Της Κωνσταντίνας Αυγερινού,
Ο τρόπος γραφής των παιδιών είναι ένα εξαιρετικά ουσιαστικό κομμάτι της σχολικής τους ζωής, που αναπτύσσεται με ένα περίπλοκο τρόπο και παίρνει διαφορετική μορφή σε κάθε παιδί ξεχωριστά. Ως παρατηρητές της πορείας των παιδιών, συναντάμε παιδάκια που δυσκολεύονται ιδιαίτερα να αποτυπώσουν τα σύμβολα στο χαρτί, να συμμορφωθούν με τους κανόνες γραφής, ενώ το αποτέλεσμα καμιά φορά είναι «τρομακτικό» στα μάτια των γονιών που αναρωτιούνται πώς θα μπορέσει να αποδώσει στη μετέπειτα πορεία του. Ως ενήλικες, ακόμη και μεταξύ μας, έχουμε παρατηρήσει πως στο περιβάλλον μας έχουμε άτομα τα οποία γράφουν με έναν… παράξενο γραφικό χαρακτήρα. Πέρα από απλή κακογραφία, θα πρέπει να σκεφτόμαστε και το ενδεχόμενο μιας υποκείμενης Δυσγραφίας, η οποία ίσως και να μη διαγνώστηκε έγκαιρα (ή και ποτέ!).
Η Δυσγραφία αποτελεί διαταραχή στη γραφοκινητική επίδοση και ορίζεται από τους Capasso και Miceli (1996) ως «η ελλειμματική επεξεργασία στη μετατροπή οπτικών και ακουστικών ερεθισμάτων σε κινητική συμπεριφορά, λόγω δυσκολίας του ατόμου να παράγει αναγνώσιμη γραφή με το χέρι και μια γενική ασυνέπεια αναγνωστικού επιπέδου και γραφής». Πρόκειται για μια ήπια νευρολογική διαταραχή, η οποία δεν εξαλείφεται με τον χρόνο και χρήζει παρέμβασης. Τα πρώιμα σημάδια της εμφανίζονται ακόμη και όταν το παιδί ξεκινά να ζωγραφίζει έχοντας φτωχή απεικόνιση παραστάσεων.
Στη γραφή των παιδιών, η Δυσγραφία αφήνει πολλά «κατάλοιπα» στα τετράδια αλλά και στις γενικότερες γραφοκινητικές δεξιότητές τους. Εκφράζεται με παραμορφώσεις στην ποιότητα της γραφής και κλινικά γίνεται εμφανής ακόμα και από τα πολύ αρχικά στάδια ενασχόλησης του παιδιού με τα γραφικά εργαλεία. Στη μη ικανοποιητική εμπλοκή του σώματος, τα κυριότερα σημεία αφορούν την σφικτή σύλληψη κατά τη χρήση γραφικού εργαλείου (η οποία και αυξάνεται όσο η επιφάνεια του εργαλείου μικραίνει), την ασυνήθιστη σύλληψη και το εσφαλμένο πρότυπο στάσης, με το σώμα να «χύνεται» πάνω στο χαρτί, το κεφάλι να βρίσκεται σε κάμψη και την σπονδυλική στήλη να καμπουριάζει ή να πλαγιάζει πάνω στην καρέκλα. Οι κινήσεις των δακτύλων που χρησιμοποιούνται είναι περιορισμένες και με μικρότερο εύρος από το αναμενόμενο, ενώ ο καρπός μπορεί να μην ακουμπά στην επιφάνεια εργασίας. Σε πιο έντονες περιπτώσεις δυσγραφικών προτύπων, η κίνηση κατά τη γραφή γίνεται κυρίως από κεντρικές αρθρώσεις όπως αυτή του ώμου, μετατοπίζοντάς τον προς τα επάνω ή προς τα έξω και έσω αντίστοιχα. Κινήσεις που υπό τυπικά πρότυπα γραφής και στάσης σώματος σε θέση εργασίας θα δυσχέραιναν το έργο της γραφής αντί να το βοηθούν.
Σε σχέση με την οπτική επεξεργασία και την αποτύπωση των συμβόλων σε χαρτί, υπάρχει ελλειμματική αντιγραφική ικανότητα, δυσκολία στην οργάνωσή τους πάνω στις γραμμές του τετραδίου και των περιθωρίων, αλλά και συχνές αντιστροφές ή αντικαταστάσεις κεφαλαίων και πεζών γραμμάτων. Η φορά τους δεν είναι η αναμενόμενη που θα περιμέναμε για έναν δεξιόχειρα ή αριστερόχειρα αντίστοιχα.
Ακόμη και αυτή η συνολική δυσανάγνωστη εικόνα που φτάνει μπροστά σε εκπαιδευτικούς και γονείς είναι αποτέλεσμα μεγάλης προσπάθειας του μαθητή. Ο αρκετός χρόνος που του έχει δοθεί (σύμφωνα πάντα με τα ορόσημα γνωστικής ανάπτυξης), δεν καθίσταται αρκετός, με αποτέλεσμα αίσθημα ματαίωσης, εκρήξεις θυμού, χαμηλή αυτοεκτίμηση, χαμηλά κίνητρα εμπλοκής και άρνηση συμμετοχής σε δραστηριότητες που απαιτούν γραφικά εργαλεία.
Η κυρίαρχη διαφορά μεταξύ ατόμων που κακογραφούν και ατόμων που έχουν δυσγραφία, είναι πως τα άτομα με κακό γραφικό χαρακτήρα, αν τους δοθεί ο απαραίτητος χρόνος και οι απαραίτητες συνθήκες, θα μπορέσουν να συγκεντρωθούν, να περιορίσουν τα ορθογραφικά, να συμμορφωθούν στους κανόνες γραφής και εν τέλει να παράγουν ένα εμφανώς πιο όμορφο αποτέλεσμα, κάτι που δεν ισχύει για άτομα με δυσγραφία.
Το κομμάτι των παρεμβάσεων έναντι της δυσγραφίας είναι πολύ πιο σύνθετο από την απλή παροχή φυλλαδίων προγραφικών δεξιοτήτων σε παιδιά σε μια πρώιμη ηλικία. Αυτό γιατί τα ελλείμματα που προκύπτουν, και που αποτυπώνονται από ένα μολύβι στο χαρτί των παιδιών, έχουν μια βαθύτερη αιτιολογική βάση. Η εφαρμογή Αρχών Αισθητηριακής Ολοκλήρωσης θα συμβάλλει στην ανάπτυξη πρωτευόντων δεξιοτήτων, οι οποίες δεν έχουν κατακτηθεί πλήρως, με στόχο την έμμεση καλλιέργειά τους, ενισχύοντας το κομμάτι της γραφής. Οι παρατηρήσεις των θεραπευτών πρέπει να εστιάζονται: στο τι κάνει το σώμα, τι κοιτούν τα μάτια, τι «ρόλο» έχουν τα γράμματα πάνω στο χαρτί και πώς μπορούν να σχεδιαστούν με τον βέλτιστο τρόπο. Για την επίτευξη της γραφής απαιτούνται τα τέσσερα από τα οκτώ συστήματα του οργανισμού μας: απτικό για την ποσόστωση της δύναμης και την υφή της επιφάνειας εργασίας, ιδιοδεκτικό για την επανατροφοδότηση της θέσης σώματος και το εύρος κίνησης, το ακουστικό για την ταυτόχρονη αναγνώριση των λεκτικών οδηγιών και την φωνολογική ενημερότητα και το αιθουσαίο για τη διατήρηση του επιπέδου διέγερσης, τον οπτικοκινητικό συντονισμό και τον συντονισμό κεφαλής, αυχένα και κορμού. Άρα, πώς θα ήταν εφικτό η παρέμβαση να εστιάζει τόσο επιφανειακά σε ένα χαρτί με ασκήσεις και σύμβολα; Δεν θα ήταν εφικτό, σε κάτι τόσο μοναδικό και πολυδιάστατο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Μιχαηλίδου, Φ. (2014). Μαθησιακές δυσκολίες στις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Δυσορθογραφία-Δυσγραφία.
- Χρυσικοπούλου Ε. & Τσιρίκος Δ. (2019). Πρακτικές εκπαιδευτικές εφαρμογές για άτομα με μαθησιακές δυσκολίες (δυσλεξία-δυσγραφία-αυτισμό) σε συνδυασμό με ψυχολογική παρέμβαση.
- Loosemore, R. P., Brown, G. D., &Watson, F. L. (1991). A connectionist model of alphabetic spelling development and developmental and acquired dysgraphia. In Proceedings of the Thirteenth Annual Conference of the Cognitive Science Society (Vol. 13, pp. 61-66). New Jersey: Lawrence Erlbaum Hillsdale.