Του Δημήτρη Βασιλειάδη,
Άνοιξη 1915. Έχουν περάσει μόλις λίγοι μήνες από την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ήδη ο αρχικός ενθουσιασμός των στρατιωτικών δυνάμεων έχει χαθεί. Μετά τη λήξη των δύο πρώτων μεγάλων μαχών, του ποταμού Marne στο δυτικό μέτωπο και του Tannenberg στο ανατολικό μέτωπο, οι θέσεις των πολυπληθών στρατιωτικών δυνάμεων σταθεροποιήθηκαν μέσα σε εκτεταμένα χαρακώματα. Βρισκόμενο αντιμέτωπο με εχθρικές δυνάμεις σε Δύση και Ανατολή, το γερμανικό επιτελείο αποφάσισε να στρέψει την προσοχή του στην αντιμετώπιση των ρωσικών δυνάμεων. Η χιλιομετρική έκταση του ανατολικού μετώπου ήταν τέτοια που επέτρεπε στα γερμανικά στρατεύματα τη διενέργεια επιθετικών ελιγμών, σημαντικό στοιχείο της στρατηγικής που ακολουθούσε η Γερμανική Αυτοκρατορία.
Στην άνωθεν προσπάθεια επικράτησης των γερμανικών δυνάμεων έναντι της Ρωσίας εντάσσεται και η είσοδος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο «Μεγάλο Πόλεμο», τον Οκτώβριο του 1914, στο πλευρό των «Κεντρικών Δυνάμεων» (Γερμανική Αυτοκρατορία και Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία). Η εικοσαετής στενή συνεργασία που είχε αναπτύξει με τη Γερμανική Αυτοκρατορία και η κατοχή των στενών των Δαρδανελίων, θέση στρατηγικής σημασίας, υπήρξαν βασικοί λόγοι που μετέτρεψαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε πολύτιμο σύμμαχο των Γερμανών.
Η εξέλιξη αυτή δημιούργησε προβλήματα στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Τα στενά του Ελλησπόντου μετατράπηκαν σε εχθρική περιοχή για τις δυνάμεις της Entente, με αποτέλεσμα η αποστολή εφοδίων, στο δοκιμαζόμενο ρωσικό στρατό, με προορισμό τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας να καθίσταται αδύνατη. Η αντίδραση των συμμάχων της Ρωσίας απέναντι στη διαμορφωθείσα κατάσταση κρίθηκε επιβεβλημένη. Το κύριο βάρος έπεφτε στις πλάτες της Μεγάλης Βρετανίας, καθώς η Γαλλία ήταν απασχολημένη κυρίως με την αντιμετώπιση των γερμανικών στρατευμάτων στο δυτικό μέτωπο.
Έτσι, λοιπόν, ο πρώτος Λόρδος του Ναυαρχείου, Winston Churchill, και ο Αρχιστράτηγος, Λόρδος Hebert Kitchener, κλήθηκαν να εκπονήσουν ένα σχέδιο για την αποκατάσταση των εμπορικών επικοινωνιών με τη Ρωσική Αυτοκρατορία. Οι δύο Βρετανοί θεώρησαν επιτεύξιμη την κατάληψη των Δαρδανελίων κι έπειτα της οθωμανικής πρωτεύουσας, της Κωνσταντινούπολης. Στο σχέδιο αυτό, κομβικός κρίνονταν ο ρόλος του περίφημου Βρετανικού Ναυτικού. Η αισιοδοξία των δύο ανδρών για την ευτυχή κατάληξη της επιχείρησης βασιζόταν σε μια ανάλογη επίθεση που είχε διαδραματιστεί το 1807.
Αυτό, όμως, που οι Churchill και Kitchener δεν λάμβαναν υπόψιν τους, ήταν το γεγονός ότι πλέον οι Οθωμανοί απολάμβαναν της γερμανικής βοήθειας και τεχνογνωσίας. Γνωρίζοντας και οι ίδιοι τη στρατηγική σημασία της περιοχής, φρόντισαν να οχυρωθεί κατάλληλα, ώστε σε περίπτωση εισβολής τόσο ο εχθρικός στόλος όσο και τα αντίπαλα στρατεύματα να βρεθούν εντός ενός καταιγισμού πυρών. Επιπλέον, το αρχικό τους σχέδιο προέβλεπε και τη συνδρομή του Ελληνικού Στρατού, ωστόσο η άρνηση της Ρωσίας και η πολιτική κρίση που επικρατούσε στο ελληνικό κράτος κατέστησαν αδύνατη τη συμμετοχή του τελευταίου, με αποτέλεσμα την ανάγκη εφαρμογής εναλλακτικών πλάνων.
Ο συμμαχικός στόλος, αποτελούμενος από βρετανικά και γαλλικά πλοία, συγκεντρώθηκε στη Λήμνο τον Φεβρουάριο του 1915, προκειμένου να πλεύσει προς τα στενά του Ελλησπόντου. Ακολούθησαν δύο ναυτικές επιθέσεις, με την πρώτη να συντελείται τον Φεβρουάριο και τη δεύτερη τον Μάρτιο. Στόχος ήταν η καταστροφή όσων περισσότερων οχυρών θέσεων ήταν δυνατόν, ώστε να διευκολυνθεί το έργο των χερσαίων δυνάμεων. Το σύνολο των επιθέσεων αποκρούστηκε από τις οθωμανικές δυνάμεις, οι οποίες, ωστόσο, είχαν εξαντληθεί. Οι δύο ναυτικές επιχειρήσεις μπορούν να χαρακτηριστούν από την ατολμία του επικεφαλής των ναυτικών δυνάμεων, Sir John Michael de Robeck, ο οποίος επιζητούσε την ελαχιστοποίηση των απωλειών. Η επιθυμία, όμως, του Βρετανού ναυάρχου είχε ως αποτέλεσμα την αποτυχία των επιχειρήσεων και την απώλεια 6 θωρηκτών και 2.000 ανδρών.
Μετά την άνωθεν αποτυχία, οι συμμαχικές δυνάμεις αποφάσισαν να προχωρήσουν στην εμπλοκή των χερσαίων δυνάμεων: 500.000 περίπου στρατιώτες, Βρετανοί, Γάλλοι, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί είχαν σταλεί για την επιτυχή κατάληψη των Δαρδανελίων. Η απόβαση σημειώθηκε στις 23 Απριλίου, με τα συμμαχικά στρατεύματα να αποβιβάζονται σε πέντε διαφορετικά σημεία, αξιοποιώντας μια δύναμη 30.000 ανδρών. Οι οθωμανικές δυνάμεις, παρά το γεγονός ότι ήταν εξουθενωμένες από τις προηγούμενες επιθετικές ενέργειες, δεν αιφνιδιάστηκαν. Αντιθέτως, περίμεναν τους αντιπάλους τους σε οχυρές θέσεις, οι οποίες είχαν κατασκευαστεί με τη συνδρομή της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Στόχος τους ήταν η αξιοποίηση της γερμανικής τεχνογνωσίας, προκειμένου να προβάλλουν την καλύτερη δυνατή άμυνα.
Αρχικά, οι δυνάμεις της Entente κατόρθωσαν να κερδίσουν μόνο μερικές εκατοντάδες μέτρα εδάφους, ώστε να δημιουργήσουν τα απαραίτητα προγεφυρώματα. Έπειτα, προσπάθησαν να προωθηθούν προς την ενδοχώρα, με τους Οθωμανούς να υπερτερούν στην πρώτη χερσαία σύγκρουση της εκστρατείας, στη Μάχη της Κριθίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, να απολέσουν την επιθετική τους ενέργεια, οδηγώντας το μέτωπο σε σταθερότητα και τους Βρετανούς σε προβληματισμό.
Παρά το γεγονός ότι η πρόοδος των επιχειρήσεων δεν ήταν ικανοποιητική, το συμμαχικό στρατόπεδο επέλεξε να μην εγκαταλείψει το εξεταζόμενο εγχείρημα. Αντιθέτως, τους επόμενους μήνες ακολούθησε τακτική παρόμοια με τα υπόλοιπα μέτωπα του πολέμου. Συγκεκριμένα, προχώρησε στη δημιουργία χαρακωμάτων. Την ίδια στιγμή, οι Οθωμανοί ενίσχυαν το στρατιωτικό δυναμικό της περιοχής, θωρακίζοντας περισσότερο την αμυντική τους γραμμή.
Η επόμενη σημαντική επιθετική ενέργεια των συμμαχικών δυνάμεων εκδηλώθηκε στις αρχές Μαΐου. Ειδικότερα, προχωρώντας στην ενίσχυση των ήδη παρόντων στρατευμάτων, εξαπολύθηκε μία ακόμα επίθεση στην περιοχή της Κριθίας. Το αποτέλεσμα της μάχης ήταν, όμως, το ίδιο: τα συμμαχικά στρατεύματα προσέκρουσαν πάνω στην οθωμανική αντίσταση και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στις προηγούμενες θέσεις τους.
Το οθωμανικό επιτελείο, παρατηρώντας την αποτελεσματικότητά του στις μέχρι τότε συγκρούσεις, αποφάσισε να εκδηλώσει αντεπίθεση. Στόχος του θα ήταν το στρατιωτικό σώμα των Αυστραλών και Νεοζηλανδών, η δυναμική του οποίου προσέγγιζε τους 17.000 άνδρες. Η επιχείρηση αυτή χαρακτηρίστηκε από παταγώδη αποτυχία, με τους Οθωμανούς να έχουν 13.000 απώλειες και η συμμαχική επίθεση στην Καλλίπολη να κερδίζει παράταση ζωής.
Τις πρώτες μέρες του Ιουνίου σημειώθηκε η τρίτη και τελευταία μάχη της Κριθίας, με τα συμμαχικά στρατεύματα να ηττώνται για άλλη μια φορά, χάνοντας 6.500 άνδρες. Ωστόσο, στα τέλη του ίδιου μήνα, σημείωσαν ορισμένες επιτυχίες, οι οποίες τους εξασφάλισαν μικρά εδαφικά κέρδη. Οι Οθωμανοί επιχείρησαν να ανακαταλάβουν τα εδάφη αυτά, μέσω μιας επιχείρησης που εκδηλώθηκε την 1η Ιουλίου. Όμως, έπειτα από τέσσερις ημέρες υποχώρησαν, έχοντας υποστεί σημαντικές απώλειες.
Τον Αύγουστο του 1915, οι Βρετανοί αποφάσισαν να διευρύνουν το μέτωπο μέσω μιας γενικευμένης επίθεσης, στο πλαίσιο της οποίας θα σημειώνονταν και αποβατικές ενέργειες. Ωστόσο, καμία νέα σύγκρουση δεν έφερε κάποιο σημαντικό αποτέλεσμα και οι πιθανότητες επικράτησης στην εκστρατεία εκμηδενίστηκαν. Την ίδια στιγμή στη Μεγάλη Βρετανία, η δυσαρέσκεια του κόσμου ήταν έντονη, με τον Τύπο να ασκεί σφοδρή κριτική στις επιλογές της Βρετανικής Κυβέρνησης. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τις εξελίξεις του πολέμου, την ήττα της Σερβίας και την ένταξη της Βουλγαρίας στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, οδήγησε τη Βρετανία να προχωρήσει στην εκκένωση της περιοχής.
Η αποχώρηση των συμμαχικών στρατευμάτων ολοκληρώθηκε στις 8 Ιανουαρίου 1916. Ο πολιτικός αντίκτυπος στη Μεγάλη Βρετανία ήταν έντονος, καθώς η κυβέρνηση οδηγήθηκε σε παραίτηση. Ο Winston Churchill στιγματίστηκε από την απόφασή του να υποστηρίξει με θέρμη την εκστρατεία, η οποία θα τον «στοίχειωνε» μέχρι την ανάληψη της πρωθυπουργίας, το 1940.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Παπαδημητρίου, Θ. Κωνσταντίνος (2016), «Καλλίπολη 1915» Στρατιωτική Ιστορία- Σειρά Μεγάλες Μάχες, τεύχος 73ο, Αθήνα: Γνώμων Εκδοτική
- Travers, Tim (2001), “The Ottoman Crisis of May 1915 at Gallipoli” War in History, 8/1, California: Sage Publications, Ltd.