστε να προκαλείται στον εργαζόμενο ισόποση με τις αποδοχές του ζημία, που να έχει ως αιτία το θεσπιζόμενο με τις διατάξεις του ΑΝ 690/1945 αδίκημα και, συνεπώς, ο εργαζόμενος δεν δύναται να διεκδικήσει από την καθυστέρηση αυτή χρηματική ικανοποίηση για προκληθείσα εξ αυτής ηθική βλάβη.
Επομένως, παρόλο που συνιστά αδίκημα κατά τους προαναφερόμενους νόμους και υφίσταται τις ανάλογες ποινικές κυρώσεις, δεν τις θεωρεί ανορθωτές κατά τα άρθρα 914, 297-298 ΑΚ, εκ των οποίων δεν δύναται σχετική αξίωση αποζημίωσης. Έτσι, δυσχεραίνει την δυνατότητα παράστασης πολιτικής αγωγής για το συγκεκριμένο αδίκημα.
Η νομολογία δεχόταν την νομιμότητα της παράστασης πολιτικής αγωγής για αποζημίωση ηθικής βλάβης μισθωτού σε βάρος του εργοδότη του, στην περίπτωση μη καταβολής αποδοχών του βάσει του νόμου ΑΝ 690/1945. Ωστόσο, φαίνεται να αποστασιοποιείται από την ποινική αυτή προστασία του μισθού. Σχετική απόφαση που αποδεικνύει αυτό το γεγονός αποτελεί η Απόφαση 1842/2008 ΑΠ, η οποία επί κατηγορίας για παραβίαση του ν. 690/1945, ορίζει ότι ο εργαζόμενος δεν δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων αξιώνοντας χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Επιπροσθέτως, για την αποφυγή περαιτέρω δυσχερειών, τάσσεται υπέρ της κατάργησης των αστικών αξιώσεων στο ποινικό δικαστήριο, με σκοπό η πολιτική αγωγή να λάβει αμιγώς ποινικό χαρακτήρα (δηλαδή μόνο για την υποστήριξη της κατηγορίας).
Όσον αφορά τα ενεργητικώς νομιμοποιούμενα πρόσωπα, κατά το άρθρο 63 ΚΠΔ, δηλαδή για τα πρόσωπα εκείνα τα οποία νομιμοποιούνται προς άσκηση πολιτικής αγωγής στο ποινικό δικαστήριο σύμφωνα με τους δικαιούχους του αστικού κώδικα, κανείς άλλος –πέρα από τον εργαζόμενο που είναι ο αμέσως ζημιωθείς από το αδίκημα– δεν δύναται να ασκήσει πολιτική αγωγή και να παραστεί στη δίκη ως πολιτικός ενάγων. Επιφύλαξη σ’ αυτή τη τοποθέτηση, αποτελεί η συνδικαλιστική οργάνωση στην οποία ο εργαζόμενος μπορεί να αποτελεί μέλος. Η συνδικαλιστική οργάνωση, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1, στα πλαίσια του σκοπού της, δηλαδή προς διαφύλαξη και προάσπιση των εργασιακών και οικονομικών συμφερόντων των εργαζομένων, έχει δικαίωμα να καταγγέλλει και να εγκαλεί στις διοικητικές και δικαστικές αρχές τις παραβιάσεις αυτές της εργατικής νομοθεσίας. Εδώ, ο όρος έγκληση χρησιμοποιείται εσφαλμένα από το νόμο, καθώς το δικαίωμα έγκλησης ανήκει αποκλειστικά στον άμεσα παθόντα από την αξιόποινη πράξη σύμφωνα με τον ΠΚ 118 παρ. 1.
Πάντως, στον ΑΝ 640/1945 παρ. 1 χρησιμοποιείται ορθά ο όρος «μήνυση». Συμπερασματικά, εκτός αν η συνδικαλιστική οργάνωση επικαλεστεί δική της ηθική βλάβη, δεν είναι η άμεσα παθούσα από την παράλειψη του εργοδότη να καταβάλει τις αποδοχές, και γι’ αυτό τον λόγο δεν της επιτρέπεται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγουσα στην ποινική δίκη, εκτός αν μια νέα διάταξη το επιτρέψει, γεγονός απαραίτητο εφόσον δικαίωμα έγκλησης χωρίς να μνημονεύεται ειδική διάταξη δεν επιτρέπεται. Είναι, επιπροσθέτως, σημαντικό να αναφέρουμε ότι, λόγω του αμιγούς ποινικού χαρακτήρα της παράβασης, είναι απαραίτητο να αρνηθούμε το δικαίωμα πολιτικής αγωγής και στους κληρονόμους του εργαζομένου, έστω κι αν αυτοί νομιμοποιούνται να αξιώσουν τις οφειλόμενες αποδοχές στο πολιτικό δικαστήριο.
Αντίστοιχα, όσον αφορά την παθητική νομιμοποίηση, σύμφωνα με το άρθρο 64 του ΚΠΔ, πολιτική αγωγή ασκείται εναντίον του κατηγορουμένου, δηλαδή του προσώπου εκείνου που έχει την υποχρέωση καταβολής των αποδοχών, είτε πρόκειται για τον εργοδότη είτε για κάποιο άλλο πρόσωπο που αναφέρεται στο νόμο. Σύμφωνα με τη νομολογία, η ανταπαίτηση του εργοδότη για ζημίες που από δόλο του προκάλεσε ο εργαζόμενος, δεν μπορεί να προταθεί στο ποινικό δικαστήριο με τη μορφή ένστασης συμψηφισμού. Η κρίση αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι ο εργαζόμενος παρίσταται ως πολιτικός ενάγων επιδιώκοντας αποζημίωση για την ηθική βλάβη που έχει υποστεί. Βεβαίως, κάτι τέτοιο προϋποθέτει τον αδικοπρακτικό χαρακτήρα της καθυστέρησης καταβολής των οφειλόμενων αποδοχών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Σιδέρης Δ. Η ποινική προστασία του μισθού, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018
- Σιδέρης Δ. Η πολιτική αγωγή στο έγκλημα της μη εμπρόθεσμης καταβολής αποδοχών στον εργαζόμενο, ΣΥΝήΓΟΡΟΣ, τεύχος 130, 2018