Της Δήμητρας Χασάπη,
Ζούμε αναμφίβολα σε μία κοινωνία, που η ένωση ενός άνδρα και μίας γυναίκας με τα δεσμά του γάμου αποτελεί θεσμό, απόλυτα συνυφασμένο με την ελληνική αντίληψη και ιδεολογία. Ο γάμος, όμως, πέρα από παράδοση, είναι, σήμερα, και νομική έννοια με πολύ σημαντικές συνέπειες στην κοινή ζωή του ζευγαριού. Γνωστότερες, ως τώρα, μορφές γαμικής ένωσης ήταν ο θρησκευτικός και ο πολιτικός γάμος, ενώ τα τελευταία μόλις χρόνια θεσμοθετήθηκε με τον νόμο 4356/2015 και σταδιακά επιλέγεται από τα ζευγάρια και το λεγόμενο σύμφωνο συμβίωσης.
Καθώς θεωρούμε γνωστές ως τώρα τις έννοιες του θρησκευτικού και πολιτικού γάμου, θα αναφέρουμε ενδεικτικά για το σύμφωνο, ότι πρόκειται για συμφωνία μεταξύ δύο συντρόφων, που τους εξομοιώνει ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις με παντρεμένο ζευγάρι, έχει ίδιο νομικό αποτέλεσμα με τις γνωστές μορφές γάμου και οι διαφορές τους έγκεινται σε επίπεδο λεπτομερειών και όχι σε θέματα πυρήνα. Σε αυτές ακριβώς τις λεπτομέρειες θα σταθούμε σήμερα, για να διακρίνουμε τελικά αν και το σύμφωνο συμβίωσης είναι γάμος.
Ξεκινώντας τη σύγκριση των δύο εννοιών, εντοπίζουμε κιόλας την πρώτη διαφορά τους σχετικά με τον τρόπο που συνάπτονται. Όσον αφορά στις κλασσικές μορφές γάμου, λοιπόν, ο θρησκευτικός συνάπτεται με ιερολόγηση από ιερέα, ενώ ο πολιτικός με προφορική δήλωση στον δήμαρχο και παράσταση δύο μαρτύρων. Και οι δύο αυτές μορφές απαιτούν πολλά δικαιολογητικά για την έκδοση αδειών σύναψής τους, ενώ, επιπλέον, η διαδικασία είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα και κοστοβόρα. Στον αντίποδα, η σύναψη ενός συμφώνου συμβίωσης γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν.4356/2015 αυτοπροσώπως με συμβολαιογραφικό έγγραφο, ενώπιον δικηγόρου και συμβολαιογράφου και στη συνέχεια με κατάθεση στο ληξιαρχείο του τόπου κατοικίας του ζευγαριού. Στην περίπτωση αυτή, τα δικαιολογητικά είναι πολύ λιγότερα, ενώ υπάρχει οικονομία ως προς τον χρόνο και το χρήμα, που δαπανώνται.
Αντίστοιχη ευκολία παρουσιάζει το σύμφωνο συμβίωσης σε αντίθεση με τον γάμο, όχι μόνο ως προς την σύσταση, αλλά και τη λύση του. Το σύμφωνο, εν αντιθέσει με τον γάμο, δεν απαιτεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση για να λυθεί, αλλά λύεται σύμφωνα με το άρθρο 7 του ν.4356/2015 εξωδικαστικά, με απλή συμβολαιογραφική πράξη ή με μονομερή δήλωση, που επιδίδεται στο έτερο μέρος. Πλέον, βέβαια, εξωδικαστικά με συμβολαιογραφική πράξη λύεται και ο γάμος, εφόσον το διαζύγιο είναι συναινετικό. Αυτό σε κάθε περίπτωση διευκόλυνε κάπως τη διαδικασία και τη συρρίκνωσε χρονικά.
Συνεχίζοντας, παρατηρούμε ότι κρίσιμο για την ομοιότητα ή όχι μεταξύ γάμου και σύμφωνου συμβίωσης είναι και το ζήτημα του ανάμεσα σε ποιους συνάπτεται. Πράγματι, σε αντίθεση με τον γάμο, που απαραίτητη προϋπόθεση σύναψής του είναι η διαφορά φύλου μεταξύ των μελλονύμφων, παρατηρούμε στο σύμφωνο συμβίωσης να είναι αδιάφορο αν τα ζευγάρια είναι ομόφυλα ή ετερόφυλα, γεγονός που διευρύνει το φάσμα των κοινωνών, στους οποίους απευθύνεται και εξυπηρετεί μεγαλύτερη μερίδα πολιτών, χωρίς να τους αποκλείει.
Ακόμα ένα ζήτημα, που προκύπτει εξετάζοντας τις δύο μορφές γαμικής ένωσης, είναι το ζήτημα του επωνύμου, τόσο των συζύγων μεταξύ τους όσο και των τέκνων τους. Το ζήτημα αυτό ρυθμίζεται στα άρθρα 4 και 10 του νόμου 4356/2015 αντίστοιχα. Σύμφωνα με αυτά, οι παντρεμένοι με πολιτικό ή θρησκευτικό γάμο, έχουν την δυνατότητα να προσθέσουν ληξιαρχικά το επώνυμο του άλλου συζύγου στο επώνυμου τους, ενώ στα ζευγάρια που έχουν επιλέξει το σύμφωνο συμβίωσης δεν παρέχεται νομικά αυτή η δυνατότητα, αλλά μόνο κοινωνικά και κατά συνέπεια άτυπα. Αντίστοιχα, στο ζήτημα των τέκνων, τα γεννημένα μέσα στο πλαίσιο του «παραδοσιακού» γάμου, αποκτούν αυτοδικαίως το επώνυμο του πατέρα τους, εκτός αν οι γονείς αποφασίσουν διαφορετικά. Δεν συμβαίνει το ίδιο, όμως, και με τα παιδιά, που είναι γεννημένα στο πλαίσιο του συμφώνου συμβίωσης, όπου αποκτούν το επώνυμο της επιλογής των γονέων τους με έγγραφη, αμετάκλητη δήλωση τους, που περιλαμβάνεται και ενσωματώνεται στο σύμφωνο.
Τέλος, ζητήματα όπως η υιοθεσία παιδιών, καθώς και κληρονομικά ή και φορολογικά δικαιώματα των συζύγων, ρυθμίζονται κατά αναλογία προς τον θεσμό του γάμου ή προβλέπονται αυτούσια στον νόμο. Έτσι, το επιτρεπτό που ισχύει για την υιοθεσία παιδιών στον γάμο, δεν ορίζεται απόλυτα και ρητά στον νόμο για το σύμφωνο συμβίωσης αλλά κατά την πρακτική γίνεται επίκληση της αναλογίας των ρυθμίσεων των διατάξεων 1542-1586 ΑΚ για τις σχέσεις συζύγων, όπου και γίνεται αποδεκτή η υιοθεσία και από ζευγάρια που ζουν μαζί υπό το πλαίσιο του συμφώνου. Επιπλέον, όμως, ως προς τα κληρονομικά δικαιώματα μεταξύ των συζύγων από σύμφωνο, το άρθρο 8 του ν.4356/2015 τους εξομοιώνει πλήρως ως προς αυτά με τους συζύγους, που έχουν προκύψει από γάμο. Από εκεί και πέρα, όμως, δεν τους υποχρεώνει να πραγματοποιούν κοινή φορολογική δήλωση, όπως συμβαίνει στον παραδοσιακό γάμο, παρά είναι στην δική τους ευχέρεια τι θα επιλέξουν.
Παρατηρείται, λοιπόν, μία αυξημένη ευελιξία του συμφώνου συμβίωσης σε σχέση με τον γάμο, καθώς τα άτομα έχουν μεγαλύτερη άνεση να ρυθμίσουν με όποιο τρόπο θέλουν θέματα διατροφής, συμβίωσης και περιουσιακές σχέσεις, ενώ ταυτόχρονα λύεται ευκολότερα χωρίς δικαστικές διαμάχες, χωρίς όμως συνολικά να απομακρύνεται ουσιωδώς από τον θεσμό του γάμου. Γίνεται, έτσι, φανερό πως το σύμφωνο συμβίωσης δεν λειτουργεί στο ελληνικό νομικό σύστημα ως αντικαταστάτης του γάμου, αφού το ζευγάρι εξακολουθεί να αναπτύσσει υποχρεώσεις και δικαιώματα απέναντι στον σύζυγό του, αλλά απλώς καλύπτει και θεσμικά τα κενά, που ανακύπτουν ως προς τα αντίστοιχα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις δύο ανθρώπων, που επιλέγουν να συμβιώνουν μεν αλλά χωρίς γάμο. Πρόκειται, δηλαδή, για έναν νεότευκτο θεσμό, που ομοιάζει με αυτόν του γάμου και χαρακτηρίζεται από διευκολύνσεις ταχύτητας, οικονομικές αλλά και φύλου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ