Του Χριστόφορου Σωτηρίου,
O Δημήτρης Παπαϊωάννου (γενν. στην Αθήνα το 1964), κέρδισε νωρίς την αναγνώριση ως ζωγράφος και κομίστας, πριν το ενδιαφέρον του στραφεί στις παραστατικές τέχνες ως σκηνοθέτης, χορογράφος, περφόρμερ και σχεδιαστής σκηνικών, κουστουμιών, μακιγιάζ και φωτισμών. Πριν ξεκινήσει τις σπουδές του στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, μαθήτευσε με τον εμβληματικό ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη. Έχοντας μελετήσει την ιαπωνική τεχνοτροπία σύγχρονου χορού Butoh, ιδρύει το 1986 μαζί με την Αγγελική Στελλάτου την ομάδα Εδάφους, μια ομάδα χορού που είχε την καλλιτεχνική επιμέλεια και χορογράφησε 17 παραγωγές της, παίρνοντας μέρος σε 12 από αυτές ως ερμηνευτής.
Με ελάχιστα τεχνικά μέσα στην αρχή, και επίκεντρο υβρίδια σωματικού θεάτρου, πειραματικού χορού και περφόρμανς αρτ κατάφερε να υπερβεί τα εσκαμμένα και να προκαλέσει αίσθηση στο φιλότεχνο κοινό της εποχής και να αποκτήσει ένα διευρυμένο αριθμό πιστών οπαδών. Παρουσίασε το 1993 τη Μήδεια, που σηματοδότησε το πέρασμα της ομάδας Εδάφους στις μεγάλες σκηνές και θεωρείται κατεξοχήν δείγμα γραφής της. Λίγο αργότερα ανεβαίνει το «Ενός λεπτού σιγή» (1995), βασισμένο στην τελευταία δουλειά του Μάνου Χατζηδάκη, «Τα τραγούδια της αμαρτίας», που συνέθεσε πάνω σε τρεις ποιητικές συλλογές του Ντίνου Χριστιανόπουλου και σε ένα ποίημα του Γιώργου Χρονά. Η ομάδα Εδάφους μέτρησε ως το 2002, 17 χρόνια καλλιτεχνικής παρουσίας.
Δραστηριοποιήθηκε και εκτός Ομάδας Εδάφους με μια σειρά αξιόλογων παραστάσεων και συνεργάστηκε με το Μέγαρο Μουσικής, για το οποίο σκηνοθέτησε έργα βασισμένα σε μουσικές συνθέσεις του Γιώργου Κουμεντάκη, πιο γνωστά από τα οποία είναι «Η Ιφιγένεια στο γεφύρι της Άρτας» (1995) και «Καταιγίδα» (1997). Στο βιογραφικό του υπάρχει και η σκηνοθεσία δύο έργων όπερας, των «Η επιστροφή της Ελένης» (1999) του Θάνου Μικρούτσικου σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου και “La Sonnambula” (2000) του Μπελίνι. Σκηνοθετεί και μουσικές παραστάσεις και γίνεται ευρύτερα γνωστός ως δημιουργός των τελετών έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων, το 2004 στην Αθήνα. Το 2006 εγκαινίασε το ανακαινισμένο Θέατρο Παλλάς με το έργο του «2», σε συνεργασία με τον Κωνσταντίνο Βήτα, στο οποίο θα αναφερθώ αργότερα.
Στον ίδιο χώρο, το 2008 παρουσιάζει ξανά μια αναπροσαρμοσμένη επανάληψη της παράστασης «Μήδεια». Το 2009, επανέρχεται σκηνοθετώντας την παράσταση «Πουθενά» (2009), για τα εγκαίνια του ανακαινισμένου Εθνικού Θεάτρου. Μετά από δέκα χρόνια, που δεν είχε κάνει μουσικά θεάματα, επέστρεψε για να σκηνοθετήσει ένα μουσικό θέαμα που είναι ο κύκλος τραγουδιών «ΚΚ» της Λένας Πλάτωνος βασισμένος σε δεκατρία ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη (2010) και την επόμενη χρονιά παρουσιάζει την παράσταση «Μέσα» (2011) στο θέατρο Παλλάς. Συνεχίζει στο φεστιβάλ Αθηνών και περιοδεύει σε Αμερική, Ασία, Αυστραλία. Στη διάρκεια της απαγόρευσης για την πανδημία Covid 19 δημιούργησε το έργο “Ink” (2020).
Ας δούμε λίγο την υπόθεση του έργο του «ΔΥΟ» για να καταλάβουμε λίγο το σκεπτικό του. Ανδρικές παρουσίες μετατρέπουν τον γυμνό χώρο σε κατοικημένο τόπο. Η σκηνή φωτίζεται με το γαλάζιο των αγοριών κι ένας άνδρας μόνος διεισδύει σιγά σιγά σε ένα σύμπαν αρρένων. Πάνω σε ένα κυλιόμενο διάδρομο βαλίτσες και ύστερα άνδρες που περνούν και χάνονται. Δύο άγνωστοι που κινούνται σαν να κυλούν σε αντίθετη κατεύθυνση διασταυρώνονται φευγαλέα μέχρι να ανάψει ένα τσιγάρο. Ανδρικά σώματα, που θυμίζουν ανθρώπινες νησίδες, μοιάζουν να καταρρέουν στο επικλινές δάπεδο. Δύο αδειανά σακάκια, κρεμασμένα στα άκρα της σκηνής, σηματοδοτούν διαφορετικούς όρους συνεύρεσης και κοινής μοναξιάς, καθώς το πρώτο θα φορεθεί από πλήθος συντρόφων, ενώ το δεύτερο θα πέσει βαρύ στον αυστηρά επιλεγμένο «άλλο». Τα απρόσμενα συμβάντα εξελίσσονται με ροή, με έναν αφηγηματικό τρόπο που θυμίζει κόμικς. Τα χορογραφημένα μέρη συνυπάρχουν με μια καθημερινή κινησιολογία, και η μουσική τύπου electronica του Κ. Βήτα, που πειραματίζεται σε αναγνωρίσιμα μοτίβα, ακολουθεί τους χτύπους της καρδιάς.
Στο λογικό εισβάλλει κάθε τόσο το αλόγιστο. Στη σκηνή κάποιος κυκλοφορεί χωρίς κεφάλι, ένας άλλος πυροβολεί κατά της γυναικείας γόβας του κι ένας Αδάμ με φύλο συκής γεύεται το μήλο και την απαγορευμένη γνώση. Το ονειρικό στοιχείο σκαρώνει παιχνίδια με τα κόλπα που θυμίζουν τσίρκο, με τα φετιχιστικά αντικείμενα και τις εικόνες από τη μαζική κουλτούρα. Ζωντανά πρόσωπα εισχωρούν στα τηλεοπτικά κουτιά, ένας «σκυλάς» με λαμέ επιδίδεται στο βέβηλο σουξέ του και μια τεράστια Μπάρμπι προσφέρεται στις ανδρικές φαντασιώσεις. Οι άνδρες γίνονται μεταξύ τους τόσο τρυφεροί όσο και βλάσφημοι, σε ρόλους κοινωνικούς και ιδιωτικούς, με αθλητικά ρούχα και κουστούμια, είτε με σακίδια και κινητά τηλέφωνα, στις ώρες των περιορισμών και των παραβάσεων. Σε σπίτια και σε γραφεία με διαχωριστικά, στον στρατό και τον δρόμο, σε δημόσια ουρητήρια, σε γυμναστήρια και χαμάμ. Αγόρια και νεαροί κύριοι, στρέιτ και γκέι, περιθωριακοί και γιάπηδες, εξουσιαστές και εξουσιαζόμενοι. Και όλα αυτά να ερμηνεύονται από 22 χορευτές και ηθοποιούς. Η παράσταση παίχτηκε τόσο δια ζώσης το 2020, όσο και μέχρι σήμερα, μέσω του διαδικτύου – συνεπώς, αν την πετύχετε κάπου, μην τη χάσετε!
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Δημήτρης Παπαϊωάννου, dimitrispapaioannou.com, διαθέσιμο εδώ.
- Δημήτρης Παπαϊωάννου: «Εννοείται ότι θα ξαναζήσουμε μαζί», lifo.gr, διαθέσιμο εδώ.