Του Θανάση Κουκόπουλου,
Βρισκόμαστε στον 12ο αιώνα, έναν αιώνα κοσμοπολιτισμού για τον μεσαιωνικό κόσμο. Οι πολιτισμικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των λαών της Ευρώπης και της Μεσογείου κορυφώνονται όσο ποτέ άλλοτε ίσως. Έργα Αράβων μεταφράζονται στη δυτική Ευρώπη, ισλαμικά αρχιτεκτονικά και καλλιτεχνικά στοιχεία παρεισφρέουν αθρόα και Βυζαντινοί ψηφοθέτες «οργώνουν» την ιταλική χερσόνησο. Αλλά και το Βυζάντιο ποτέ δεν έμεινε εκτός αυτών των εξελίξεων. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η διεξαγωγή αγώνων που αποτελούσαν προσομοιώσεις μαχών και είναι γνωστοί ως «τουρνουά».
Το φεουδαρχικό και χωροδεσποτικό σύστημα της μεσαιωνικής Ευρώπης βασιζόταν εν πολλοίς στους «bellatores», τους πολεμιστές που ίππευαν και αποδείκνυαν τα κατορθώματά τους στη μάχη. Παρότι στην αυγή των κύριων μεσαιωνικών χρόνων (γύρω στο 1000) θεωρούνταν ουσιαστικά ως υπηρέτες και δεν κατείχαν κληρονομικά δικαιώματα, το status τους συνεχώς αναβαθμιζόταν. Έτσι, περί τα μέσα του 12ου αιώνα μπορούσαν όχι μόνο να αποδείξουν, αλλά και να επιδείξουν τα κατορθώματά τους σε στρατιωτικούς αγώνες. Ο όρος «τουρνουά» δήλωνε αυτό που ονομάζεται συχνά ως «προσομοίωση ή απομίμηση μάχης». Δύο ή περισσότερες μονάδες ιππικού συγκεντρώνονταν σε ένα προκαθορισμένο μέρος, όπου φορώντας τον συνηθισμένο εξοπλισμό τους, ξεκινούσαν ένα «mêlée» (=κομφούζιο). Είναι δύσκολο να ξεκαθαριστεί αν αυτοί οι πρώιμοι διαγωνισμοί διεξάγονταν περισσότερο με τη μορφή αγώνων με σαφείς κανόνες ή κανονικών μαχών. Πάντως, φαίνεται ότι αυτό που επιδιωκόταν πάνω από όλα ήταν η αιχμαλώτιση του αντιπάλου, καθώς για την απελευθέρωσή του προβλεπόταν η καταβολή λύτρων. Έτσι, ο νικητής αποκτούσε χρήματα, δόξα, αλλά και τη συμπάθεια των νεανίδων. Συνήθης ήταν επίσης και η διεξαγωγή μονομαχιών πριν τον κυρίως αγώνα ως προθέρμανση. Έτσι, γεννήθηκαν και οι κονταρομαχίες.
Τον 12ο αιώνα ιδρύονται και τα σταυροφορικά κράτη στην περιοχή της Συροπαλαιστίνης. Λόγω της άμεσης γειτνίασής τους με τη βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν επόμενο η τελευταία να επηρεαστεί από τον δυτικό τρόπο ζωής. Επιπλέον, αυτή την περίοδο έχει εκλείψει το ενδιαφέρον των Βυζαντινών για τους αγώνες του ιπποδρόμου και παρατηρείται αναζήτηση και προτίμηση σε νέες ή και παλαιότερες μορφές θεαμάτων, οι οποίες δεν είχαν και τόσο μεγάλη απήχηση κατά τους προηγούμενους αιώνες (π.χ. καρναβάλια). Η βυζαντινή κοινωνία του 12ου αιώνα είναι μία κοινωνία, στην οποία αναδεικνύονται και προβάλλονται οι αξίες μίας κρατούσας στρατιωτικής αριστοκρατίας. Συνεπώς, τα τουρνουά της Δύσης ήταν τα καταλληλότερα, για να προσφέρουν «άρτον και θέαμα».
Πρέπει να επισημανθεί ότι η ιδέα διεξαγωγής τέτοιων τουρνουά δεν ήταν κάτι καινούριο στο Βυζάντιο. Ο ιστορικός Ιωάννης Σκυλίτζης επισημαίνει ότι ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Β’ Φωκάς (βασίλεψε το διάστημα 963-969) επιχείρησε να διοργανώσει έναν στρατιωτικό διαγωνισμό προκαλώντας, όμως, πανικό. Τον 12ο αιώνα, ωστόσο, Βυζαντινοί αριστοκράτες, ακόμα και αυτοκράτορες, με προθυμία συμμετείχαν σε τουρνουά με σταυροφόρους.
Αξιοσημείωτες είναι οι μαρτυρίες της εποχής του αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ Κομνηνού (βασιλεία το 1143-1180), ο οποίος διακρινόταν από μία ιδιαίτερη συμπάθεια προς τους Δυτικούς. Κατά την επίσημη είσοδό του στην Αντιόχεια, το 1159, διοργανώθηκε ένας αγώνας. Σχηματίστηκαν δύο παρατάξεις, οι οποίες θα πολεμούσαν με λόγχες, που δεν ήταν ωστόσο κατασκευασμένες από σίδηρο. Ο βυζαντινός σχηματισμός συγκροτούνταν από συγγενείς του αυτοκράτορα που είχαν ιδιαίτερες ικανότητες στον χειρισμό δοράτων. Ο ίδιος ο Μανουήλ μπήκε στις λίστες των συμμετεχόντων με ένα ελαφρύ χαμόγελο, όπως συνήθιζε. Φορούσε έναν «μοντέρνο» μανδύα που συγκρατούνταν στον δεξί του ώμο, ώστε το αντίστοιχο χέρι να μένει ελεύθερο και να κρατά με άνεση το δόρυ του, ενώ το άλογό του διακοσμήθηκε με χρυσά διακοσμητικά στοιχεία, που όχι μόνο ταίριαζαν, αλλά και συναγωνίζονταν την ενδυμασία του αναβάτη. Ο αυτοκράτορας έδωσε εντολή όλοι οι συμπολεμιστές του να φορέσουν την ομορφότερη ενδυμασία που θα μπορούσαν να βρουν. Ο Λατίνος πρίγκιπας Reynald του Chatillon, ιππεύοντας ένα άλογο «λευκότερο κι από το χιόνι» και φορώντας έναν μακρύ χιτώνα, που χωριζόταν στα δύο από τη μέση και κάτω, αλλά και ένα τσόχινο καπέλο με μορφή τιάρας, διακοσμημένο με χρυσό, έσπευσε να συγκρουστεί μαζί του. Ακολούθησαν οι ιππότες, δυνατοί όπως ο θεός του πολέμου Άρης και τρομερά ψηλοί.
Η μάχη ξεκίνησε και επικράτησε ακόμα ένα «mêlée». Κατά τον Νικήτα Χωνιάτη έβλεπε κανείς «άλλους να πέφτουν από τα άλογά τους με την κοιλιά και άλλους με την πλάτη, ενώ άλλους να γυρίζουν την πλάτη και να τρέπονται σε φυγή βιαστικά». Άλλοι κυριευμένοι από τον φόβο, πρόβαλλαν τις ασπίδες τους, για να προστατευτούν, ενώ άλλοι διασκέδαζαν βλέποντας αυτό το θέαμα. Η παρακολούθηση οπλισμένων ανδρών να καλπάζουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα κραδαίνοντας τα λάβαρά τους ήταν το δίχως άλλο εντυπωσιακή.
Πολλές αρχαιολογικές μαρτυρίες τεκμηριώνουν επιπρόσθετα τη διάδοση και δημοφιλία των δυτικών τουρνουά στο Βυζάντιο. Πιο συγκεκριμένα, σε φορητές εικόνες (π.χ. Άγιος Γεώργιος στο Βυζαντινό & Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών) και τοιχογραφίες (π.χ. σε ναούς της Καστοριάς) πολλοί Άγιοι φέρουν δυτικό εξοπλισμό (σταυροφορικό αλυσιδωτό θώρακα, τριγωνική ή αμυγδαλόσχημη ασπίδα νορμανδικού τύπου, κ.ά.). Επιπλέον, στη Θήβα έχει βρεθεί ένα πινάκιο που απεικονίζει μία μορφή, η οποία φαίνεται πως κρατάει ακόντιο, τύπου αυτών που χρησιμοποιούνταν στα τουρνουά.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Delvoye, Charles (2014), Βυζαντινή Τέχνη, μτφρ. Μ. Β. Παπαδάκη, Αθήνα: Εκδ. Παπαδήμα.
- Kazhdan, Alexandr Petrovich και Wharton-Epstein, Ann (1985), Change in Byzantine culture in the eleventh and twelfth centuries, Berkeley, Los Angeles, London: University of California Press
- Κοιλάκου, Χαρίκλεια (1999), «Πινάκιο», στο Παπανικόλα-Μπακιρτζή Δήμητρα (επιμ.), Βυζαντινά εφυαλωμένα κεραμικά: η τέχνη των εγχαράκτων, Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού
- Muhlberger, Steve (2017), «A Short History of Tournaments», Medieval Warfare (7/3). Διαθέσιμο εδώ