Της Αγγελικής Μιχαλοπούλου,
Πριν μία εβδομάδα περίπου τον γύρο του διαδικτύου έκανε ένα βίντεο, στο οποίο ένας χορευτής, χορογράφος και ”influencer” χλευάζει και μιλάει υποτιμητικά για τα κιλά μίας κοπέλας. Το διαδικτυακό αυτό bullying πυροδότησε τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης και δημιούργησε ένα ολόκληρο κίνημα υποστήριξης προς όλους τους ανθρώπους που έχουν υποστεί bullying για την εξωτερική τους εμφάνιση.
Αυτό, ωστόσο, που με προβλημάτισε ιδιαίτερα, δεν είναι τόσο το ζήτημα του bullying, καθώς νομίζω ότι είναι αυτονόητα αποδοκιμαστέες τέτοιες βίαιες συμπεριφορές και ότι εν έτει 2021 είναι εξίσου αυτονόητο ότι ο καθένας είναι ελεύθερος να φορά ό,τι τον κάνει να νιώθει όμορφα. Αυτό που πραγματικά με έβαλε σε σκέψεις είναι το γιατί ο συγκεκριμένος άνθρωπος μετά από αυτό το εξοργιστικό περιστατικό εξακολουθούσε να έχει πάνω από 90.000 χιλιάδες followers στο Instagram και συμφωνίες με εταιρείες που προωθούν τα προϊόντα τους μέσω αυτού. Γιατί άτομα που προωθούν την βία και παρουσιάζουν ευτελές περιεχόμενο στο προφίλ τους έχουν τόσο μεγάλο κοινό; Πόση αξία, τελικά, έχει το ”follow” και το ”like”;
Αναμφισβήτητα τα social media έχουν εξελιχθεί σε ένα μέσο επικοινωνίας με τεράστια δύναμη και απήχηση. Μέσω των social media ενημερωνόμαστε, ψυχαγωγούμαστε, εκφράζουμε ελεύθερα, δίχως φίλτρα και περιορισμούς τη γνώμη μας. Επίσης, όπως έχει αποδειχθεί αρκετές φορές το τελευταίο διάστημα, μέσα από τα social media ξεκινούν σημαντικά κινήματα που αλλάζουν τα «κακώς κείμενα» της κοινωνίας. Όταν πρωτοεμφανίστηκαν τα social media στη ζωή μας, αποτελούσαν για τους περισσότερους ένα ευχάριστο παιχνίδι, έναν τρόπο να επικοινωνήσει κανείς με τους φίλους και τους αγαπημένους του και να μοιραστεί μαζί τους κάποιες στιγμές της καθημερινότητάς του. Τα τελευταία χρόνια, όμως, τα social media έχουν διευρύνει το πεδίο δράσης τους, έχουν γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας, ενώ για κάποια άτομα, μάλιστα, τους λεγόμενους ”influencers”, αποτελούν και σημαντική πηγή εισοδήματος.
Ο όρος ”influencer” είναι ένας σχετικά καινούργιος όρος, ο οποίος δηλώνει αυτόν που επηρεάζει το κοινό του με τα γούστα, τις απόψεις και τις επιλογές του. Όσους περισσότερους ακόλουθους έχει κάποιος, τόσο πιο ισχυρά συμβόλαια υπογράφει με εταιρείες προκειμένου να προωθήσει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα κανονικό επάγγελμα, το οποίο είναι αρκετά δημοφιλές και έχει ως επί το πλείστον μεγάλες απολαβές. Κατά τη γνώμη μου, οι ”influencers” αποτελούν δείγμα του πολιτισμού κάθε χώρας. Αντικατοπτρίζουν σε μεγάλο βαθμό το επίπεδο των πολιτών, την αισθητική τους, την κριτική τους ικανότητα και τον τρόπο σκέψης τους.
Συνεπώς, είναι σημαντική η ευθύνη του καθενός μας κάθε φορά που πλοηγείται στον κόσμο των social media. Όπως ειπώθηκε προηγουμένως, τα social media δεν είναι πια ένα διαδικτυακό μέσο περιφερειακό και ασήμαντο, προορισμένο αποκλειστικά και μόνο για διασκέδαση, αλλά έχει τη δυνατότητα μέσω της προβολής των αντίστοιχων προτύπων να αλλάξει τον κόσμο προς το καλύτερο ή το χειρότερο. Το ”follow” και το ”like”, επομένως, δεν είναι ένα απλό πάτημα κουμπιού, αλλά μία πράξη με πολιτική διάσταση και περιεχόμενο. Δίνει δύναμη και αξία στον άνθρωπο προς τον οποίο απευθύνεται, δηλώνει αποδοχή και επιβράβευση, του δίνει ώθηση και «νομιμοποίηση» να επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό το κοινό του.
Γι’ αυτό τον λόγο λοιπόν, όταν βλέπουμε στα social media βίαιες συμπεριφορές, εξευτελιστικό και ανούσιο περιεχόμενο ή προβολή ακραίων απόψεων, δεν πρέπει μόνο να σπεύδουμε να τις κατακρίνουμε ούτε φυσικά να προβαίνουμε σε χυδαία και γεμάτα μίσος σχόλια. Αντιθέτως, πρέπει απλά να σταματήσουμε να δίνουμε σημασία σε πρόσωπα που δεν την αξίζουν. Να σταματήσουμε να ακολουθούμε «κενούς» ανθρώπους που αντί να χρησιμοποιούν το δημόσιο βήμα τους για να κάνουν τον κόσμο πιο όμορφο, προβάλλουν ευτελή πρότυπα. Ακόμη, τα τμήματα marketing των εταιρειών είναι ανάγκη να μελετούν προσεκτικά ποια άτομα επιλέγουν για τη διαφήμιση των προϊόντων τους μέσω των social media.
Στον κόσμο του διαδικτύου καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζεται ελεύθερα, να αναρτά ό,τι θέλει, να λέει δίχως περιορισμούς τη γνώμη του. Το πρόβλημα γεννάται, όταν εμείς οι ίδιοι αφήνουμε την ελευθερία αυτή να ασκείται σε βάρος άλλων, να προσβάλλει θεμελιώδη δικαιώματα και να μειώνει το επίπεδό μας. Σύμφωνα, λοιπόν, και με τη γνωστή ρήση: «Μην τα βάζεις με έναν ηλίθιο. Είναι βέβαιο ότι θα σε ρίξει στο επίπεδό του και θα σε νικήσει εκ πείρας».