Της Θεοδώρας Αγγελοπούλου,
Ως είθισται, οι κοινοβουλευτικές επιτροπές διατελούν ένα νευραλγικό έργο κατά τη νομοθετική διαδικασία, καθώς, μέσω των Διαρκών και των Ειδικών Διαρκών Επιτροπών, οι προτάσεις, τα σχέδια νόμων, οι διεθνείς συμβάσεις, οι διεθνείς συνθήκες και τα παράγωγα του ενωσιακού δικαίου επεξεργάζονται κατ΄ αντικείμενο και κατατίθενται στο βουλευτικό σώμα. Παράλληλα, συστήνονται και επιτροπές μόνιμου χαρακτήρα, με την επονομασία «Ειδικές Μόνιμες Επιτροπές», οι οποίες απασχολούνται με ζητήματα του δημόσιου βίου που ενέχουν πολιτικό, κοινωνικό ή διοικητικό χαρακτήρα, αποδεικνύοντας ότι οι αντιπρόσωποι τόσο της πλειοψηφίας όσο και της μειοψηφίας του λαού, αναλαμβάνουν ενεργητικό ρόλο στην προσπάθεια επίλυσης των δημόσιων προβλημάτων και δεν περιορίζονται σε μία παθητική στάση που τους τοποθετεί απλά σε ένα έδρανο να καταθέτουν την ψήφο του «ναι, όχι ή παρών», αναλόγως την κομματική και ιδεολογική προέλευση του καθενός.
Η κατηγοριοποίηση των επιτροπών εξειδικεύεται διαρκώς, με κριτήριο τις ανακύπτουσες ανάγκες στην πολιτική και τις κοινωνικοοικονομικές συγκυρίες, οι οποίες έχουν την ανάγκη του θεσμικού υλισμού, ο οποίος πραγματώνεται, βάσει των νομιμοποιητικών δημοκρατικών απαιτήσεων εντός του Κοινοβουλίου. Ωστόσο, ο θεματικός χαρακτήρας των επιτροπών δεν ταυτίζεται πάντα με το συγκυριακό στοιχείο, καθώς υπάρχουν θέματα διαχρονικά και η προσπάθεια επίλυσής τους παραμένει αδιάκοπη ανεξαρτήτως ποιο κόμμα έχει αναλάβει τον κυβερνητικό θώκο. Την ανάγκη αυτής της διαχρονικότητας αναγνωρίζει και ο κοινοβουλευτισμός, μέσω του σχηματισμού επιτροπών που στοχεύουν στη διήθηση των ζητημάτων – τόσο επιστημονικά όσο και πολιτικά – με την κατάρτιση εκθέσεων, που παρουσιάζουν τα συμπεράσματά τους με έρεισμα τις προτάσεις των ειδημόνων, των πολιτών, της Κοινωνίας των Πολιτών και τη συνδιαλλαγή απόψεων των μελών της επιτροπής.
Στην προαναφερθείσα κατηγορία επαφίενται οι «Επιτροπές για εθνικά ή γενικότερου ενδιαφέροντος ζητήματα». Την τρέχουσα κοινοβουλευτική περίοδο, η μοναδική ενεργή στον τομέα αυτόν είναι η «Διακομματική Επιτροπή για την ανάπτυξη της Θράκης», η οποία συνεδρίασε τελευταία φορά την Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2021. Ο προβληματισμός που εγείρεται σε αυτό το σημείο αφορά στο γιατί η Βουλή έχει εντάξει σε μία τέτοια κατηγορία μία θεματική με καθαρά τοπικό πρόσημο, ιδίως από την στιγμή που βάσει του Συντάγματος το διοικητικό σύστημα της χώρας καθίσταται ως αποκεντρωτικό και οποιαδήποτε ζητήματα τοπικού ενδιαφέροντος εντάσσονται ως αρμοδιότητες στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Η απάντηση δίνεται από την ίδια ιδιαιτερότητα που ενέχει η Θράκη ως τόπος. Μπορεί διοικητικά να υπάγεται στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης, αλλά η ίδια της η γεωγραφική θέση και η πληθυσμιακή της σύσταση αμέσως τη μετατρέπει σε έναν καίριο πυλώνα των εθνικών συμφερόντων, όχι με την έννοια ότι βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση από τις υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδας, αλλά με το ότι οι γεωπολιτικές στοχεύσεις των καιρών την καθιστούν έρμαιο επιβουλεύσεων – λαμβάνοντας υπόψιν τις επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας και τον υβριδικό πόλεμο που έχει εξαπολύσει κατά το παρελθόν εναντίον της – και δημιουργούν την ανάγκη για περαιτέρω εθνική προστασία.
Ταυτοχρόνως, η ύπαρξη των θρησκευτικών μειονοτήτων στην εν λόγω περιοχή δημιουργεί ένα πολιτισμικό μωσαϊκό, το οποίο, παρόλο που έχει βρει τους δικούς του εξισορροπητικούς παράγοντες, στο επίπεδο της καθημερινότητας των ανθρώπων εξακολουθεί να έχει ανάγκη πολιτειακές παρεμβάσεις και ρυθμίσεις, οι οποίες θα εξαλείφουν τις διακρίσεις και θα προστατεύουν τον ελληνισμό από τυχόν αλλοιώσεις. Επιπροσθέτως, λόγω του ότι πρόκειται για το βορειότερο ακριτικό άκρο της χώρας, με ευμεγέθη φυσικό πλούτο στον πρωτογενή τομέα, χρήζει ενίσχυσης και υποστήριξης, ώστε να αποκτήσει μεγαλύτερη οικονομική αυτοτέλεια και να αντιστρέψει τη δημογραφική κρίση που επιδεινώνεται με το πέρασμα των χρόνων, ώστε να αντιστραφεί η εικόνα ερημοποίησης που παρουσιάζει. Η θωράκιση της Θράκης από ένα υπέρογκο τμήμα των χερσαίων ενόπλων δυνάμεων δείχνει σαφώς ότι πρόκειται για ένα «απόρθητο φρούριο», αλλά η ενεργητική παρουσία των πολιτών οι οποίοι επιλέγουν να συνδέσουν τη ζωή τους με αυτόν τον τόπο, συνιστά ακόμη μεγαλύτερη απόδειξη της υπεράσπισής του.
Αναλυτικότερα, όπως αναφέρεται και στον επίσημο ιστότοπό της, «Η Διακομματική Επιτροπή της Θράκης συστάθηκε με απόφαση της Βουλής των Ελλήνων στις 30 Ιουλίου 2020, κατόπιν της πρότασης του Πρωθυπουργού της Ελλάδας, Κυριάκου Μητσοτάκη, που κατατέθηκε στην Ολομέλεια της Βουλής των Ελλήνων στις 13 Ιουλίου 2020, και σύμφωνα με την ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής στις 21 Ιουλίου 2020». Θεμελιώδη σκοπό αποτελεί, στην εξάμηνη πρόβλεψη λειτουργίας των εργασιών της η ταυτοποίηση και αξιολόγηση των αναγκών και ιδιαιτεροτήτων της Θράκης, ώστε να κατατεθεί ένα πόρισμα στην Ολομέλεια «που θα περιλαμβάνει συγκεκριμένες πολιτικές προτάσεις προς την πολύ-επίπεδη ανάπτυξή της, τη δημιουργία θέσεων εργασίας, ενός ανταγωνιστικού οικονομικού, παραγωγικού και κοινωνικού μοντέλου, μέσω της αξιοποίησης της υψηλής ευρωπαϊκής χρηματοδότησης από το Ταμείο Ανάκαμψης που εξασφάλισε η Ελληνική Κυβέρνηση». Ο ρόλος τη επιτροπής έγκειται στο να επικεντρωθεί στη Θράκη ως το πιο ακριτικό χερσαίο σύνορο της Ελλάδας, όχι να τη διακρίνει από τη διοικητική περιφέρεια, στην οποία υπάγεται, ώστε να καταθέσει πολιτικές πρωτοβουλίες, τις οποίες θα επεξεργαστούν τα αρμόδια Υπουργεία και Αποκεντρωμένες Διοικήσεις και θα ενσωματωθούν, στη συνέχεια, στο συνολικό σχέδιο ανάπτυξης για την Περιφέρεια Αν. Μακεδονίας και Θράκης.
Η Διακομματική Επιτροπή απαριθμεί στο σύνολό της 23 μέλη με βουλευτές όλων των κομματικών παρατάξεων, ενώ στο προεδρείο της έχουν οριστεί ως Πρόεδρος η Ντόρα Μπακογιάννη από τη ΝΔ, ως Αντιπρόεδρος ο Γεώργιος Κατρούγκαλος από τον ΣΥΡΙΖΑ και ως Γενικός Γραμματέας ο Ανδρέας Λοβέρδος από το ΚΙΝΑΛ. Η παρούσα επιτροπή «διαδέχεται ιστορικά την «Κυβερνητική Επιτροπή Θράκης», που συστάθηκε το 1990, μετά από πρωτοβουλία του τότε Πρωθυπουργού Κωσταντίνου Μητσοτάκη και υπό την προεδρία της Βιργινία Τσουδερού, και φυσικά, τη μεταφορά αυτής της πρωτοβουλίας στην Ελληνική Βουλή λίγο αργότερα, ως «Διακομματική Κοινοβουλευτική Επιτροπή για την Μελέτη των Προβλημάτων Ακριτικών Περιοχών της Θράκης και των Νησιών του Ανατολικού Αιγαίου», αρχικά υπό την Προεδρία πάλι της Βιργινίας Τσουδερού, και κατόπιν, μετά τη μετάβασή της στη θέση της Υφυπουργού Εξωτερικών το 1991, υπό την Προεδρία του κ. Στέφανου Στεφανόπουλου». Η τότε επιτροπή είχε καταθέσει ένα σημαντικό πόρισμα στην Ολομέλεια της Βουλής στις 14 Φεβρουαρίου 1992, γνωστό ως «Πόρισμα Τσουδερού», το οποίο ανέπτυξε εκτενώς πολιτικές θεματικές προτάσεις για πληθώρα τομέων, συμπεριλαμβανομένων αυτών της πολιτιστικής ταυτότητας, αναπτυξιακού, οικονομικού, αμυντικού και θεσμικού χαρακτήρα, που διαφώτισαν καίρια ζητήματα της τότε επικαιρότητας που παραμένουν μέχρι και σήμερα.
Καταληκτικά, η διακομματικότητα της εν λόγω επιτροπής δείχνει εν τοις πράγμασι ότι η Θράκη δεν είναι απλά μία περιοχή που χρειάζεται απλώς περισσότερη προστασία, αλλά ότι η προστασία της είναι προς το ευρύτερο εθνικό συμφέρον και αφορά όλη την επικράτεια ανεξάρτητα από κάθε ιδεολογικό χρώμα. Μιλώντας με πολιτικούς όρους, η συναίνεση γύρω από αυτό το ζήτημα μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για την συνεννόηση και σε άλλους τομείς πολιτικής και την απόκτηση της δυνατότητας να επιτευχθεί σε μεγαλύτερη κλίμακα, καταρρίπτοντας δυνητικά το συγκρουσιακό στοιχείο του ελληνικού πολιτικού συστήματος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Πλατφόρμα Διαβούλευσης Διακομματικής Επιτροπής Ανάπτυξης Θράκης, Η επιτροπή, epitropithrakis.gov.gr, διαθέσιμο εδώ
- ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΕΣ ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ, Κατηγορίες, hellenicparliament.gr, διαθέσιμο εδώ