Της Σοφίας Τσαπαδά,
Ζούμε σε μία κοινωνία στην οποία πριν καν γεννηθούμε, καθορίζεται το πως θα ζήσουμε. Το πιο απλό παράδειγμα αφορά τον στολισμό του παιδικού δωματίου και τις αγορές βρεφικών ειδών. Από τη στιγμή που η οικογένεια μαθαίνει το βιολογικό φύλο του παιδιού σπεύδει να διακοσμήσει το δωμάτιο με ροζ αποχρώσεις -αν πρόκειται για κορίτσι- και με μπλε -όταν είναι αγόρι. Καθώς αυτό το μωρό μεγαλώνει, αρχίζουν να γίνονται δεδομένα και τα παιχνίδια που θα έχει και οι δραστηριότητες που ενδεχομένως θα ασχοληθεί. Στην περίπτωση, μάλιστα, που ένα παιδί ζητήσει κάτι που δεν «αρμόζει στο φύλο του», όλοι γουρλώνουν τα μάτια και αμέσως θέλουν να το συνετίσουν. Αν για παράδειγμα ένα αγόρι ζητήσει να παίξει με κουκλόσπιτα και μωρά, τότε τις αρνητικές και τουλάχιστον ακραίες αντιδράσεις συνοδεύουν και ορισμένες αντίστοιχες εκφράσεις όπως: «Τι είναι αυτά που λες, αυτά δεν είναι για σένα», «τι άντρας θα γίνεις αν παίζεις με μωρά», «οι κουζίνες και οι κούκλες είναι για τα κορίτσια, εσύ θα παίξεις με τα αντρικά παιχνίδια» και άλλα τέτοια που σε τόσο ευαίσθητες ηλικίες, πέραν του ότι στεναχωρούν τα παιδιά, χαράζονται μέσα τους και τα διαμορφώνουν. Σίγουρα δεν πρόκειται για ένα ολικό κοινωνικό φαινόμενο, όμως οι περιπτώσεις που τέτοια πράγματα συμβαίνουν είναι πολλές.
Επόμενο, λοιπόν, είναι αυτά τα άτομα όσο μεγαλώνουν, να υιοθετούν συμπεριφορές οι οποίες ταιριάζουν και ανταποκρίνονται στο προκαθορισμένο κοινωνικό φύλο. Ωστόσο, ακόμα και ένας άνθρωπος που έχει μεγαλώσει πιο ελεύθερα είναι δύσκολο να ξεφύγει από αυτές τις επιρροές. Οι συγκεκριμένες αντιλήψεις είναι βαθιά ριζωμένες μέσα στην κοινωνία μας και μαθαίνουμε να ζούμε με αυτές. Μας λένε πως πρέπει να συμπεριφερόμαστε ανάλογα με το αν είμαστε γυναίκες ή άντρες, τι ρούχα πρέπει να φοράμε και ποιοι άνθρωποι πρέπει να μας αρέσουν. Αν μάλιστα κάποιος παρεκκλίνει από όλα αυτά τα «πρέπει» μπαίνει στο στόχαστρο και χαρακτηρίζεται ως περίεργος και «ανώμαλος». Γιατί, κατά την κοινωνία και τα πρότυπα της, είναι «ανωμαλία» ένας άντρας να βάφει το πρόσωπο και τα νύχια του, να φοράει «γυναικεία» ρούχα και να του αρέσουν άτομα του ίδιου φύλου. Όπως είναι κατακριτέο μία γυναίκα να βγει έξω απεριποίητη ή να πάει στην παραλία, αν το σώμα της δεν ταιριάζει με αυτό που οι βιομηχανίες της μόδας προβάλλουν ως «ιδανικό», καθώς μετά ακολουθούν σχόλια όπως: «μα καλά δεν ντρέπεται που πάει έτσι, δεν βλέπει πως είναι» τόσο από άντρες όσο και από γυναίκες.
Γίνεται, λοιπόν, κατανοητό πως οι πιέσεις που δεχόμαστε είναι τεράστιες. Εξαιτίας αυτών, άνθρωποι ζούνε δυστυχισμένοι γιατί φοβούνται να δείξουν κάτι διαφορετικό από όσα προβλέπονται, μα ακόμα και αν το κάνουν, οι ιθύνοντες όλων των παραπάνω παγιωμένων αντιλήψεων τους κουνάνε το δάχτυλο και οι αντιδράσεις που τα άτομα αυτά δέχονται από το περιβάλλον τους είναι σκληρές. Αν λόγου χάρη, μία γυναίκα πει πως δεν την ενδιαφέρει να κάνει οικογένεια και θέλει να ασχοληθεί με την καριέρα της, ένα μεγάλο μέρος του κύκλου της θα την προτρέψει στο να το ξανασκεφτεί, θα της πει πως τα παιδιά είναι ευτυχία και είναι στη φύση της να γίνει μητέρα και να τα κάνει όσο είναι νέα γιατί αν αργότερα το μετανιώσει θα είναι αργά και θα έχει «χάσει το τρένο». Μάλιστα, θεωρείται τόσο ανήκουστο μία γυναίκα να διαλέξει κάποιον δρόμο διαφορετικό από αυτόν της οικογένειας που μέχρι και συνέδρια δημιουργούνται με το πρόσχημα της ενημέρωσης.
Δυστυχώς, όμως, πέρα από όσα προαναφέρθηκαν, οι απαρχαιωμένες αυτές αντιλήψεις είναι υπεύθυνες και για τον θάνατο πολλών ανθρώπων. Άντρες σκοτώνουν γυναίκες με το πρόσχημα ότι τους «απειλούσε» με χωρισμό, έφυγε από το σπίτι και τους εξέθεσε, μαλώσανε και νεύριασε, την αγαπούσε και τη ζήλευε, ήταν η κακιά στιγμή. Αυτές είναι κάποιες από τις δικαιολογίες που χρησιμοποιούν οι γυναικοκτόνοι. Στο άκουσμα τέτοιων ειδήσεων το ερώτημα πολλών ανθρώπων είναι «πως γίνεται ένα τόσο καλό παιδί να έκανε κάτι τέτοιο». Γίνεται· γιατί η κοινωνία έτσι μεγαλώνει τα παιδιά της. Μαθαίνει στις γυναίκες να είναι «υπό» στους άντρες τους και να μην τους χαλάνε χατίρι και όταν κάτι τέτοιο συμβαίνει, «ο άντρας έχει το δικαίωμα να σηκώσει το χέρι γιατί δεν είναι δυνατόν να του αντιμιλάει και να μην τον σέβεται». Ενδεχομένως αυτά να φανούν υπερβολικά, όμως ένας άνθρωπος που δεν ενστερνίζεται αυτές τις αντιλήψεις, δεν θα τολμούσε ποτέ να κάνει μία τέτοια πράξη και μάλιστα να βρει και κάτι για να δικαιολογήσει τον εαυτό του.
Αντίστοιχα, εγκλήματα γίνονται και από άντρες σε άντρες. Γιατί η αρρενωπότητα έχει τους δικούς της κανόνες και οι αποδεκτές πράξεις είναι πολύ συγκεκριμένες: Στους άντρες αρέσουν οι γυναίκες, οι άντρες είναι δυνατοί και δεν κλαίνε, οι άντρες δεν κάνουν δουλειές, είναι κάποιες από τις συνηθέστερες επιθυμητές συμπεριφορές. Έτσι, εάν κάποιος είναι ευαίσθητος και δείχνει τα συναισθήματα του ή ο χαρακτήρας του δεν είναι πολύ δυναμικός, στοχοποιείται αμέσως και δέχεται επιθέσεις, όπως και αν το βιολογικό φύλο δεν συνάδει με το κοινωνικό, με τα «αντρικά χαρακτηριστικά», αλλά και με τις αντίστοιχες συνήθειες. Είναι πιθανό μέχρι και βία να δεχτεί κάποιος γιατί δεν ταιριάζει με τα προδιαγεγραμμένα κουτάκια. Οτιδήποτε, δηλαδή, ταράζει την αρρενωπότητα είναι κατακριτέο, αξίζει να δικαστεί και ορισμένες φορές να πάψει να υπάρχει.
Υπαίτια για όλα τα παραπάνω είναι η πατριαρχία. Η πατριαρχία περιορίζει τους ανθρώπους από το να ζήσουν όπως επιθυμούν και τους μαθαίνει να μισούν οτιδήποτε δεν ανταποκρίνεται στους κανόνες που έχει θέσει. Απομακρύνει ανθρώπους από τα κοινωνικά πλαίσια επειδή έτυχε να είναι κάτι άλλο, κάτι ξεχωριστό, κάτι όμορφο. Η πατριαρχία είναι υπεύθυνη για την αφαίρεση πολλών αθώων ψυχών, επειδή δεν φοβήθηκαν, επειδή διεκδίκησαν δικαιώματα ελευθερίας και έκφρασης -πράγματα που θέλουμε να λέμε πως είναι αυτονόητα, αλλά – μάλλον – τελικά απέχουμε πολύ από αυτό το σημείο.
Είναι, όμως, στο χέρι μας να αλλάξουμε αυτά τα στερεότυπα και να κάνουμε έναν κόσμο ελεύθερο και όμορφο. Ας μην περιμένουμε η πατριαρχία να χτυπήσει και την δική μας πόρτα για να κινητοποιηθούμε. Όλοι αξίζουν να έχουν μία ζωή όπως τους αρέσει και κανένας δεν πρέπει να έχει το δικαίωμα να επέμβει σε αυτό.