Της Μαριάννας Τέλλη,
Τι θα συνέβαινε αν συνδυάζαμε τον Χιλιανό Σουρεαλισμό με την Αμερικανική τέχνη κι αν αφήναμε αυτό το αποτέλεσμα να εξελιχθεί στη Νέα Υόρκη εν καιρώ καλλιτεχνικής έκρηξης; Θα οδηγούμασταν στην ύπαρξη ενός εξαιρετικά ρηξικέλευθου προσώπου στο χώρο της τέχνης και της αρχιτεκτονικής.
Ο Gordon Matta-Clark, γιος του φημισμένου Χιλιανού σουρεαλιστή Roberto Matta και της Αμερικανίδας καλλιτέχνιδας Anne Clark αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της «αναρχιτεκτονικής» (anarchitecture) χρησιμοποιώντας πληθώρα μέσων καταγραφής των έργων του (βιντεοσκόπηση, φωτογραφία κ.α.). Γεννημένος το 1943, ο πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε μία ολοένα και εξελισσόμενη Νέα Υόρκη περιτριγυρισμένος από τον καλλιτεχνικό κύκλο των γονιών του, στον οποίο εντάσσονταν καλλιτέχνες όπως ο Philip Johnson, o Isamu Noguchi και ο νονός του, Marcel Duchamp.
Σπούδασε αρχιτεκτονική στο πανεπιστήμιο Cornell της Νέας Υόρκης, υπό την εν μέρει καθοδήγηση του Colin Rowe, ενός εξέχοντα θεωρητικού του μοντερνισμού στην αρχιτεκτονική. Παράλληλα, παρακολούθησε μαθήματα γαλλικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Το 1969, εξερχόμενος από το πανεπιστήμιο, δεν ακολούθησε μία τυπική αρχιτεκτονική πρακτική, αλλά άρχισε να αναπτύσσει μία σειρά έργων τέχνης και δράσεων σε συγκεκριμένες τοποθεσίες της Νέας Υόρκης, οι οποίες επαναπροσδιόριζαν την εκπαίδευση του, αμφισβητώντας τις βασικές παραδοχές της αρχιτεκτονικής. Στόχοι του ήταν τόσο η αποδόμηση των ιδεών της αρχιτεκτονικής, όσο και η αποδόμηση της ίδιας της αρχιτεκτονικής σαν έννοια.
Κατά την δεκαετία του 1970, ο Matta-Clark αφιερώθηκε σε μία σειρά από χαρακτηριστικές τομές σε μπλοκ εγκαταλελειμμένων κτιρίων στο Νότιο Μπρονξ. Ξεκινώντας από τομές μικρής κλίμακας, χρησιμοποίησε τα εξαγόμενα υλικά των τομών στον εναλλακτικό εκθεσιακό χώρο τέχνης “112 Green Street”, τον οποίο ίδρυσε από κοινού με τον ζωγράφο και γλύπτη Jeffrey Lew. Η πρακτική αυτή των τομών σε κτίρια και δομές εξελισσόταν συνεχώς ενώ τα έργα του Matta-Clark γίνονταν ολοένα και πιο φιλόδοξα. Οι τομές χρησιμοποιήθηκαν, αργότερα, για έργα μεγαλύτερης κλίμακας, όπως το “Day’s End” (1975), μια τομή σε μια εγκαταλελειμμένη προβλήτα κατά μήκος του ποταμού Χάντσον, αλλά και ο διαχωρισμός στα δύο ενός σπιτιού προς κατεδάφιση στο Νιου Τζέρσεϋ (“Splitting”, 1974).
Μία από της γνωστότερες τομές του είναι το “Conical Intersect” (1975), το οποίο αποτέλεσε συνεισφορά του Matta-Clark για τη Μπιενάλε της Γαλλίας. Το έργο αυτό είχε τη μορφή μίας τομής που πέρναγε μέσα από δύο προς κατεδάφιση κτίρια του 17ου αιώνα, κοντά στο υπό κατασκευή κέντρο Georges Pompidou. Αυτό το «αντιμνημείο» ή «μη μνημείο», όπως το αποκάλεσε ο καλλιτέχνης, στοχαζόταν την ποιητική ιδιότητα του αστικού τοπίου, γι΄ αυτό και η τομή σε σχήμα ανεμοστρόβιλου που ανοίχθηκε από τον Matta-Clark, λειτούργησε σαν ένα περισκόπιο το οποίο προσέφερε στους περαστικούς της γαλλικής πόλης την δυνατότητα θέασης του εσωτερικού σκελετού των κτιρίων.
Μέσα από την «αναρχιτεκτονική» του, ο Matta-Clark ασκούσε έντονη κριτική τόσο στην αποσύνθεση της αμερικανικής πόλης, όπως και στην διαρκώς εντονότερη αίσθηση ότι το αμερικανικό όνειρο παραπαίει. Στο έργο “Splitting” του 1974, η διχοτόμηση του κλασικού οικογενειακού σπιτιού των προαστίων, μας φέρνει στον νου την αποδόμηση της αμερικανικής οικογένειας, ένα προσωπικό τραύμα του καλλιτέχνη. Ο Matta-Clark ήταν ένα έντονα πολιτικό πνεύμα γνωστό και για τα κείμενα, τις παρεμβάσεις αλλά και τον κοινωνικό ακτιβισμό του.
Παράλληλα με τις αρχιτεκτονικές τομές και παρεμβάσεις, ο Matta-Clark ίδρυσε το 1971, μαζί με τους καλλιτέχνες Caroline Gooden, Tina Girouard, Suzanne Harris και Rachel Lew το συνεργατικό καλλιτεχνικό εστιατόριο “FOOD” στην υποβαθμισμένη τότε ακόμα περιοχή του Σόχο, μία περιοχή κατακλυσμένη από ανερχόμενους καλλιτέχνες. Το εστιατόριο ήταν ένα μέρος όπου νέοι, πεινασμένοι καλλιτέχνες της Νέας Υόρκης μπορούσαν να βρουν καθημερινά ένα χορταστικό και παράλληλα οικονομικό γεύμα, εντός ενός ανοιχτού περιβάλλοντος, γεμάτο από ανθρώπους με παρόμοια ενδιαφέροντα.
Το FOOD αποτέλεσε και ένα χώρο εργασίας για πολλούς καλλιτέχνες, καθώς προσέφερε ευέλικτα ωράρια και μεγάλη κατανόηση για τον ιδιόμορφο τρόπο ζωής τους. Κάθε Σάββατο, ένας προσκεκλημένος καλλιτέχνης ήταν υπεύθυνος της κουζίνας, σχεδιάζοντας ένα δικό του μενού, το οποίο και μαγείρευε. Αξιοσημείωτο ήταν το μενού που ανέλαβε ο Matta-Clark, το επονομαζόμενο “The bone meal”. Αυτό αποτελείτο από διάφορα πιάτα με βασικό συστατικό τα κόκκαλα, ενώ, μετά το πέρας του γεύματος, τα κόκκαλα καθαρίζονταν και μετατρέπονταν εκείνη τη στιγμή σε χειροποίητα κοσμήματα, αναμνηστικά της βραδιάς.
Μπορεί η τέχνη του Matta-Clark να ήταν κυρίως εφήμερη, αφού τα περισσότερα έργα του έγιναν σε κτίρια, τα οποία κατεδαφίστηκαν λίγο αργότερα, ενώ το εστιατόριο έκλεισε μετά από μόλις τρία χρόνια λειτουργίας, αλλά ίσως αυτό είναι κομμάτι της γοητείας του. Η «αναρχιτεκτονική» δεν ήταν κάτι που θα μπορούσε να μείνει στο χρόνο, να ζει μέσα στο σύστημα το οποίο κατακρίνει. Αλλά εμείς την αγαπάμε όπως και να ‘χει.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- «Timely lessons from a Rebel, Who Often Created by Destroying» By Nicolai Ouroussoff, nytimes.com, διαθέσιμο εδώ.
- Gordon Matta-Clark, Conical Intersect, Collection Online, guggenheim.org, διαθέσιμο εδώ.
- Passing Through Architecture: The 10 Years of Gordon Matta-Clark, artishockrevista.com, διαθέσιμο εδώ.
- Art Cooking: Bone Meal, The Art Assignment, PBS Digital Studios, YouTube, διαθέσιμο εδώ.