Της Αριάδνης – Παναγιώτας Φατσή,
Συχνά, στον δημόσιο διάλογο ακούγονται απόψεις υπέρ της επαναφοράς της θανατικής ποινής, ιδιαιτέρως όταν έχει συντελεστεί ένα ιδιαίτερα μεγάλης ηθικής απαξίας έγκλημα. Με την ελληνική κοινή γνώμη να έχει τον τελευταίο καιρό συγκλονιστεί από ειδεχθείς εγκληματικές πράξεις, επόμενο ήταν κάποιες από αυτές τις απόψεις να εκφράζονται και στη χώρα μας, παρόλο που η θανατική ποινή σε καιρό ειρήνης έχει καταργηθεί εδώ και αρκετά χρόνια. Πέρα, όμως, από την ένταση της στιγμής και το κοινό περί δικαίου αίσθημα, υπάρχουν ψύχραιμα και δόκιμα επιχειρήματα που θα μπορούσαν πραγματικά να στηρίξουν αυτή τη θέση; Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η θανατική ποινή είναι κάτι στο οποίο χρειάζεται να επανέλθουμε και τι, άραγε, θα σήμαινε αυτό για τον νομικό μας πολιτισμό;
Αυτό ακριβώς το κομβικό για τη λειτουργία της σωφρονιστικής πολιτικής ζήτημα πραγματεύεται το νέο δοκίμιο του Θανάση Διαμαντόπουλου, «Θανατική Ποινή ή Σωφρονιστική Πολιτική;», το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Παπαζήση. Ο συγγραφέας του δοκιμίου προσεγγίζει το ζήτημα υπό την ιδιότητά του ως πολιτικού επιστήμονα και προβαίνει σε μια ενδιαφέρουσα αναδρομή στις τάσεις και τα επιχειρήματα που έχουν κατά καιρούς σημειωθεί στην ελληνική κοινωνία σχετικά με τη θανατική ποινή. Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος έχει πραγματοποιήσει σπουδές Νομικών, Πολιτικών Επιστημών, Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικών και Ψυχολογίας, ενώ με υποτροφία ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Γαλλία και είναι Διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης του 1ου Πανεπιστημίου του Παρισιού. Ο ίδιος, Ομότιμος Καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, έχει εκδώσει τόσο λογοτεχνικά όσο και επιστημονικά έργα με μεγάλη απήχηση, ενώ επί χρόνια έχει συνεργαστεί ως πολιτικός αναλυτής και σχολιαστής με γνωστά έντυπα.
Το βιβλίο προλογίζει ο Ευάγγελος Βενιζέλος, γνωστός από την πολιτική του πορεία, καθώς έχει χρηματίσει ως Αντιπρόεδρος Κυβερνήσεων, Υπουργός και Πρόεδρος του ΠΑ.ΣΟ.Κ, αλλά και έγκριτος ακαδημαϊκός νομικής, δίνοντας μια δική του – αρνητική – απάντηση στο αν και κατά πόσο θα ήταν από νομοτεχνικής πλευράς δυνατόν να αναθεωρηθεί το άρθρο του Συντάγματος, στο οποίο έγκειται η απαγόρευση της θανατικής ποινής σε καιρό ειρήνης. Στο επίμετρο του βιβλίου, το περιεχόμενό του σχολιάζουν εν συντομία οι Ξενοφών Κοντιάδης, Κώστας Μποτόπουλος, Αθανάσιος Ράντος και Παύλος Τσίμας.
Στη συνέχεια, τη σκυτάλη παίρνει ο συγγραφέας του βιβλίου, ο οποίος προλογίζει τη μονογραφία του, αναφέροντας ότι προσεγγίζει το θέμα από την άποψη των πολιτικών που σχετίζονται με τη θανατική ποινή και τον σωφρονισμό και όχι από νομική άποψη. Κατόπιν, η πρώτη ενότητα μάς εισάγει σε μια θεώρηση των απόψεων και των τάσεων που κυριαρχούν στην ελληνική κοινωνία. Με αφόρμηση το έγκλημα στα Γλυκά Νερά, οι παρατηρήσεις του συγγραφέα, βάσει και αναρτήσεων στο Διαδίκτυο, δείχνουν ότι υπάρχουν συμπολίτες μας, οι οποίοι όχι μόνο θεωρούν τη θανατική ποινή μόνη απάντηση σε τέτοιου είδους δράστες, αλλά και εκφράζουν τη λύπη τους για την κατάργηση της εσχάτης των ποινών στη χώρα μας, ενώ – σε πιο ακραία στάδια – δηλώνουν απεριφράστως τον θυμό τους εναντίον των εγκληματιών, χωρίς να διστάζουν να αναφέρουν ότι θα πρωτοστατούσαν και οι ίδιοι ως «τιμωροί» στην εκτέλεση μιας τέτοιας ποινής. Ο συγγραφέας διακρίνει ότι τα κύρια επιχειρήματα υπέρ της θανατικής ποινής είναι δύο: η ανταποδοτική της διάσταση και η διάσταση της γενικής πρόληψης (αποτροπής).
Παρά το γεγονός ότι ο Διαμαντόπουλος δηλώνει κατά της θανατικής ποινής, αξιοσημείωτο είναι ότι στην επόμενη ενότητα του δοκιμίου του αναφέρεται με κάθε σοβαρότητα και επιστημονικότητα στα επιχειρήματα της αντίθετης άποψης. Μια από τις βασικές ενστάσεις του είναι αυτή που αφορά την πιθανότητα ανθρώπινου λάθους, η οποία τόσο απασχόλησε την ελληνική κοινή γνώμη στην υπόθεση του Αριστείδη Παγκρατίδη. Πραγματικά, ακόμη και οι κρίνοντες δικαστές, με όλη τους την εξειδίκευση, είναι πιθανόν να κάνουν λάθος, το οποίο καθίσταται ανεπανόρθωτο, αν στο μεταξύ έχει επιβληθεί η εσχάτη των ποινών σε έναν αθώο.
Στη συνέχεια, αν δεχθούμε ότι κάποια εγκλήματα είναι τόσο μη ανεκτά, ώστε να μπορούν να επισύρουν αυτήν την ποινή, πού, άραγε, μπορεί να μπει το αναγκαίο όριο; Ο συγγραφέας παραθέτει μια σειρά παραδειγμάτων, στα οποία κάθε φορά κρίνεται μια ανθρωποκτονία από πρόθεση, αλλά οι υπόλοιπες συνθήκες είναι εντελώς διαφορετικές. Τούτο εύλογα προβληματίζει τον αναγνώστη – ποιος, τελικά, θα κρίνει αν στο δράστη αξίζει να αφαιρεθεί η ζωή και μήπως υπάρχουν ανέλεγκτοι τυχαίοι παράγοντες σε αυτή τη διαδικασία;
Η αντιπρόταση του συγγραφέα έγκειται στη βελτίωση των σωφρονιστικών πολιτικών. Χωρίς να συντάσσεται με ακραίες απόψεις, ο Διαμαντόπουλος προτείνει τροποποιήσεις που θα μπορούσαν να έχουν στην πραγματικότητα αποτρεπτικό αποτέλεσμα, τόσο αναφορικά με την έκτιση των ποινών, όσο και με τα δικαιώματα των κρατουμένων (π.χ. άδειες), για τα οποία συχνά γίνεται λόγος με αφορμή την επικαιρότητα. Στην ενότητα αυτή, προτείνονται μέτρα, όπως η πιο ορθολογική διαβάθμιση των αδειών και των πλαισίων έκτισης ποινής αναλογικά με την επικινδυνότητα του εκάστοτε εγκληματία, αλλά και πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν να μειώσουν τον υπερπληθυσμό των φυλακών, ώστε να καταπολεμηθεί το φαινόμενο ορισμένες μέτριας σοβαρότητας παραβάσεις να παραμένουν ουσιαστικά ατιμώρητες, με αναβεβλημένες ποινές.
Το έργο αυτό δίνει στον αναγνώστη μια ιδιαίτερα παραστατική εικόνα των απόψεων της κοινής γνώμης, των επιχειρημάτων υπέρ και κατά της επαναφοράς της θανατικής ποινής, αλλά και των προτάσεων σωφρονιστικής πολιτικής, που, κατά τον συγγραφέα, θα είχαν αποτρεπτικό χαρακτήρα. Κλείνοντας αυτό το άρθρο, δε μπορώ παρά να αναφερθώ στον τρόπο με τον οποίο τελειώνει το ίδιο το δοκίμιο, προτρέποντας τον αναγνώστη να μην παγιδεύεται σε μια πρωτόγονη ανταποδοτική λογική, αλλά να έχει πίστη στον νομικό πολιτισμό μας, που πλέον δε μπορεί να ανεχθεί την εσχάτη των ποινών.