Του Μάριου-Πέτρου Δελατόλα,
Ένα από τα πιο δημοφιλή ζητήματα, μεταξύ των πολιτικών επιστημόνων, είναι η συζήτηση για το μέλλον της δημοκρατίας, διεθνούς και εγχώριας. Υπάρχουν πολλές παράμετροι και μεταβλητές, τις οποίες το παρόν άρθρο θα προσπαθήσει να αναλύσει, με σκοπό να φτάσουμε σε ένα τεκμηριωμένο συμπέρασμα, όσον αφορά τα ελληνικά δεδομένα.
Δεν θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε με άλλο θέμα από εκείνο της αποχής από τις εκλογικές διαδικασίες και το πολιτικό γίγνεσθαι, το οποίο αποτελεί ένα από τα πιο δομικά προβλήματα όλων των δημοκρατιών τις τελευταίες δεκαετίες και προφανώς η χώρα μας δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη. Καθημερινά συναναστρεφόμαστε με ανθρώπους όλων των ηλικιών, οι οποίοι όχι μόνο δεν παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον για τα στοιχειώδη πολιτικά δρώμενα, αλλά, ακόμη χειρότερα, τους προκαλούν και αποστροφή. Μία δημοκρατία στην οποία βαθμιαία η αποχή φτάνει ακόμη και το 50%, δεν μπορεί να «επιβιώσει». Είναι παράλογο να θεωρούμε πως έχουμε ένα υγιές πολίτευμα από τη στιγμή που σχεδόν οι μισοί από εκείνους που έχουν το δικαίωμα ψήφου δεν το ασκούν στις εκλογικές αναμετρήσεις.
Σαφώς υπάρχουν σημαντικές αιτίες για αυτό το φαινόμενο. Ο κύριος λόγος είναι πως σημαντική μερίδα του εκλογικού σώματος έχει χάσει την ελπίδα της και το πολιτικό σύστημα της χώρας έχει απωλέσει την εμπιστοσύνη που του έδειχνε κάποτε ο ελληνικός λαός. Η συγκεκριμένη εξέλιξη, ωστόσο, δεν πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη. Διαχρονικά και ιδίως κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο, μεγάλη μερίδα του πολιτικού κόσμου επενδύει στο λαϊκιστικό παραλήρημα, με σκοπό να εξάρει τα συναισθήματα των μαζών και να εξασφαλίσει την ψήφο τους. Από την άλλη μεριά, μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού, που προφανώς δεν είναι άμοιρο ευθυνών, συντήρησε και έδωσε τροφή σε αυτήν τη φαυλοκρατική πρακτική, με αποτέλεσμα, για πολλά χρόνια, οι πελατειακές σχέσεις και τα προεκλογικά ψέματα να αποτελούν μία κανονικότητα για τον ελληνικό πολιτικό σύστημα. Το αποτέλεσμα ήταν συνεχώς το ίδιο, με πολύ μικρές παραλλαγές: Κακοδιαχείριση που οδήγησε στην χρεοκοπία, ή και στα πρόθυρα αυτής, έχοντας, παράλληλα, ως επακόλουθο μια εθνική καταστροφή. Στην πολιτική δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις και αυτό εμείς οι πολίτες πρέπει να το αντιλαμβανόμαστε.
Ένας, επιπλέον, παράγοντας που πρέπει να αναλυθεί είναι οι σύγχρονοι ρυθμοί ζωής. Η πλειονότητα του εργατικού δυναμικού, με τον υπέρογκο φόρτο εργασίας, αλλά και το υλιστικό πνεύμα που έχει κατακλείσει την καθημερινότητά του, δεν έχει τον απαιτούμενο χρόνο, ώστε να είναι πολιτικά ενημερωμένη. Πολλοί από αυτούς, στον χρόνο που τους απομένει, προτιμούν να ξεκουραστούν, καθώς αντιλαμβάνονται την ενασχόληση με τα πολιτικά ζητήματα ως μια ανούσια και εξουθενωτική διαδικασία, η οποία μάλιστα λειτουργεί εις βάρος τους. Αν δεν αντιληφθούμε το μέγεθος του σφάλματος που κρύβει η παραπάνω πρόταση, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να αλλάξουμε τη χώρα μας, καθότι οι αλλαγές έρχονται από κάτω προς τα πάνω.
Οι πολιτικοί μιας χώρας είναι ο καθρέπτης των πολιτών που έχει. Αν θεωρεί κάποιος πως οι άνθρωποι που κατέχουν τις θέσεις εξουσίας είναι ανάξιοι, οφείλει να αρχίζει να ασχολείται με τα πολιτικά δρώμενα, υπεύθυνα και με σύνεση και αν συνεχίζει να διατηρεί την παραπάνω άποψη, τότε να στηρίξει ανθρώπους που έχουν την αξία για να αναλάβουν τις κυβερνητικές θέσεις. Το κλειδί είναι η ενασχόληση. Όσο ο πολίτης μένει αλλοτριωμένος από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα «φτηνά» reality shows και την «νοοτροπία των μπλουτζίν», όπως έγραφε κάποτε ο Μίκης Θεοδωράκης στο μανιφέστο της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, πραγματική αλλαγή δεν θα μπορεί να επέλθει ποτέ!
Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι Έλληνες πολίτες επιζητούν εναγωνίως μια «πολιτική αλλαγή». Δεν είμαι καθόλου σίγουρος, όμως, για το πόσοι από αυτούς είναι διατεθειμένοι να θυσιάσουν οφέλη που απολαμβάνουν, με σκοπό να γίνει αυτή η πολυπόθητη αλλαγή. Δεν μπορούμε να μιλάμε για ένα καλύτερο μέλλον, όταν ως πολιτικός κόσμος επιβραβεύουμε το νεποτισμό και προσπαθούμε να αναστήσουμε «ξεθωριασμένους» πολιτικούς, διότι μαζί με αυτούς φέρνουμε πίσω και όλες εκείνες τις πρακτικές που μας έφεραν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας…
Οφείλουμε να στηρίξουμε νέους ανθρώπους με πραγματικά προοδευτικές ιδέες και οξυδέρκεια, οι οποίοι έχουν τις αντικειμενικές δυνατότητες να επιτύχουν τους στόχους τους. Προφανώς, το προαναφερθέν δεν είναι εύκολα πραγματοποιήσιμο, αλλά χρειάζεται μία μακρόχρονη ενασχόληση, σε συνδυασμό με την σωστή παιδεία, διότι η διαφορά ανάμεσα στις προοδευτικές ιδέες και τον λαϊκισμό είναι δυσδιάκριτη από τις μάζες. Πρέπει να μας προβληματίσει πολύ έντονα το έλλειμμα πολιτικών προσώπων, αλλά και νέων ηγετικών προσωπικοτήτων που οδηγούν σε προσπάθειες αναβίωσης πεπαλαιωμένων και δοκιμασμένων πρακτικών. Αν δεν αποφασίσουμε να αλλάξουμε τον τρόπο θεώρησης της πολιτικής στη χώρα μας, η δημοκρατία μας θα γίνεται όλο και πιο στρεβλή, με αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι να απομακρύνονται από αυτήν και να δίνουν τροφή σε εξτρεμιστικές ενέργειες.
«Η Δημοκρατία προϋποθέτει ηγεσία που να έχει το θάρρος να λέγει την αλήθεια, αλλά και λαό που να έχει το θάρρος να ακούει την αλήθεια και να την τιμά». Η φράση αυτή του Κωνσταντίνου Καραμανλή μας δίνει όλη την πεμπτουσία που θα έπρεπε να έχει το πολιτικό μας σύστημα. Το αν, ακόμη και σήμερα, ο παραπάνω στόχος έχει εκπληρωθεί το αφήνω στην κρίση του κάθε αναγνώστη…