Της Μυρτώς Κατσούλη,
Το κανονιστικό πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας δεν συνιστά ένα ακλόνητο σύστημα πολιτειακών ρυθμίσεων, αλλά έχει εύπλαστο και ευπροσάρμοστο χαρακτήρα με άμεση σκοπιμότητα και αποτελεσματικότητα για τις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες. Οι τωρινές επικείμενες αλλαγές, αναφορικά με την αυστηροποίηση του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, έρχονται να εξυπηρετήσουν ακριβώς αυτήν την ανάγκη και να καλύψουν τα κενά που είχαν δημιουργηθεί και που αναδείχθηκαν ότι χρειάζονται κάλυψη, από τα γεγονότα του πρόσφατου παρελθόντος.
Φυσικά, είναι λογικό να ανακύπτει το ζήτημα του κατά πόσο η αυστηρότερη προσέγγιση του δικαίου, άρα και των μελών της κοινωνίας στα οποία απευθύνεται, μπορεί να δημιουργήσει ιδανικότερες συνθήκες διαβίωσης, ικανές να αποτρέπουν τη ροπή προς την εγκληματικότητα και την εν γένει αποκλίνουσα συμπεριφορά. Και, επιπλέον, κατά πόσο είναι εφικτή η πάταξη της εγκληματικότητας, με το δίκαιο να λαμβάνει έναν πιο ανηλεή χαρακτήρα, χωρίς, όμως, να αλλοιώνει την ουσιαστική του σκοπιμότητα, η οποία, αν τελικά μεταβληθεί, μπορεί να πυροδοτήσει μια ακόμα μεγαλύτερη έξαρση.
Σε αυτό το σημείο είναι ορθό να εξετάσουμε τα κίνητρα της τωρινής κυβερνητικής εξουσίας να προβεί σε τέτοιες μεταρρυθμίσεις, αλλά και τις αντιδράσεις των υπόλοιπων κομμάτων έναντι της (σ)τάσης αυστηροποίησης του ποινικού κολασίμου ορισμένων πράξεων.
Τοποθετείται χρονολογικά τώρα, τόσο η έξαρση φαινομένων ειδεχθούς εγκληματικής συμπεριφοράς, που αφορούν αποτρόπαιες πράξεις, αδιανόητες για τον μέσο νου και άνθρωπο, όσο και η ανάγκη «παραδοχής», γνωστοποίησης ή, ακόμα, και δημοσιότητάς τους. Πολλά παραδείγματα, από προσβολές της γενετήσιας αξιοπρέπειας, εκμετάλλευσης, κακοποίησης, μέχρι και «εκτυφλωτικούς» εμπρησμούς, αποδεικνύουν ότι έχουμε βιώσει το τελευταίο διάστημα καταστάσεις άκρων, που έχουν συγκινήσει, αηδιάσει και στενοχωρήσει κάθε ανθρώπινη συνείδηση. Για αυτό, εφόσον το δικαιικό σύστημα δεν έχει φανεί επαρκές μέχρι τώρα, κατά την κρίση της πολιτικής εξουσίας, προκειμένου να αποτρέψει ακόμα περισσότερο και να περιστείλει ικανώς τέτοιου είδους εγκλήματα, η κυβέρνηση προέβη σε μια σειρά μεταρρυθμίσεων, οι οποίες αποσκοπούν στη διασφάλιση της υπερατομικής κοινωνικής προστασίας.
Εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης και βλάβης, όπως αναφέρονται στον Ποινικό Κώδικα, κρίθηκε απαραίτητο να πλαισιωθούν αυστηρότερα, να διευρυνθεί το αξιόποινό τους και να τεθούν σε εφαρμογή μεγαλύτερα περιθώρια πρόληψης και καταστολής τους.
Ένα τέτοιο σκεπτικό εύλογα προκάλεσε αντιδράσεις από την αντιπολίτευση, αλλά και από ΚΙΝΑΛ και ΜέΡΑ25, οι οποίοι έκριναν παρεμβατική και οπισθοδρομική την πολιτική αυστηροποίησης, προβαίνοντας, μάλιστα, σε απλούς προφορικούς χαρακτηρισμούς της, χωρίς να αντιπροτείνουν μια πιο ουσιαστική και εφαρμόσιμη λύση για την καλύτερη διαχείριση τέτοιων εγκληματικών συμπεριφορών. Αναμενόμενα, τα σφιχτά ζωνάρια που θέτει η αυστηρότερη προσέγγιση του δικαίου βρίσκουν ασύμφωνη την αντιπολίτευση, η οποία εκδήλωσε τη διαφωνία της με αιωρούμενους βερμπαλισμούς, ενώ ΚΙΝΑΛ και ΜέΡΑ25 υποστήριξαν την πιο απαλή μεταχείριση του ζητήματος.
Ωστόσο, οι μεταρρυθμίσεις αυτές στο Ποινικό Δίκαιο δεν εξήψαν μόνο τα κόμματα, αλλά και την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων. Φυσικά, με διαφορετικά ελατήρια «πυροδότησης», αφού η Ένωση εναντιώθηκε συγκεκριμένα επί της αυστηροποίησης του άρθρου 191 του Ποινικού Κώδικα, που αφορά τη διασπορά ψευδών ειδήσεων. Ο φόβος και οι βάσιμες ενστάσεις τις Ένωσης οφείλονται στον επιγενόμενο περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης και της πληροφόρησης, απόρροια της «ελεγχόμενης είδησης στο όνομα της αποφυγής πρόκλησης φόβου στην κοινή γνώμη». Και το ερώτημα που προκύπτει, και, ως εκ τούτου, απασχολεί Δικαστές και Εισαγγελείς, είναι η προσβολή του πυρήνα της ελευθερίας αυτής απέναντι αυτού του «αντικειμενικώς αδύνατον να προσδιοριστεί» διακυβεύματος, το οποίο θα κλονίσει, αντί να ενισχύσει, την εμπιστοσύνη προς τη δημόσια τάξη.
Αντιλαμβανόμενοι, λοιπόν, την ανάγκη θέσπισης ενός, αν όχι αυστηρότερου, σίγουρα πιο στοχευμένου συστήματος ποινικής αντιμετώπισης των εν λόγω κρίσεων, κρίνεται απαραίτητο να διερευνηθούν τα αίτια του εξ αρχής προβληματικού μηχανισμού. Ο εντοπισμός των πραγματικών αιτιών γέννησης της εγκληματικότητας, καθώς και η προσπάθεια δημιουργίας ενός υποστηρικτικού δικτύου ορθής και αμετάβλητης απονομής της δικαιοσύνης είναι ικανά να συντελέσουν, με υποσχόμενες προοπτικές, στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Είναι αυτονόητο ότι, όσες αλλαγές επί του ήδη υπάρχοντος δικαιικού κλάδου αποσκοπούν στη βελτιωμένη και πιο οικεία με τα τεκταινόμενα εκδοχή του, είναι, καταρχήν, ευπρόσδεκτες. Ωστόσο, προκειμένου να λειτουργήσει ορθά μια διαφορετική θεσμική τροποποίηση και να επιφέρει τις προσδοκώμενες ανακατατάξεις, χρειάζεται βάθος χρόνου και ένα γενικότερο πλαίσιο κοινωνικής ωρίμασης και κατευνασμού. Διότι, η επιβολή μιας βαρύτερης ποινής δεν ταυτίζεται απαραίτητα με την πάταξη της εγκληματικότητας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Βουλή: Κατατέθηκε το νομοσχέδιο με τις τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα – Τι προβλέπει, kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ
- Οι 174 αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που φέρνει η κυβέρνηση, Παναγιώτης Στάθης, capital.gr, διαθέσιμο εδώ
- Στη Βουλή το σχέδιο νόμου με τις τροποποιήσεις Ποινικού Κώδικα και Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, lawspot.gr, διαθέσιμο εδώ
- Βουλή: Ανοιχτός σε προτάσεις ο υπ. Δικαιοσύνης για τις «Τροποποιήσεις Ποινικού Κώδικα», insider.gr, διαθέσιμο εδώ
- Αλλαγές στους Ποινικούς Κώδικες: Οι θέσεις των δικαστών και εισαγγελέων, Παναγιώτης Τσιμπούκης, protothema.gr, διαθέσιμο εδώ
- Ποινικός κώδικας: «Πυρά» Δικαστών κατά της ρύθμισης για τη διασπορά «ψευδών ειδήσεων», cnn.gr, διαθέσιμο εδώ