Του Ανδρέα Βλάχου,
«Έτσι, όταν με ρωτούσαν, ποιο είναι το μεγαλύτερο όνειρό σου, θα απαντούσα το “Dune”». Αυτή ήταν η χαρακτηριστική δήλωση του σκηνοθέτη Ντενί Βιλνέβ, όταν ρωτήθηκε σχετικά με το επερχόμενο σκηνοθετικό του βήμα, στην τηλεφωνική συνέντευξη που έδωσε στοWIRED κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας. Ο 54χρονος σκηνοθέτης, μάλιστα, θεώρησε το εγχείρημα αυτό, δηλαδή τη μεταφορά το ομώνυμου και βραβευμένου μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας του Φρανκ Χέρμπερτ, ως την μεγαλύτερη πρόκληση που έχει δεχθεί έως τώρα στην καριέρα του, ενώ το χαρακτήρισε ως “passion project”. Αυτό γίνεται εύκολα κατανοητό, αν αναλογιστεί κανείς το μέγεθος και την πολυπλοκότητα του κόσμου και των χαρακτήρων που δημιούργησε ο Χέρμπερτ, τους οποίους έντυσε με απίστευτες λεπτομέρειες, καθώς θεωρούνταν για πολλά χρόνια από κοινό και κριτικούς ως αδύνατο να μεταφερθεί στον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Παρά τις όποιες προσπάθειες που έγιναν, μία τέτοια κίνηση εξακολουθούσε να φοβίζει τις μεγάλες κινηματογραφικές βιομηχανίες. Ανάμεσα, λοιπόν, σε πολλά ονόματα που έβαλαν το χέρι τους στη φωτιά, Ντέιβιντ Λιντς, Τζον Χάρισον και Γκρεγκ Γαϊτάνης, έρχεται να προστεθεί και το όνομα του Ντενί Βιλνέβ.
Η πλοκή του “Dune” (2021), εκτυλίσσεται γύρω από τον Πoλ Ατρείδη (Τιμοτέ Σαλαμέ), τον γιο μίας ευγενούς οικογένειας, στην οποία έχει ανατεθεί η προστασία του πιο πολύτιμου αγαθού στο σύμπαν και ακολουθεί την εξέλιξη και μεταμόρφωσή του από πρίγκιπα σε ηγέτη και ελευθερωτή ολόκληρου έθνους. Το καστ συμπληρώνει η Ρεμπέκα Φέργκεσον ως Λέϊντι Τζέσικα, ο Όσκαρ Άιζακ ως Λίτο Ατρείδης, η Ζεντάγια ως Τζάνι, ο Χαβιέρ Μπαρδέμ ως Στίλγκαρ, ο Τζέισον Μομόα ως Ντάνκαν Ιντάχο και ο Τζος Μπρόλιν ως Γκέρνεϊ Χάλεκ. Πέρα από τα φανταχτερά ονόματα στο καστ, το “Dune” (2021), εξασφαλίζει και το όνομα του γνωστού και αγαπημένου συνθέτη Χανς Ζίμμερ, ο οποίος ανέλαβε την μουσική ένδυση της ταινίας.
Η οραματική σκηνοθεσία του Ντενί Βιλνέβ γίνεται ευδιάκριτη από το πρώτο καρέ της ταινίας έως και το τελευταίο. Το στήσιμο της κάμερας γίνεται σε τρίποδα, αφήνοντας έτσι κάθε στιγμή της ταινίας να αναπνεύσει και να απελευθερώσει το μεγαλείο της και αυτό επιτυγχάνεται ακόμη περισσότερο όταν κινηματογραφούνται μεγάλες εκτάσεις ή αντικείμενα που υποσκιάζουν τους χαρακτήρες με το μέγεθός τους. Παράλληλα, τα κουστούμια, τα σκηνικά και o φωτισμός αυτών, δίνουν την αίσθηση του γνώριμου και του ρεαλιστικού, χωρίς να απαρνιούνται στοιχεία επιστημονικής φαντασίας, βοηθώντας έτσι στην πιο ομαλή εισαγωγή του θεατή στον κόσμο και τους κανόνες του. Στο πρώτο μισό της ταινίας είναι πολύ έντονο το στοιχείο του φανταστικού και εξωπραγματικού, με τον Βιλνέβ και τον Ζίμμερ να συνεργάζονται ώστε να κάνουν τον θεατή να νιώσει πως βρίσκεται μέσα σε μία ονειρική κατάσταση.
Ταυτόχρονα, τον μυούν σε κάτι το επικό και αυτό αποδίδεται λίγο περισσότερο στα μουσικά θέματα του συνθέτη. Επίσης, σε αυτό το διάστημα παρέχονται και οι απαραίτητες πληροφορίες για τον κόσμο και τους χαρακτήρες. Η αφήγηση είναι λεπτομερής χωρίς να γίνεται κουραστική, ενώ υπάρχουν και αρκετές στιγμές στις οποίες χρησιμοποιείται εικονογραφία αντί διαλόγου. Οι χαρακτήρες που παρουσιάζονται αποτελούν περισσότερο αρχέτυπα και λιγότερο τρισδιάστατους και πλήρως ανεπτυγμένους ανθρώπους. Παρ’ όλ’ αυτά, η αφήγηση σου δίνει τα ουσιαστικά και βασικά στοιχεία για τον καθένα, βοηθώντας τον θεατή να καταλάβει τις σχέσεις μεταξύ τους καθώς και κάποιες από τις ανάγκες και τους σκοπούς που έχουν, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μία επιφανειακή, αλλά απαραίτητη σύνδεση με αυτούς.
Παρ’ όλ’ αυτά, στο δεύτερο μισό, τα πράγματα αρχίζουν να παίρνουν μία άλλη τροπή. Και αυτό όχι μόνο για την πλοκή και τους χαρακτήρες, αλλά και για την θεματική της ταινίας. Εκεί που στο πρώτο μισό δίνεται η αίσθηση στον θεατή ότι παρακολουθεί ένα έπος επιστημονικής φαντασίας που στις παρυφές του παρατηρούνται στοιχεία πνευματισμού και υψηλών ιδεών, στο δεύτερο μισό δίνεται περισσότερη βάση στη δράση και σε ό,τι αυτό συνεπάγεται. Το κινηματογραφικό θέαμα, οι εκρήξεις, η δράση και οι ανατροπές παίρνουν τα ηνία και οδηγούν το κοινό σε ένα μονοπάτι πολύ διαφορετικό από εκείνο που είχε αρχικά θέσει ο σκηνοθέτης. Και παρόλο που ορισμένοι χαρακτήρες έχουν μεγαλύτερο βάρος και παρακινούν την πλοκή, δεν νιώθεις ποτέ ότι οδηγούν την ταινία σύμφωνα με τις ανάγκες και τα θέλω τους. Αντίθετα οι πορείες που ακολουθούν τα πρόσωπα της ταινίας εξυπηρετούν αποκλειστικά το σενάριο, ενώ οι ερμηνείες από τους ηθοποιούς, αν και καλές, βγάζουν μία συντονισμένη μηχανικότητα και μία τυποποίηση, εμποδίζοντας έτσι την όποια συναισθηματική ταύτιση ή εμπάθεια μαζί τους.
Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τις σκηνές δράσης, οι οποίες παρόλο που το θέαμα που προσφέρουν κερδίζει την προσοχή, δεν καταφέρνουν να κρατήσουν συναισθηματικά τον θεατή, καθώς οι περισσότεροι χαρακτήρες έχουν παραμείνει αρχέτυπα, δεν έχουν την απαραίτητη ανάπτυξη ή ακόμα και τον κινηματογραφικό χρόνο, ώστε να ενδιαφερθεί το κοινό πραγματικά για τις αποφάσεις και την μοίρα τους. Σε αυτή τη συναισθηματική απάθεια, σημαντικό ρόλο παίζει και η μουσική, που σε αντίθεση με το πρώτο μισό, εδώ είναι αδιάφορη και προσκολλημένη στην αίσθηση του φανταστικού και του ονειρικού και όχι στο αγχωτικό και καταστροφικό κομμάτι που συνοδεύει συνήθως τέτοιες σκηνές δράσης επικών διαστάσεων. Επίσης, επειδή η εν λόγω ταινία αποτελεί το πρώτο μέρος μιας διλογίας, δίνει την αίσθηση ότι πρόκειται για μία εκτενή εισαγωγή για τα γεγονότα που θα ακολουθήσουν στην επόμενη, με αποτέλεσμα να είναι μία ημιτελής ιστορία και πλέον απολύτως εξαρτώμενη από την επόμενη.
Τέλος, ένα ακόμη χαρακτηριστικό που αποξενώνει τον θεατή από την ταινία είναι και η έλλειψη προσωπικότητας. Τα σκηνικά και οι τοποθεσίες μπορεί, μέσω του γκρίζου και μουντού ρεαλισμού να φαίνονται γνώριμα, όμως σε καμία περίπτωση δεν είναι ελκυστικά. Δεν εγείρουν τη φαντασία, καθώς πέρα από κάποιες στοιχειώδεις διαφορές, όπως το φυσικό περιβάλλον και οι καιρικές συνθήκες, για παράδειγμα πλανήτες με θάλασσες, ερήμους και βουνά, σύννεφα με βροχή ή με καθαρό ουρανό, δεν δίνεται κανένα άλλο στοιχείο, ώστε να ξεχωρίζουν μεταξύ τους. Επομένως, αποτελούν προϊόντα καρμπόν, καθιστώντας, έτσι, δύσκολη τη διάκριση μεταξύ τους.
Εν κατακλείδι, το “Dune” (2021) του Ντενί Βιλνέβ είναι μία σχετικά φιλότιμη προσπάθεια για την αναγέννηση της θεματικής τους έπους επιστημονικής φαντασίας στον κινηματογράφο, που είχε ξεκινήσει το “Star Wars” το 1977, η οποία όμως χάνει στο τέλος τον στόχο. Τα τεχνικά χαρακτηριστικά ενός καλού έργου είναι εμφανή, όμως η ταινία λησμονεί την ταυτότητά της προσπαθώντας να βρει τις ισορροπίες μεταξύ του παραμυθιού, του πνευματισμού και της δράσης, με αποτέλεσμα ένα εντυπωσιακό, αλλά άψυχο φιλμ.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Dune, 50 years on: how a science fiction novel changed the world, theguardian.com, διαθέσιμο εδώ
- Denis Villeneuve on “Dune”: “I was really a maniac”, wired.com, διαθέσιμο εδώ
- Dune director Denis Villeneuve on adapting Frank Herbert’s notoriously unfilmable sci-fi epic, cbc.ca, διαθέσιμο εδώ