Της Δήμητρας Χασάπη,
Στη σύγχρονη κοινωνία είναι πέρα για πέρα φανερή η απόλυτη παρουσία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης σε κάθε ελληνικό –σίγουρα και παγκόσμιο– σπίτι. Η διαθεσιμότητα των μέσων είναι πλήρης ενώ, πλέον η πληροφορία διαχέεται στην κοινότητα με τεράστια ταχύτητα και ασταμάτητα. Ανάλογη της διασποράς της πληροφορίας είναι και η ποσότητά της. Καθημερινά συμβαίνουν εκατοντάδες γεγονότα, που ενδιαφέρουν το σύνολο και γίνονται αντικείμενο ποικίλων σχολιασμών από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Μέρος των καθημερινών αυτών γεγονότων, που ελκύουν, μάλιστα, περισσότερο από πολλά άλλα θέματα το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης είναι τα ποινικά θέματα, άμεσα συνυφασμένα με εγκληματικές συμπεριφορές ή πράξεις, που τα μέσα επιθυμούν και οφείλουν να παρακολουθούν στενά. Πότε, όμως, η στενή αυτή παρακολούθηση και αναπαραγωγή, σε μία σύγχρονη και δημοκρατική κοινωνία, φτάνει να θίγει το κατά τα άλλα δημοκρατικό, επίσης, δικαίωμα του εκάστοτε κατηγορουμένου στην τιμή, την υπόληψη και την αξιοπρέπειά του;
Στο σημείο αυτό, έρχεται ο νόμος να δώσει την απάντηση με την ύπαρξη του λεγόμενου τεκμηρίου αθωότητας. Πρόκειται για γενική αρχή που συνδέεται άμεσα με την έννοια του κράτους δικαίου και αποτελεί συνάμα σημαντικό εχέγγυό του. Σύμφωνα με αυτή, και όσα σε εθνικό επίπεδο ορίζει το άρθρο 71 του κώδικα Ποινικής Δικονομίας, «Οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με το νόμο». Αυτό σημαίνει, πως επί ποινικής δίωξης εις βάρος κατηγορούμενου, αυτός θεωρείται αθώος, ώσπου να εκδοθεί αντίθετη απόφαση από το δικαστήριο και εφόσον αυτό αποδειχθεί με στοιχεία, που ο κατήγορος οφείλει να προσκομίσει. Αντίστοιχη θέση υιοθετεί και το ευρωπαϊκό δίκαιο στο άρθρο 6 παράγραφος 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Στο ελληνικό, πάντως σύστημα, το τεκμήριο αθωότητας εμφανίζεται τόσο στην προδικασία όσο και στην κύρια διαδικασία μέχρι την καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου. Στην σύγχρονη εποχή μάλιστα με την έξαρση των ειδησεογραφικών αφορισμών, ανάλογη της έξαρσης των φαινομένων εγκληματικότητας, το τεκμήριο αθωότητας έχει διευρυνθεί και προστατεύει πια και τους υπόπτους, γεγονός που αποδεικνύει πόσο στενά συνυφασμένη έννοια είναι με την προσωπικότητα του κατηγορούμενου.
Παρά, ωστόσο, την φαινομενικά υψηλή νομική κατοχύρωση, συχνά παρατηρούμε το φαινόμενο να εμφανίζονται στα μέσα μαζικής ενημέρωσης άτομα μη εξουσιοδοτημένα και χωρίς νόμιμη κατάρτιση, και να παραθέτουν απόψεις και να διενεργούν «δίκες» στα τηλεοπτικά παράθυρα. Ταυτόχρονα, βγαίνουν στο φως της δημοσιότητας προσωπικά στοιχεία του κατηγορούμενου, δικογραφίες και προσωπικές συνομιλίες, που θα έπρεπε να καλύπτονται από το απόρρητο και εκφέρονται κρίσεις για την ενοχή ή μη των κατηγορουμένων για τις αξιόποινες πράξεις, χωρίς αυτό να είναι θεμιτό ή νόμιμο.
Αρκεί μόνο να σκεφτεί κανείς τη διαπόμπευση, που υφίσταται κάποιος από τα ΜΜΕ, όταν κατηγορείται για κάποιο ειδεχθές έγκλημα και θεωρείται πιθανό να το έπραξε. Οι διάφορες τοποθετήσεις στα τηλεοπτικά παράθυρα τοποθετούν και το υπό κρίση άτομο σε μια θέση κοινωνικής απαξίας και υποτίμησης, πριν καλά καλά τον κρίνει πρώτα ο νόμος. Στην κοινωνία δημιουργείται μια πεποίθηση για τον κατηγορούμενο, η οποία με μεγάλη δυσκολία αλλάζει, αν αυτός τελικά αθωωθεί. Το μακροχρόνιο της εκδίκασης όσο και το δύσκολα αμετάκλητο της καθιερωμένης κοινωνικής γνώμης έχουν συμβάλει στο να θεωρείται πια ένοχος, και η πληροφορία της αθωότητας του εκ των υστέρων δύσκολα θα διαδοθεί με την ίδια ευκολία, παρά θα περάσει στα ψιλά γράμματα των εφημερίδων και των site. Σε κάθε περίπτωση, τέτοιες τακτικές, «προεξοφλούν» θέλοντας και μη την ενοχή του φερόμενου ως δράστη.
Κρίσιμη, λοιπόν, είναι η εφαρμογή του τεκμηρίου αθωότητας και στο δημοσιογραφικό επάγγελμα, που δεν αφορά πια ποινική δίκη αλλά σχέση ενός ιδιώτη με έναν άλλον. Στις περιπτώσεις αυτές, η προστασία του τεκμηρίου αθωότητας εξασφαλίζεται από ποικίλα άλλα νομοθετήματα. Στα ΜΜΕ, ο σεβασμός του τεκμηρίου της αθωότητας προβλέπεται στον Κώδικα Επαγγελματικής Ηθικής και Κοινωνικής Ευθύνης των δημοσιογράφων, όπου στο άρθρο 2 προβλέπει: «Ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει: Να σέβεται το τεκμήριο της αθωότητας και να μην προεξοφλεί τις δικαστικές αποφάσεις». Επίσης, στον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας στην Ραδιοτηλεόραση προβλέπεται: «Οι κατηγορούμενοι δεν αναφέρονται ως ένοχοι. Η αρχή ότι ο κατηγορούμενος τεκμαίρεται αθώος μέχρι την καταδίκη του γίνεται σεβαστή». Και ο πολίτης, όμως, έχει στα χέρια του σε περίπτωση προσβολής το όπλο του ποινικού κώδικα περί δυσφήμισης, καθώς και του αστικού κώδικα για προσβολή της προσωπικότητας.
Δεν μπορούμε να πούμε, ότι αυτά είναι αρκετά για να εμποδιστεί απόλυτα η παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας από τα ΜΜΕ στις μέρες μας, αλλά πάντως το προσπαθεί. Σε κάθε περίπτωση τα εκάστοτε μέσα, καθώς και οι εισαγγελείς, θα πρέπει να έχουν στο νου τους, πως η παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας είναι εμμέσως ασκούμενο ποινικό αδίκημα και θα πρέπει έτσι να αντιμετωπίζεται και από τις αρχές.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- “O «βιασμός» του τεκμηρίου αθωότητας”, διαθέσιμο εδώ
- “Η παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας”, διαθέσιμο εδώ