11 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΟ θεσμός της rétention de sûreté στην γαλλική έννομη τάξη: O επικίνδυνος...

Ο θεσμός της rétention de sûreté στην γαλλική έννομη τάξη: O επικίνδυνος εγκληματίας ως πρόκληση για το φιλελεύθερο ποινικό σύστημα


Του Πέτρου – Ορέστη Κατσούλα,

  1. ΟΡΙΣΜΟΣ

Η κράτηση ασφαλείας (rétention de sûreté) είναι η αναγκαστική τοποθέτηση σε κοινωνικο-ιατρικό-δικαστικό κέντρο, μετά την έκτιση της ποινής ενός καταδικασθέντος προσώπου. Ο θεσμός εισήχθη στη γαλλική ποινική δικονομία με το νόμο υ νόμου αριθ. 2008-174 της 25ης Φεβρουαρίου 2008, σχετικά με την ασφαλή κράτηση και την κήρυξη της ποινικής ανευθυνότητας λόγω ψυχικής διαταραχής και ρυθμίζεται από τα άρθρα 706-53-13 και επόμενα του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Το μέτρο λαμβάνεται κατ’ εξαίρεση, εάν ο κρατούμενος αποτελεί σοβαρή απειλή για την κοινωνία. Η κράτηση ασφαλείας αποφασίζεται είτε ταυτόχρονα με την ποινική καταδίκη από το αρμόδιο δικαστήριο, είτε μπορεί να ληφθεί και μετά την έκδοση της απόφασης, εάν ο κρατούμενος δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις της επιτήρησης ασφαλείας, που έχουν επιβληθεί  σε έναν κρατούμενο που έχει εκτίσει την ποινή του  και οι οποίες αποβλέπουν στην προστασία του κοινωνικού συνόλου από τον κίνδυνο υποτροπής.

Η υπαγωγή στο ειδικό καθεστώς της rétention de sûreté προϋποθέτει το άτομο να έχει καταδικαστεί για σοβαρό έγκλημα και έχει εκτίσει την ποινή του. Ο κρατούμενος πρέπει να έχει καταδικαστεί σε ποινή κάθειρξης τουλάχιστον δεκαπέντε ετών για ένα από τα ακόλουθα κακουργήματα:

  • Βιασμός, ανθρωποκτονία
  • Βασανιστήρια και πράξεις βαρβαρότητας
  • Απαγωγή ή παράνομος εγκλεισμός

Ταυτοχρόνως, η προσωπικότητα του εγκληματία πρέπει να πληροί τα ακόλουθα δύο χαρακτηριστικά:

  • Να πάσχει από σοβαρή διαταραχή προσωπικότητας
  • Να είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος με πολύ μεγάλη πιθανότητα υποτροπής.

Όροι που σχετίζονται με την εκτέλεση της ποινής

Για την υπαγωγή στο ειδικό αυτό καθεστώς, ο κρατούμενος πρέπει να έχει ολοκληρώσει την έκτιση της ποινής του και η τοποθέτησή του στο ειδικό καθεστώς επιτήρησης πρέπει να αποσκοπεί στην παροχή  φροντίδας, προσαρμοσμένης στη διαταραχή της προσωπικότητάς του. Κατά συνέπεια, ο κρατούμενος που εντάσσεται στο καθεστώς αυτό συνεχίζει να τελεί υπό κράτηση και μετά το πέρας του πλαισίου ποινής τους και  δεν αφήνεται ελεύθερος. Η τοποθέτηση σε κέντρο φροντίδας αιτιολογείται από την επικινδυνότητα του ατόμου και την ανάγκη προστασίας της κοινωνίας από την υποτροπή.

  1. Κράτηση που διατάσσεται ταυτόχρονα με την ποινική καταδίκη

Όπως ειπώθηκε παραπάνω, η κράτηση ασφαλείας μπορεί να διαταχθεί από το δικαστήριο που δικάζει το έγκλημα μαζί  με την αποδιδόμενη ποινή στο δράστη. Μάλιστα, το δικαστήριο υπέχει υποχρέωση να τοποθετηθεί ως προς την αναγκαιότητα ή όχι ενός τέτοιου μέτρου. Τουλάχιστον ένα έτος πριν από τη λήξη της ποινής, η κατάσταση του κρατουμένου επανεξετάζεται από τη διεπιστημονική επιτροπή για τα μέτρα ασφαλείας (CPMS). Η αξιολόγηση πραγματοποιείται σε εξειδικευμένη υπηρεσία που είναι υπεύθυνη για την παρακολούθηση των κρατουμένων, για περίοδο τουλάχιστον έξι εβδομάδων. Εάν η Επιτροπή  καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο εγκληματίας είναι επικίνδυνος, προτείνει να του χορηγηθεί ένταλμα κράτησης, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

  • Πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής στο καθεστώς επιτήρησης
  • Η ασφαλής κράτηση να συνεχίζει να κρίνεται ο μόνος τρόπος για την πρόληψη της υποτροπής, καθώς οι υποχρεώσεις που απορρέουν από άλλα λιγότερο επαχθή προληπτικά μέτρα (κοινωνικοδικαστική παρακολούθηση, δικαστική εποπτεία, εγγραφή στο FIJAIS) να κρίνονται ανεπαρκή.

Η απόφαση λαμβάνεται από το περιφερειακό δικαστήριο για την κράτηση ασφαλείας, μετά από ακρόαση του κατηγορούμενου. Στη συζήτηση κάθε μέρος (εισαγγελέας, κατηρογούμενος) έχει τη δυνατότητα να παρουσιάσει την άποψή του και να συζητήσει τα αποδεικτικά στοιχεία, τα γεγονότα και τα επιχειρήματα που σχετίζονται με την εν λόγω υπόθεση μεταξύ του εισαγγελέα και του καταδικασθέντος, πάντα με βάση την πρόταση της διεπιστημονικής επιτροπής για τα μέτρα ασφαλείας.

  1. Κράτηση με απόφαση που λήφθηκε κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της ποινής

Η κράτηση ασφαλείας μπορεί να επιβληθεί σε πρόσωπο που υπόκειται σε απλή  επιτήρηση ασφαλείας (surveillance de sûreté), εάν δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις αυτής και εφόσον  το άτομο αποτελεί ιδιαίτερα σοβαρή απειλή για την κοινωνία. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η τοποθέτηση μπορεί να διαταχθεί επειγόντως από τον πρόεδρο του περιφερειακού δικαστηρίου ασφαλούς κράτησης μετά από θετική γνωμοδότηση της διεπιστημονικής επιτροπής για τα μέτρα ασφαλείας (CPMS). Οι αποφάσεις του περιφερειακού δικαστηρίου κράτησης ασφαλείας μπορούν να προσβληθούν από τον ενδιαφερόμενο ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου κράτησης ασφαλείας (JNRS).

ΙΙ.  Μορφολογία της rétention de sûreté

Το υπό κράτηση πρόσωπο τοποθετείται σε κοινωνικο-ιατρικό ή οιονεί σωφρονιστικό κέντρο ασφαλείας, το οποίο παρέχει ιατρική, κοινωνική και ψυχολογική φροντίδα στον δράστη, που  αποβλέπει στην παροχή θεραπείας για τη μείωση της εγκληματικής ροπής του. Μεταξύ των μέτρων που μπορεί να διαταχθούν είναι η συμμετοχή του σε εκπαιδευτικές ή επιμορφωτικές δραστηριότητες, η εργασία του σε μια θέση που είναι συμβατή με την παρουσία του στο κέντρο κράτησης.

Ο κρατούμενος δικαιούται να ασκεί  θρησκευτικές ή εκπαιδευτικές δραστηριότητες, να αποστέλλει ή να παραλαμβάνει την αλληλογραφία του, του επιτρέπεται υποδοχή επισκέψεων και καθημερινές τηλεφωνικές κλήσεις.  Συγχρόνως, μπορεί να επιτραπεί στον κρατούμενο να εγκαταλείψει το κέντρο για λίγες ημέρες με ηλεκτρονικό βραχιολάκι, προκειμένου να διατηρήσει οικογενειακούς δεσμούς ή να προετοιμαστεί για τη λήξη του μέτρου. Η άδεια χορηγείται ή απορρίπτεται από τον δικαστή που είναι αρμόδιος για την εφαρμογή των ποινών.

Το ένταλμα κράτησης ισχύει για περίοδο ενός έτους. Το μέτρο αναστέλλεται από οποιαδήποτε κράτηση κατά τη διάρκεια της εκτέλεσής του. Εάν η κράτηση υπερβαίνει τους έξι μήνες, η επανάληψή της πρέπει να επιβεβαιωθεί από το περιφερειακό δικαστήριο ασφαλούς κράτησης το αργότερο εντός τριών μηνών από τη λήξη της κράτησης. Διαφορετικά τερματίζεται αυτόματα. Ωστόσο, υπάρχει δυνατότητα επέκτασης του μέτρου για ένα έτος μετά από θετική γνωμοδότηση της διεπιστημονικής επιτροπής για τα μέτρα ασφαλείας. Οι αρχικές προϋποθέσεις πρέπει να εξακολουθούν να πληρούνται και η επικινδυνότητα του δράστη πρέπει να εξακολουθεί να υφίσταται.

Η κράτηση μπορεί να τερματιστεί πριν από τη λήξη της περιόδου μετά την πάροδο τριών μηνών από την έκδοση της οριστικής απόφασης. Σε κάθε περίπτωση, το μέτρο αίρεται αυτομάτως από το περιφερειακό δικαστήριο μόλις το πρόσωπο δεν παρουσιάζει πλέον τον κίνδυνο επικινδυνότητας που δικαιολογούσε τη χρήση της κράτησης.

Εάν η κράτηση ασφαλείας δεν παραταθεί ή εάν το μέτρο τερματιστεί, το περιφερειακό δικαστήριο μπορεί να θέσει το πρόσωπο υπό επιτήρηση ασφαλείας. Η τοποθέτηση αυτή καθορίζεται για περίοδο δύο ετών, εάν ο κίνδυνος υποτροπής εξακολουθεί να υφίσταται. Η απόφασή του θα ληφθεί μετά από αντιπαραθετική συζήτηση κατά την οποία το πρόσωπο θα επικουρείται από δικηγόρο της επιλογής του ή από δικηγόρο που θα ορίσει το δικαστήριο.

Πηγή εικόνας: AFP PHOTO / SEBASTIEN BOZON

ΙΙΙ. Κριτική αποτίμηση

Η διαφορά μεταξύ μίας ποινής και ενός μέτρου ασφαλείας είναι λεπτή και αρκετά αμφισβητήσιμη. Δικαιοπολιτικά, ένα μέτρο ασφαλείας είναι καταρχήν ανεξάρτητο από οποιοδήποτε αδίκημα και βασίζεται αποκλειστικά στην επικινδυνότητα ή τον κοινωνικό κίνδυνο που παρουσιάζει το άτομο. Ως εκ τούτου, ένα μέτρο ασφαλείας είναι αυτό που επιβάλλει περιορισμούς ή στερήσεις σε άτομα των οποίων το ψυχιατρικό ή κοινωνικό προφίλ θα μπορούσε να προκαλέσει φόβο ότι, ελλείψει προηγούμενης καταδικαστέας πράξης, θα μπορούσαν να αποτελέσουν κίνδυνο για το κοινωνικό σύνολο.

Στην περίπτωση της rétention de sûreté, η κράτηση αποφασίζεται μόνο αν το δικαστήριο της έδρας την έχει προβλέψει ως αποτέλεσμα παραβίασης του λιγότερο επαχθούς μέτρου της επιτήρησης ασφαλείας (surveillance de sûreté). Συνεπώς, η διάταξη επιβολής του μέτρου, αν και δεν αποτελεί συμπληρωματική ποινή, σχετίζεται άμεσα με την προσωπικότητα του δράστη, όπως εκδηλώθηκε τόσο κατά την τέλεση της πράξης, όσο και από την γενικότερη στάση του, περιλαμβάνοντας την τρέχουσα και μελλοντική επικινδυνότητα του.

Φυσικά, η στέρηση της ελευθερίας που επιβάλλεται στο δράστη προσιδιάζει έντονα με την φυλάκιση του μια φαίνεται προβληματική από άποψη νομιμότητας της ποινής. Αν και η κράτηση γίνεται σε ειδικά διαμορφωμένο κέντρο που αποσκοπεί στην επανένταξη και τη «θεραπεία» της εγκληματικής ροπής του δράστη, οι αυξημένες συνθήκες εποπτείας προσιδιάζουν έντονα, αν δεν ταυτίζονται με ένα κοινό καθεστώς κράτησης. Στην απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2008, το Συνταγματικό Συμβούλιο της Γαλλίας έκανε λόγο για τον «σωφρονιστικό χαρακτήρα του μέτρου, όπως προσδιορίζεται από τη διάρκεια, τον απεριόριστα ανανεώσιμο χαρακτήρα του» καταλήγοντας έμμεσα ότι πρόκειται ουσιαστικά για ένα είδος ποινής, αποκλείοντας μάλιστα για το λόγο αυτό οποιασδήποτε μορφή αναδρομικότητα.

Το Συνταγματικό Συμβούλιο τόνισε ότι το μέτρο  ενόψει της πλήρους στέρησης της ελευθερίας που συνεπάγεται, πρέπει να έχει πεδίο εφαρμογής ανάλογα με την προσωπικότητα του ενδιαφερομένου. Για την συνταγματικότητα του μέτρου απαιτείται αυτό να κρίνεται ως αυστηρώς επαρκές για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, αλλά και συνάδον με την προσωπικότητα του εργαζομένου. Όπως επισημαίνει το Δικαστήριο, απαιτείται η συχνή αξιολόγηση της διεπιστημονικής επιτροπής, αλλά και η προγενέστερη εξέταση της προσφορότητας λιγότερο επαχθών μέτρων.

Ωστόσο, ο Γάλλος συνταγματικός δικαστής κατέληξε στην συνταγματικότητα του μέτρου κρίνοντας ότι παρέχονται αυστηρές εγγυήσεις, όπως η δυνατότητα του δικαστή να προβαίνει σε επανεξέταση της απόφασης,  εστιάζοντας στο ρόλο της διεπιστημονικής επιτροπής, στη δυνατότητα του περιφερειακού δικαστηρίου να κηρύξει τη λήξη της περιόδου κράτησης αυτεπαγγέλτως. Είναι βέβαια προβληματικό το γεγονός ότι η άποψη της επιτροπής είναι οιονεί δεσμευτική για το δικαστή.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση M. κατά Γερμανίας, κατά την οποία κλήθηκε να αποφασίσει αναφορικά με αντίστοιχο θεσμό στη Γερμανία,  έκρινε ότι το μέτρο της κράτησης προσιδιάζει περισσότερο σε ποινή και όχι σε μέτρο ασφαλείας. Όπως τόνισε το Δικαστήριο, η Σύμβαση επιτρέπει τη στέρηση της ελευθερίας ακόμη και για την αποτροπή της πιθανής διάπραξης αξιόποινων πράξεων. Ωστόσο, αυτό δεν πρέπει, είπε το Δικαστήριο, να μετατραπεί σε γενική πολιτική πρόληψης. Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η κράτηση πρέπει να είναι νόμιμη, πράγμα που δεν μπορεί να αναλυθεί μόνο από την άποψη της ύπαρξης μιας νομικής διάταξης, αλλά απαιτεί ο νόμος να έχει ορισμένες ιδιότητες, ιδίως να προστατεύει τα άτομα από την αυθαιρεσία.

Για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό  σημείωσε ότι επρόκειτο πράγματι για στέρηση της ελευθερίας, και επιπλέον ότι οι κρατούμενοι κρατούνταν στην πραγματικότητα σε κανονικές φυλακές, αν και σε ξεχωριστές πτέρυγες, ενώ παράλληλα αναφέρθηκε στο γεγονός ότι στο γερμανικό δίκαιο υπήρχαν ελάχιστες ειδικές διατάξεις για την κράτηση των προσώπων αυτών και ότι, κατά τα λοιπά, θα πρέπει να εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι κανόνες που ισχύουν για τη συνήθη κράτηση. Υπό την έννοια αυτή, το μέτρο υπόκειται στις προϋποθέσεις του άρθρου 7 της Σύμβασης, με αποτέλεσμα να απαγορεύεται οποιαδήποτε μορφή αναδρομικότητας του μέτρου.

  1. Καταληκτικές παρατηρήσεις

Ο θεσμός της κράτησης ασφαλείας αποτελεί, σαφώς, μία πρόκληση για το φιλελεύθερο πνεύμα του μοντέρνου ποινικού δικαίου, το οποίο βασίστηκε στην έννοια της νομιμότητας του εγκλήματος και της ποινής, της καταδίκης μόνο για πράξεις και όχι για την εν γένει εγκληματική φυσιογνωμία του δράστη, καθώς και για την ασφάλεια του δικαίου. Είναι προφανείς οι κίνδυνοι που γεννώνται από μία αυθαίρετη ή καταχρηστική επιστράτευση του συγκεκριμένου θεσμού.

Ωστόσο, από τη νομολογία και από τη θεωρητική ανάλυση προκύπτει η καταρχήν ανοχή από την έννομη τάξη του εν λόγω θεσμού, ο οποίος αποτελεί ένα υβρίδιο μεταξύ αντεγκληματικής πολιτικής (και άρα εντασσόμενο στη σφαίρα της πρόληψης) και ιδιάζουσας ποινής (η οποία επιβάλλεται λόγω της ιδιαίτερης εγκληματικότητας του δράστη, όπως αυτή εξατομικεύθηκε μεν με την τέλεση κάποιας πράξης, αλλά η οποία δεν εξαντλήθηκε σε αυτήν, και είναι πολύ πιθανόν να εκδηλωθεί με νέες πράξεις). Είναι γεγονός ότι η ύπαρξη ιδιαίτερα προβληματικών περιπτώσεων επικίνδυνων δραστών, των οποίων η τέλεση ενός εγκλήματος ιδιαιτέρως ειδεχθούς εντάχθηκε σε μία γενικότερη αποδοκιμαστέα στάση ζωής, ή συνδυάστηκε από μία στάση που παραπέμπει σε μία ξεκάθαρα αντικοινωνική αξιακή τοποθέτηση καθιστά τη συζήτηση επίκαιρη. Το γεγονός δε ότι το πλαίσιο έκτισης ποινής στην Ελλάδα κρίνονται σε ορισμένες περιπτώσεις ιδιαιτέρως δυσανάλογα της βαρύτητας της καταλογιστέας πράξης, αφήνει ανοικτό το παράθυρο για την έναρξη ενός διαλόγου αναφορικά με την σκοπιμότητα εισαγωγής ενός παρόμοιου θεσμού και στην ελληνική ποινική δικονομία.

Σαφώς, ένα τέτοιο καθεστώς δεν μπορεί να είναι σύμφωνος με το Σύνταγμα και το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, παρά  μόνο εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.  Έτσι, απαιτείται να διατάσσεται από τον ποινικό δικαστή, να παρέχονται όλες οι δικονομικές εγγυήσεις στον κατηγορούμενο, να κρίνεται από αρμόδια επιστημονική επιτροπή και κυρίως το μέτρο να αποβλέπει στην επανένταξη και την θεραπεία του δράστη. Για το λόγο αυτό, η παραμονή του σε άλλο χώρο φύλαξης έξω από τις φυλακές κρίνεται επιβεβλημένη, προκειμένου να μην εκφυλιστεί σε μία αέναη φυλάκιση, η οποία μάλιστα θα επιβάλλεται ανεξάρτητα από την τέλεση αδικήματος, έστω και αν γίνεται επ’ αφορμή τέλεσης προγενέστερου εγκλήματος, για το οποίο όμως έχει εκτιθεί η προβλεπόμενη στο νόμο ποινή. Ταυτόχρονα, προκειμένου να αποφευχθεί κάθε υποψία thought crime, θα πρέπει ο  νόμος να ορίζει ρητά σε σχέση με ποια εγκλήματα θα αξιολογηθεί η επικινδυνότητα του δράστη, ώστε το μέτρο να στοχεύει μεν στην εγκληματική φυσιογνωμία του δράστη, όπως αυτή έχει τουλάχιστον εκδηλωθεί έστω μία φορά στον εξωτερικό κόσμο.  Είναι αυτονόητο ότι το μέτρο τελεί υπό την αυστηρή τήρηση της αρχής της αναλογικότητας.

Συμπερασματικά, παρά τον αμφιλεγόμενο χαρακτήρα του θεσμού, η ύπαρξή του σε ιδιαίτερα κρίσιμες περιπτώσεις αυξημένης ροπής προς το έγκλημα, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ex officio απορριπτέα, αλλά να συσχετισθεί με τις υπάρχουσες ουσιαστικές και δικονομικές εγγυήσεις του νομικού μας πολιτισμού, και να αποτελέσει επιστέγασμα της αντεγκληματικής πολιτικής, την οποία έτσι και αλλιώς υπηρετεί το σωφρονιστικό σύστημα.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • T.GARE – C.GINESTET, Droit pénale.Procédure pénale,11 éd, Dalloz, 2020
  • C. GHICA-LEMARCHAND, «La rétention de sûreté (à propos de la décision du Conseil constitutionnel du 21 février 2008)», RD publ. 2008. 1381.
  • S.GUINCHARD- J.BUISSON, Procédure pénale, 14 éd, Lexisnexis,2020
  • H. MATSOPOULOU, «Le développement des mesures de sûreté justifiées par la “dangerosité” et l’inutile dispositif applicable aux malades mentaux», Dr. pénal 2008. Étude 5, spéc. p. 11

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Πέτρος-Ορέστης Κατσούλας
Πέτρος-Ορέστης Κατσούλας
Είναι υποψήφιος διδάκτωρ συγκριτικού, δημοσίου και ευρωπαϊκού δικαίου (Πανεπιστήμιο Paris II Panthéon-Assas). Πτυχιούχος της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στο Δημόσιο Δίκαιο του Πανεπιστημίου Paris II Panthéon-Assas, με ισχυρή βάση στο ευρωπαϊκό δίκαιο, το δημόσιο δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Φέρει δικηγορική εμπειρία σε αντικείμενα δημοσίου δικαίου αλλά και πολιτικής και διοικητικής δικονομίας, από άσκηση στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Κατά το παρελθόν είχε ενεργή συμμετοχή στην ELSA ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, συμμετοχή σε προσομοιώσεις οργανισμών και πρακτική άσκηση στο Υπουργείο Εξωτερικών.