Του Δημήτρη Βασιλειάδη,
Ειρηνικός Ωκεανός, 1944. Οι αμερικανικές δυνάμεις, δίνοντας σκληρές μάχες σε αέρα, στεριά και θάλασσα, έχουν καταφέρει να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στο μεγαλύτερο μέρος του απέραντου ωκεανού. Ωστόσο, η Ιαπωνική Αυτοκρατορία είναι αποφασισμένη να αγωνιστεί μέχρις εσχάτων για κάθε ένα από τα εκατοντάδες νησιά που βρίσκονται στην επικράτειά της. Όμως, οι συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί δεν είναι με το μέρος τους. Η πολεμική βιομηχανία των Η.Π.Α. εργάζεται πυρετωδώς, προκειμένου να υπερκαλύπτει τις απώλειες που υφίσταται ο στρατός της αμερικανικής υπερδύναμης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, όχι μόνο την αποφυγή μείωσης της αμερικανικής ισχύος, αλλά και τη σταδιακή αύξησή της.
Στον αντίποδα, η «Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου» βρισκόταν σε αρκετά δυσχερή θέση. Συγκεκριμένα, οι περιορισμένες παραγωγικές της δυνατότητες είχαν αρνητικό αντίκτυπο στην προσπάθεια υπεράσπισης των εδαφών της. Επιπλέον, οι απανωτές ήττες που είχαν υποστεί στις πολεμικές αναμετρήσεις την τελευταία διετία, οδήγησαν στην έλλειψη ικανών κι εμπειροπόλεμων ανδρών. Τέλος, ήταν πλέον φανερός ο κίνδυνος απώλειας πλουτοπαραγωγικών πηγών, όπως ήταν οι Φιλιππίνες, καθώς και η δυνατότητα πύκνωσης των αμερικανικών αεροπορικών επιδρομών στα μητροπολιτικά εδάφη της Ιαπωνικής Αυτοκρατορίας.
Φυσικά, οι Η.Π.Α. δεν αγνοούσαν τις νέες δυνατότητες που θα τους προσέφερε η κατάληψη μιας θέσης στρατηγικής σημασίας. Ήδη από τον Νοέμβριο του 1943, προτάθηκε μία επιχείρηση με στόχο την κατάληψη των Μαριαννών. Εισηγητής κι ένθερμος υποστηρικτής της τελευταίας υπήρξε ο ναύαρχος Ernest King. Παρά το γεγονός ότι ο στρατηγός Douglas MacArthur επιθυμούσε να διατεθούν όλες οι αμερικανικές δυνάμεις στην κατάληψη των Φιλιππίνων, η αναπάντεχη αμερικανική εξάπλωση στον Κεντρικό Ειρηνικό οδήγησε τον ναύαρχο Chester Nimitz, να δώσει τη συγκατάθεσή του στα σχέδια του King.
Ακολούθησαν επιχειρήσεις αναγνωριστικού χαρακτήρα στις Μαριάννες, τον Χειμώνα του 1944. Σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στην Washington, στις 11 και 12 Μαρτίου του ίδιου έτους, ορίστηκε ως ημερομηνία έναρξης της επιχείρησης στο νησιωτικό σύμπλεγμα η 15η Ιουνίου. Παράλληλα, εγκρίθηκε το σχέδιο του MacArthur για αποβατικές ενέργειες στη Νέα Γουινέα, χωρίς όμως να ικανοποιείται η επιθυμία του για συγκέντρωση όλων των διαθέσιμων δυνάμεων.
Στο αντίπαλο στρατόπεδο, η Ιαπωνική Αυτοκρατορία προσπαθούσε να προετοιμαστεί κατάλληλα για τις επιχειρήσεις που θα διεξάγονταν το καλοκαίρι του 1944. Το ιαπωνικό επιτελείο μπορούσε να «διαβάσει» τις επόμενες κινήσεις των Η.Π.Α., καθώς οι τελευταίες δεν έδιναν ιδιαίτερη βάση στη διατήρηση του στοιχείου του αιφνιδιασμού. Ωστόσο, οι δυσκολίες που αντιμετώπιζε η ασιατική αυτοκρατορία, κατά την προετοιμασία της, καθιστούσαν το έργο της δυσχερέστερο. Συγκεκριμένα, οι συνεχόμενες αμερικανικές επιτυχίες, είχαν οδηγήσει στην έλλειψη πρώτων υλών για τη συντήρηση και την κατασκευή νέων αεροπλάνων. Επιπλέον, η διαδικασία διανομής τους από τα εργοστάσια παραγωγής ήταν εξαιρετικά χρονοβόρα.
Στα προαναφερθέντα κωλύματα έρχεται να προστεθεί η απειρία των Ιαπώνων πιλότων. Η μαζική απώλεια αεροπλάνων στα πεδία των μαχών προκάλεσε και την ανάλογη απώλεια άρτια εκπαιδευμένων και εμπειροπόλεμων πιλότων. Η συνθήκη αυτή δημιούργησε την ανάγκη άμεσης αντικατάστασής τους από νέους πιλότους. Αυτοί όμως, δεν είχαν την ίδια ποιοτική εκπαίδευση με τους προηγούμενους και υστερούσαν σε πολεμικές παραστάσεις. Το αποτέλεσμα ήταν η πτώση της απόδοσης ενός κομβικού τμήματος του ιαπωνικού στρατού.
Η αμερικανική προετοιμασία για την έναρξη της νέας επιχείρησης, η οποία έλαβε την κωδική ονομασία “Forager”, ήταν πραγματικά εντυπωσιακή. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι συμμετείχαν πάνω από 600 πλοία. Η διοίκηση αυτής της κολοσσιαίας δύναμης ανατέθηκε στον ναύαρχο Raymond Spruance, ο οποίος όφειλε να φέρει εις πέρας μία διπλή αποστολή: Την πραγματοποίηση αποβατικών ενεργειών στα νησιά Guam Tinian και Saipan, τα μεγαλύτερα νησιά του συμπλέγματος, και την παρεμπόδιση πιθανής ιαπωνικής «απάντησης», που θα έθετε σε κίνδυνο τις αποβάσεις.
Στις 11 Ιουνίου ξεκίνησαν οι πρώτες επιθετικές ενέργειες των Η.Π.Α., με την εξαπόλυση αεροπορικών επιδρομών, προς τις αεροπορικές δυνάμεις των νησιών που θα δέχονταν τις αποβάσεις. Η ιαπωνική πλευρά αιφνιδιάστηκε, με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος του αεροπορικού της στόλου να καταστραφεί στο έδαφος. Σύμφωνα με αμερικανικές εκτιμήσεις το διήμερο 11-12 Ιουνίου, ο ιαπωνικός πρώτος Αεροπορικός Στόλος απώλεσε το ένα τρίτο της εναέριας δυναμικής του. Την επόμενη μέρα, κυρίαρχο ρόλο ανέλαβε ο στόλος των Η.Π.Α., με τον βομβαρδισμό εγκαταστάσεων στο νησί Guam.
Η ιαπωνική αντίδραση στις άνωθεν επιδρομές υπήρξε ισχνή, καθώς οι αεροπορικές επιδρομές των πρώτων ημερών έπληξαν τις δυνατότητες αντίστασης. Η απόβαση στο νησί Saipan πραγματοποιήθηκε στις 15 Ιουνίου με απόλυτη επιτυχία και συναντώντας ελάχιστη αντίσταση. Η ιαπωνική αντίδραση εκδηλώθηκε δύο μέρες αργότερα. Συγκεκριμένα, στις 17 Ιουνίου, 50 ιαπωνικά αεροσκάφη επιχείρησαν κατά των δυνάμεων που βρίσκονταν στη Saipan, αναγκάζοντας ένα αεροπλανοφόρο των Η.Π.Α. να αναχωρήσει για το Pearl Harbor, προκειμένου να επισκευαστούν ζημιές που προκλήθηκαν από τα ιαπωνικά αεροπλάνα.
Με το τέλος του πρώτου κύκλου συγκρούσεων, ο Spruance είχε να αντιμετωπίσει ένα σοβαρό δίλλημα. Πιστεύοντας ακράδαντα ότι η ασιατική αυτοκρατορία δεν θα αγνοήσει την αμερικανική παρουσία στην περιοχή, έπρεπε να αποφασίσει μεταξύ της παραμονής κοντά στις αποβατικές δυνάμεις, ώστε να παρέχει την απαραίτητη στήριξη, και της καταδίωξης του ιαπωνικού στόλου. Ο επικεφαλής της επιχείρησης “Forager” επέλεξε να μην προχωρήσει σε αναζήτηση και καταδίωξη του ιαπωνικού στόλου, προκαλώντας τη δυσαρέσκεια αρκετών ανωτέρων του.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν, δικαίωσαν την επιλογή του Αμερικανού ναυάρχου. Τις πρώτες ώρες της 19ης Ιουνίου εντοπίστηκε η εμπροσθοφυλακή της ιαπωνικής δύναμης. Η τελευταία επιχειρούσε υπό την καθοδήγηση του ναυάρχου Jisaburō Ozawa. Ακολούθησε μία σύγκρουση διάρκειας 2 ημερών, όπου η αμερικανική υπεροπλία επιβλήθηκε της ιαπωνικής μαχητικότητας. Η Ιαπωνική Αυτοκρατορία δέχτηκε σφοδρό πλήγμα στις δυνάμεις αέρος. Συγκεκριμένα, απώλεσε περίπου 480 αεροσκάφη. Από την αμερικανική δύναμη πυρός δεν διέφυγαν ούτε τα ασιατικά αεροπλανοφόρα. Στις 19 Ιουνίου τα Taihō και Shōkaku βυθίστηκαν, ενώ στις 20 Ιουνίου έφτασε η στιγμή του αεροπλανοφόρου Hiyō να οδηγηθεί στο βυθό του Φιλιππινέζικου Αρχιπελάγους. Στον αντίποδα, οι Η.Π.Α. έχασαν περίπου 120 αεροπλάνα.
Η ήττα της Ιαπωνίας στην εξεταζόμενη αεροναυμαχία είχε ως αποτέλεσμα να εξανεμιστούν οι όποιες ελπίδες υπήρχαν για ενίσχυση των χερσαίων δυνάμεων άμυνας στις Μαριάννες. Οι Ιάπωνες έχασαν τον έλεγχο της Saipan λίγες μέρες αργότερα, στις 7 Ιουλίου. Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες για τη «Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου» θα ήταν ιδιαίτερα σημαντικές. Τα 1.400 μίλια που χώριζαν την Ιαπωνία από τη Saipan, προσέφεραν στους Αμερικανούς την ευκαιρία συχνότερων βομβαρδισμών στο σύνολο της μητροπολιτικής έκτασης της αυτοκρατορίας. Επιπλέον, η ήττα στις Μαριάννες συνέβαλλε στην πτώση της κυβέρνησης Tojo, στις 18 Ιουλίου. Όλα έδειχναν ότι ο Πόλεμος του Ειρηνικού εισερχόταν στην τελική του φάση.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Καμπάνης Βασίλης, Βαρσαμής Γιάννης (2016), «Η αεροναυμαχία της Θάλασσας των Φιλιππίνων: Η μεγαλύτερη αεροναυτική σύγκρουση της ιστορίας», Στρατιωτική Ιστορία- Σειρά Μεγάλες Μάχες, τεύχος 76ο, Αθήνα: Εκδόσεις Γνώμων
- Sullivan, P. Mark (1995), Japan’s Decision to Surrender : The Mechanism for Strategic Coercion, Alabama: Air University Press