Της Θεοδώρας Αγγελοπούλου,
Στο προσκήνιο του δημοσίου διαλόγου έχει επανέλθει το ζήτημα των εξεταστικών επιτροπών της Βουλής. Eπ’ αφορμής του σκανδάλου που ξέσπασε στην Αυστρία για τις «στημένες» δημοσκοπήσεις από την κυβέρνηση, οι οποίες προκάλεσαν την παραίτηση του Καγκελάριου Sebastian Kurz, δόθηκε το έναυσμα στην Αξιωματική Αντιπολίτευση να χρησιμοποιήσει το κοινοβουλευτικό της δικαίωμα, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας και κομματικού ανταγωνισμού, με την ελπίδα ότι θα αυξήσει τη δημοτικότητά της αποκαλύπτοντας το «άσχημο» έως και παράνομο πρόσωπο του κυβερνώντος κόμματος.
Οι κατηγορίες που επικαλείται αφορούν στην χειραγώγηση και τον χρηματισμό των δημοσκοπικών εταιρειών και των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, που θέλουν τη Νέα Δημοκρατία να καταβάλλει προσπάθειες να κρύψει τις αδυναμίες των εκτελεστικών χειρισμών της στην έως τώρα θητεία της, πίσω από τα μεγάλα ποσοστά αποδοχής των πολιτικών της, και να επιβουλεύεται τα ποσοστά δυσαρέσκειας και αμφισβήτησης που, ενδεχομένως, αντιστοιχούν, στην αντιπολίτευση. Στο κατηγορητήριο, παράλληλα, προστίθενται και η διαφημιστική εκστρατεία για την πρόληψη κατά του κορωνοϊού, αλλά και του εθνικού εμβολιαστικού προγράμματος στα ΜΜΕ με τις αποκαλούμενες «λίστες Πέτσα» ύψους 42 εκατομμυρίων ευρώ. Η Κυβέρνηση απαντά σε αυτές τις κατηγορίες, αλλά και στην πρόταση για σύσταση εξεταστικής επιτροπής, λέγοντας ότι πρόκειται για σπασμωδικές κινήσεις της αντιπολίτευσης, η οποία προσπαθεί να σώσει τον εαυτό της από την παρακμιακή τροχιά που έχει εισέλθει, καταχραζόμενη τα συνταγματικά της δικαιώματα με άκαιρες στοχεύσεις και άσκοπα ερωτήματα, το οποία μόνο εντυπώσεις προκαλούν και αποσυντονίζουν την κοινή γνώμη από τα πραγματικά προβλήματα.
Ωστόσο, εφόσον πρόκειται για συνταγματική επίκληση εντός του θεσμικού ρόλου που παίζει η αντιπολίτευση στα πλαίσια του κοινοβουλευτικού ελέγχου, το κυβερνών κόμμα αποδέχεται την σύσταση της επιτροπής και προτείνει για διεύρυνση του χρονικού ορίζονται που πρόκειται να εξετάσει από το 2015, για το ίδιο ζήτημα ακριβώς, με την πλειοψηφία των μελών της να προέρχεται από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Κατά αυτόν τον τρόπο, ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχεται τους δυσμενείς όρους για μία διαδικασία που ο ίδιος είχε την πρωτοβουλία και που μπορεί, μέσω των διερευνητικών ανακρίσεων και συνεδριάσεων, να γυρίσει εναντίον του, μεγιστοποιώντας την κρίση την οποία αντιμετωπίζει εσωκομματικά, με αποτέλεσμα να δυσχεράνει τα προβλήματα ευρείας αποδοχής του ενόψει, μάλιστα, και των εσωκομματικών εκλογών των ΚΙΝΑΛ, οι οποίες μπορούν να αποτελέσουν την διελκυστίνδα για την κατάρρευση του προοδευτικού προφίλ του, αφήνοντας στους ψηφοφόρους την πικρία για το σύνολο των ατασθαλιών – ίσως και παρανομιών – που χαρακτήρισαν τη δική του κυβερνητική θητεία. Πρόκειται, λοιπόν, για μία διαδικασία, η οποία θα αποκαλύψει στον κυρίαρχο λαό κατά ποιον τρόπο τα φορολογημένα χρήματά του απορρίφθηκαν για επικοινωνιακό σκοπό την τελευταία κρίσιμη εξαετία, δίνοντάς του σαφή εικόνα για τις κυβερνητικές πρακτικές, ιδεολογικά εκατέρωθεν, που ακολουθήθηκαν για την ενημέρωσή του.
Προχωρώντας στο θεωρητικό πλαίσιο, που αποσαφηνίζει τη χρησιμότητα αυτού του είδους επιτροπών, αποσαφηνίζονται τα εξής: Σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφος 2 του Συντάγματος και των εξειδικεύσεων αυτού στον Κανονισμό της Βουλής, οι Εξεταστικές Επιτροπές του ελληνικού Κοινοβουλίου καταρτίζονται για την εξέταση ειδικών ζητημάτων δημόσιου ενδιαφέροντος, μετά από πρόταση του ενός πέμπτου του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή τουλάχιστον 60 βουλευτών, και απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τα δύο πέμπτα του όλου αριθμού των βουλευτών, το οποίο σημαίνει κατ’ ελάχιστο 120 ψήφους. Ωστόσο, αν το ζήτημα σχετίζεται με την εξωτερική πολιτική ή την εθνική άμυνα, απαιτείται η απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή 151 βουλευτές τουλάχιστον. Με την απόφαση των Βουλής καθορίζεται η προθεσμία υποβολής του πορίσματος των συστηνόμενων επιτροπών, ενώ αυτές λειτουργούν έχοντας όλες τις αρμοδιότητες των ανακριτικών αρχών και του εισαγγελέα πλημμελειοδικών.
Στην ιστορία της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας απαριθμούνται οι επακόλουθες: α) Εξεταστική Επιτροπή για τη διερεύνηση και διαλεύκανση των συνθηκών και των ευθυνών που οδήγησαν στην υπαγωγή της Ελλάδας στο καθεστώς των μνημονίων και της επιτήρησης, β) Εξεταστική Επιτροπή για τη διερεύνηση της νομιμότητας της δανειοδότησης των πολιτικών κομμάτων, καθώς και των ιδιοκτητριών εταιρειών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης από τα τραπεζικά ιδρύματα της χώρας, γ) Εξεταστική Επιτροπή για τη διερεύνηση σκανδάλων στον χώρο της Υγείας κατά τα έτη 1997-2014, δ) Εξεταστική Επιτροπή για τη διερεύνηση της υπόθεσης “SIEMENS” στο σύνολό της, ε) Εξεταστική Επιτροπή για την ολοκλήρωση της διερεύνησης του συνόλου του σκανδάλου της Μονής Βατοπεδίου, στ) Εξεταστική Επιτροπή για την πλήρη διερεύνηση της υπόθεσης των Ομολόγων, ζ) Εξεταστική Επιτροπή «Σχετικά με το έλλειμα του 2009 και τους παράγοντες, που οδήγησαν στην αμφισβήτηση των Ελληνικών στατιστικών στοιχείων», εκ των οποίων μερικές παραμένουν, ακόμη, ενεργές.
Εν κατακλείδι, συνάγεται από την παράθεση του ιστορικού των εξεταστικών επιτροπών το συμπέρασμα ότι γεγονότα που έχουν σημαδέψει τη μεταπολιτευτική πολιτική σκηνή και στάθηκαν το επίκεντρο των μεγαλύτερων σκανδάλων αυτής βρήκαν ανάχωμα στον κοινοβουλευτισμό ως έκφραση της πολιτικής πυγμής για τη διαλεύκανσή τους. Μέσω αυτών, που ορίζονται ως σημεία αναφοράς σε περιόδους οικονομικής κρίσης, έντονων πελατειακών συνδιαλέξεων και διαφθοράς ως χαρακτηριστικά που έχουν στιγματίσει το ελληνικό πολιτικό σύστημα, γίνεται κατανοητό πώς αυτό το κοινοβουλευτικό εργαλείο διατηρεί μία εξισορροπητική μεταβλητή στην εξίσωση της δημοκρατίας με την έννοια της λογοδοσίας και μετέπειτα της απόδοσης ευθυνών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Λίστα Ενεργών Κοινοβουλευτικών Επιτροπών, hellenicparliament.gr, διαθέσιμο εδώ
- Πολιτικό πινγκ πονγκ με την Εξεταστική, Γιώργος Σ. Μπουρδάρας, kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ
- ΣΥΡΙΖΑ για Εξεταστική Επιτροπή: Ο κ. Μητσοτάκης θέλει να κρύψει τις ευθύνες του για τις λίστες Πέτσα, cnn.gr, διαθέσιμο εδώ