Της Μαρίας Πολίτου,
Ένα ερώτημα το οποίο δεσπόζει εδώ και εκατοντάδες χρόνια είναι το τι τελικά συνέβη στην πρώτη αγγλική αποικία στα τέλη του 16ου αιώνα. Η ιστορία αυτή εκτυλίσσεται μέσα σε ένα αμιγώς ιδιόμορφο πλαίσιο και τα ιστορικά γεγονότα αφήνουν πολλά ερωτηματικά ως προς την τύχη των αποίκων.
Τα υπερατλαντικά ταξίδια αποτελούσαν μια πρόκληση για τους Ευρωπαίους την περίοδο εκείνη, και οι Άγγλοι, συγκεκριμένα, ήθελαν να εξερευνήσουν τη μεγαλύτερη ήπειρο και να αφήσουν χαραγμένα τα αποτυπώματά τους εκεί. Στις αρχές του 1580, μια ομάδα Άγγλων εξερευνητών άρχισε να εκδηλώνει το ενδιαφέρον της για την εξερεύνηση του «Νέου Κόσμου». Συνειρμικά, η εποχή εκείνη συνδέεται με τη διοίκηση της Βασίλισσας Ελισάβετ Α’ στην Αγγλία, η οποία διαδραμάτιζε ισχυρό ρόλο στον τομέα της θαλασσοκρατίας.
Τον Απρίλιο του 1584, μερικοί Άγγλοι εξερευνητές ξεκίνησαν το μεγάλο τους ταξίδι, με πρώτη στάση τη Βόρεια Καρολίνα. Συγκεκριμένα, αρχηγός και πρωτοστάτης της περιπέτειας αυτής υπήρξε ο Sir Walter Raleigh. Ο Raleigh είχε λάβει εντολή από τη Βασίλισσα Ελισάβετ να δημιουργήσει μια αποικία Άγγλων στη Βόρεια Αμερική, με απώτερο σκοπό την αποκόμιση πλούτου από τον Νέο Κόσμο. Ωστόσο, ο Raleigh δεν εμφανιζόταν στις αποστολές, οι οποίες του είχαν ανατεθεί από τη Βασίλισσα, αλλά έστελνε έμπιστους ανθρώπους του. Αργότερα, τον Ιούλιο του ίδιου έτους, θέλοντας να εξερευνήσουν και την ανατολική μεριά της Βόρειας Καρολίνας, οι Άγγλοι επεκτάθηκαν και έφθασαν μέχρι και τις ακτές του απέναντι νησιού, του Roanoke (Ρόανοκ), και από την αρχή σύναψαν φιλικές σχέσεις με τους ιθαγενείς της περιοχής και τον αρχηγό τους, Βιντζίνα. Οι εξερευνητές είχαν διαιρεθεί σε δύο ομάδες, με επικεφαλής τους Philip Amadas και Arthur Barlowe.
Τον Αύγουστο, αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Αγγλία, προκειμένου να μεταφέρουν τα χαρμόσυνα νέα της ισχυρής τους παρουσίας στο νησί, συνοδευόμενοι από δύο ντόπιους ιθαγενείς, οι οποίοι με χαρά τους ακολούθησαν. Ο Raleigh και η Ελισάβετ, μαθαίνοντας τα νέα, ήταν πολύ ενθουσιασμένοι με την τροπή των πραγμάτων και γι’ αυτόν τον λόγο η Ελισάβετ αποφάσισε να ονομάσει την περιοχή εκείνη «Βιρτζίνια» (παρθένα γη). Η ονομασία αυτή ήταν και μια έμμεση αναφορά στην ίδια τη βασίλισσα, καθώς δεν είχε παντρευτεί και ήταν γνωστή στην Αγγλία ως η «Παρθένα Βασίλισσα».
Για τον Raleigh, η περιοχή εκείνη αποτελούσε ένα υπέροχο και εξωπραγματικό τοπίο, το οποίο έχρηζε εξερεύνησης και εκμετάλλευσης. Γι’ αυτόν τον λόγο, έστειλε τον ξάδελφό του, Sir Richard Grenville, μαζί με 11 πλοία και 109 άνδρες πίσω στο Roanoke, ενώ και οι δύο απεσταλμένοι των ιθαγενών ακολούθησαν την αποστολή. Κυβερνήτης και υπεύθυνος για τη σωστή διαχείριση της αποικίας ορίστηκε κάποιος ονόματι Ralph Lane.
Αξίζει να σημειωθεί ότι για τη δημιουργία αυτής της νέας αποικίας, οι ντόπιοι στήριξαν τις προσπάθειες των Άγγλων να αποκτήσουν πάτημα στο νησί. Οι αναφορές των ανθρώπων της εποχής εκείνης τονίζουν ότι οι συνθήκες για τη δημιουργία της αποικίας ήταν αρκετά αισιόδοξες, ωστόσο φαίνεται ότι δημιουργήθηκαν πολλά προβλήματα στην πορεία. Ένας σημαντικός παράγοντας που δυσκόλεψε την κατάσταση ήταν και ο χειμώνας. Επομένως, δεν άργησαν να προκύπτουν ζητήματα, διαμάχες μεταξύ των αποίκων και των αυτόχθονων, καθώς και παρεξηγήσεις. Μάλιστα, κάποτε, οι Άγγλοι κατηγόρησαν τους ιθαγενείς για την κλοπή ενός ασημένιου κυπέλου και σύντομα οι συγκρούσεις πήραν τη μορφή ανοιχτού πολέμου.
Ο Grenville, ωστόσο, παρότι απτόητος από τη σύγκρουση που είχε δημιουργηθεί με τους ντόπιους, αναγκάστηκε να γυρίσει στην Αγγλία, υποσχόμενος ότι θα επιστρέψει με εφόδια. Παρά ταύτα, η υπόσχεση αυτή αθετήθηκε και οι άποικοι ξεκίνησαν να αντιμετωπίζουν προβλήματα σίτισης, εξαρτώμενοι ολοένα και περισσότερο από τις ορέξεις των ιθαγενών. Ο οικισμός, τελικά, εκκενώθηκε τον Ιούνιο του 1586 εσπευσμένα από τον Sir Francis Drake, ο οποίος είχε επιφορτιστεί με τον ανεφοδιασμό του οικισμού, έπειτα από αίτημα του Lane να απομακρυνθούν οι άποικοι από το νησί. Πίσω στην αγγλική βάση έμειναν ως οπισθοφυλακή 15 άνδρες. Οι υπόλοιποι αναχώρησαν για την Αγγλία.
Το 1587, ο Raleigh έστειλε μία νέα ομάδα αποίκων, αυτή τη φορά στο Τσέζαπικ, με αρχηγό τον John White. Λίγους μήνες αργότερα, o White, κατ’ εντολή του Raleigh, πέρασε από το φρούριο του Roanoke, για να μαζέψει την οπισθοφυλακή που είχε μείνει πίσω στο νησί. Εκτός από τα απομεινάρια ενός εκ των φρουρών, οι υπόλοιποι είχαν εξαφανιστεί. Το φρούριο βρέθηκε παντελώς ρημαγμένο, ωστόσο ο οικισμός αυτός καθαυτόν παρέμεινε απείραχτος. Υπεύθυνη του φονικού θεωρήθηκε η φυλή Roanoke του χωριού Νταζαμονκεπέκ. Η αιφνιδιαστική επίθεση των Άγγλων, όμως, απέβησε άκαρπη, μιας και τελικά επιτέθηκαν στη λάθος φυλή, τη φυλή Croatoan, οι οποίοι είχαν απλά κάνει κατάληψη στο προαναφερθέν εγκαταλειμμένο χωριό.
Φτάνοντας στο Roanoke, ο White σκέφτηκε συμφεροντολογικά και αποφάσισε να παραμείνει στο Roanoke, παρά να καταφύγει στην ενδοχώρα, όπως ήταν το αρχικό σχέδιο. Για κάποιο διάστημα, όλα κυλούσαν ήρεμα, μέχρι που ο White ενημερώνεται ότι κάποιος ιθαγενής σκότωσε έναν Άγγλο άποικο, ονόματι George Hogh, στην προσπάθειά του να ψαρέψει καβούρια. Έτσι, ο White, μετά από πιέσεις των αποίκων, επέστρεψε στην Αγγλία τον Αύγουστο, ζητώντας βοήθεια, γιατί η κατάσταση κρινόταν επείγουσα. Επιστρέφοντας στην Αγγλία, άφησε πίσω του 112 αποίκους, άντρες, γυναίκες και παιδιά, μέσα στους οποίους βρισκόταν και η νεογέννητη εγγονή του, η οποία ήταν και το πρώτο παιδί Άγγλων που γεννήθηκε στην Αμερική.
Στα τέλη του 1587, οι περισσότεροι Άγγλοι καπετάνιοι δεν ήθελαν να αναλάβουν την ευθύνη για το υπερατλαντικό ταξίδι, λόγω των αντίξοων καιρικών συνθηκών. Έτσι, ο White δε μπορούσε να βρει τρόπο να ταξιδέψει. Την άνοιξη του 1588, κατάφερε να βρει δύο μικρά πλοία και να πλεύσει προς το Roanoke. Στη διαδρομή, τα πλοία πιάστηκαν από Ισπανούς και ο White αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αγγλία. Για τα επόμενα τρία χρόνια, λόγω του μετώπου που είχε ανοιχτεί με την Ισπανία, ο White δε μπορούσε να ταξιδέψει προς την Αμερική. Ύστερα από μεγάλη προσπάθεια, στις 18 Αυγούστου του 1590, ο ίδιος αποβιβάστηκε στο Roanoke και βρήκε την αποικία εντελώς εγκαταλελειμμένη. Ψάχνοντας απεγνωσμένα για ίχνη, εκείνος και οι άντρες που τον συνόδευαν, δε μπόρεσαν να βρουν κανένα απολύτως ίχνος των αποίκων. Το παράδοξο είναι ότι δε βρήκαν καμία ένδειξη μάχης ή αναστάτωσης. Το μόνο στοιχείο που μπόρεσαν να εντοπίσουν, ήταν η λέξη ‘’CRO’’ χαραγμένη σε κορμούς δέντρων, τα οποία δέντρα αποτελούσαν το τείχος για την αποικία τους. Υπήρχαν αποσυναρμολογημένα σπίτια και όχι κατεστραμμένα. Ο White, κατά την έξοδό του από το νησί, είχε πει στους αποίκους ότι σε περίπτωση που συνέβαινε κάτι κακό να χάραζαν στα δέντρα έναν μαλτέζικο σταυρό. Τέτοιο στοιχείο δε βρέθηκε ποτέ. Ο White υπέθεσε ότι οι άποικοι μεταφέρθηκαν σε πιο πάνω μέρος του Roanoke, ωστόσο μια τρομερή καταιγίδα τούς απέτρεψε από το να φτάσουν στον προορισμό τους.
Στον απόηχο της ιστορίας αυτής, μέχρι και σήμερα δεν έχει επιβεβαιωθεί από κανέναν το τι πραγματικά συνέβη. Τα αίτια της εξαφάνισης των αποίκων παραμένουν αμφιλεγόμενα και η ιστορία της «Χαμένης Αποικίας» αποτελεί έναν από τους θρύλους που κυκλοφορούν. Οι έρευνες συνεχίζονται έως τις μέρες μας από ανεπίσημους φορείς των Η.Π.Α.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Polopoulos, L., (2008), United States of America, USA: ειδικό άρθρο από το Science wiki
- Stewart Robert, Horton, Edward & Twist, Clint (2004), Μυστήρια της Ιστορίας, Αθήνα: Εκδ. Σαββάλας
- Η ιστορία της χαμένης αποικίας των Άγγλων στην Αμερική (2018), άρθρο από το newsbeast.gr, διαθέσιμο ΕΔΩ