Της Ιωάννας Μπινιάρη,
Εθνικισμός, Λαϊκισμός, Δημαγωγία, Αριστερά, Δεξιά, Ευρώπη: αυτές είναι μερικές από τις έννοιες τις οποίες πραγματεύεται ο συγγραφέας-φιλόσοφος και διευθυντής ερευνών στο Centre National de la Recherche Scientifique (CNRS), Pierre-André Taguieff, στο επιστημονικό του δοκίμιο με τίτλο Η ρεβάνς του εθνικισμού: Νεολαϊκιστές και ξενόφοβοι εναντίον της Ευρώπης, το οποίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Επίκεντρο, σε μετάφραση της Ουρανίας Καργούδη και υπό την επιμέλεια του Ανδρέα Πανταζόπουλου, ο οποίος, μάλιστα, συνοδεύει το έργο με έναν πρόλογό του.
Βάσει των κοινωνικών αναταράξεων που έχουν προκληθεί σε παγκόσμια κλίμακα λόγω παραγόντων, όπως η παγκοσμιοποίηση, η μετανάστευση, οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις και η διαφθορά των ελίτ, η Ευρώπη σήμερα διακατέχεται από ανησυχίες και φόβους. Η σύγχρονη κρίση της δημοκρατίας, η εγκατάλειψη που πολλές φορές νιώθουν οι Ευρωπαίοι πολίτες και συνακόλουθα η δυσπιστία που καλά κρατεί μέσα στις καρδιές τους, δεν αργούν να φέρουν στο προσκήνιο την πιθανή επάνοδο φαινομένων εθνικισμού και την εμφάνιση νεολαϊκιστικών κινητοποιήσεων, που αποσκοπούν στην προστασία από την οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική ανασφάλεια.
Στο σημείο αυτό είναι που ο συγγραφέας προχωρεί σε μια εννοιολογική προσέγγιση του λαϊκισμού, τονίζοντας ότι η σύγχρονη δημοκρατία δεν προϋποθέτει μόνο την κυριαρχία του λαού, η οποία ενδεχομένως οδηγήσει και στη λεγόμενη «τυραννία» της πλειοψηφίας, αλλά κυρίως απαιτεί τη διάκριση των εξουσιών και την αναγνώριση – εγγύηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Με λίγα λόγια, η υπερβολική προσφυγή στον λαό μπορεί να επιφέρει έναν «δημοψηφισματικό» αυταρχισμό, ο οποίος θα αποκλείει όσους διαφωνούν με την πλειοψηφία και θα περιορίζει τις ατομικές ελευθερίες. Έπειτα, ο συγγραφέας κάνει λόγο για τη θεώρηση με την οποία αντιμετωπίζεται ο Εθνικισμός, ο οποίος φέρει αρνητικό πολιτικό πρόσημο, κυρίως λόγω της συσχέτισής του με τον Ναζισμό και τον Φασισμό, ενώ ενέχει μέσα του έντονα το πολεμικό στοιχείο, δεδομένου ότι για τους δηλωμένους αντιεθνικιστές, ο Εθνικισμός ενσαρκώνει τη βία στην πολιτική και το μίσος για τους άλλους ανθρώπους.
Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, στο συγκεκριμένο έργο δεν επιδιώκεται η αναζήτηση της εν γένει ουσίας του λαϊκισμού και του εθνικισμού, αλλά το πώς αναπαρίστανται σε κοινωνικό επίπεδο τα συγκεκριμένα ιδεολογικο-πολιτικά φαινόμενα. Για αυτό τον λόγο, πραγματοποιείται μια ενδελεχής εξέταση της έννοιας «άκρα δεξιά», αναλύεται η εξέλιξη των ευρωπαϊκών «λαϊκιστικών» κινημάτων και κομμάτων μετά τη δεκαετία του 1980 και εξετάζεται πώς η αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αντιμετωπίσει τις αρνητικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης μπορεί να αναζωπυρώσει νέες εθνικιστικές διεκδικήσεις και, κατά συνέπεια, την ήδη αναφερόμενη στον τίτλο ρεβάνς του εθνικισμού.
Αρχικά, στο συγκεκριμένο βιβλίο ο συγγραφέας επανεξετάζει τον Εθνικισμό, προσεγγίζοντάς τον με τρεις διαφορετικές οπτικές, ως στάση, ως συμπεριφορά και τέλος ως θεωρία ή δόγμα, δηλαδή ως πολιτική ιδεολογία. Παράλληλα τονίζει ότι στον σύγχρονο κόσμο ο Εθνικισμός δικαιολογείται πολιτικά, όταν τα έθνη στοχεύουν στην ευημερία, τα δικαιώματα και την πολιτική αυτονομία. Πάντως, στη σύγχρονη εποχή της παγκοσμιοποίησης παρατηρείται μια αναβίωση του Εθνικισμού, λόγω του ότι οι λαοί αποκτούν ολοένα και περισσότερο συνείδηση των εθνικών ταυτοτήτων τους. Πρόκειται, δηλαδή, για έναν εθνικισμό που εμφανίζεται ως εθνικοκυριαρχικός αγώνας και στρέφεται ευθέως κατά της παγκοσμιοποίησης, δίνοντας έτσι κατεύθυνση στις «νεολαϊκιστικές» κινητοποιήσεις, που χαρακτηρίζονται για την ξενοφοβία τους.
Έπειτα, ο Ταγκιέφ τολμά να εξετάσει την έννοια της άκρας δεξιάς ως πραγματικότητα και ως αναπαράσταση, επισημαίνοντας ότι ουσιαστικά πρόκειται για μια αόριστη έννοια που παρέμεινε μια ολοκληρωτικά πολεμική έκφραση λόγω της σύνδεσής της με τον φασιστικό μουσολινισμό και με τον εθνικοσοσιαλισμό. Ο εξτρεμισμός, μάλιστα, που αποδίδεται στη συγκεκριμένη έννοια ενέχει τον αντιδημοκρατισμό και τον ξενοφοβικό εθνικισμό που καταλύει κάθε μορφή ελευθερίας, αν και κατά τον συγγραφέα «η άκρα δεξιά είναι μια σκληρή πολιτική τάση, αλλά μια αδύναμη θεωρία», όπως σημείωσε και το 1994 ο ιστορικός Μισέλ Βινόκ.
Στις επόμενες σελίδες του εν λόγω βιβλίου πραγματοποιείται μια ανάλυση του Εθνικού Μετώπου, ενός νέου ακροδεξιού κόμματος που εισέβαλε στη γαλλική πολιτική σκηνή μετά το 1983, υπό την αρχηγία του δημαγωγού Ζαν-Μαρί Λε Πεν, και σηματοδότησε την έναρξη ενός νέου εθνικιστικού κύματος στην Ευρώπη. Ενώ, λοιπόν, τότε η λέξη «λαϊκισμός» άρχισε να εκτοπίζει σιγά σιγά τη λέξη «εθνικισμός» και περίμενε κανείς αντιεθνικιστικές αντιδράσεις, στη θέση τους διαμορφώθηκαν διάφορα «αντιλαϊκιστικά» κινήματα που άνοιξαν πόλεμο κατά των «λαϊκιστών της δεξιάς».
Η πρόταση του συγγραφέα τη δεδομένη χρονική στιγμή ήταν η χρήση του όρου «Εθνικολαϊκισμός», για να χαρακτηρίσει το Εθνικό Μέτωπο και άλλους «συγγενείς» πολιτικούς σχηματισμούς, προκειμένου έτσι να αποδοθεί καθαρά η εθνικιστική διάσταση αυτών των κινημάτων, η δημοφιλία τους, η εμμονή τους με τον αόρατο «εχθρό» της μαζικής μετανάστευσης που τροφοδοτούσε την ανασφάλειά τους και σαφώς το δημαγωγικό ταλέντο των ηγετών τους. Τότε ήταν που η λέξη «λαϊκισμός» καθιερώθηκε ως τρέχων πολεμικός χαρακτηρισμός για πολιτικά κινήματα, θεωρούμενα ότι απειλούσαν την πλουραλιστική δημοκρατία και κατά συνέπεια τις ελευθερίες του πολίτη. Στον μινιμαλιστικό ορισμό του λαϊκισμού πάντως, που παραχωρεί μετέπειτα στους αναγνώστες ο Ταγκιέφ, τα τρία συνθετικά που περιλαμβάνονται είναι η κλήση του λαού, η επιδεικτική λατρεία του λαού και η καταγγελία των ελίτ.
Συνεχίζοντας την ανάγνωση του συγκεκριμένου δοκιμίου, αφού γίνεται λόγος για τις παθολογίες της δημοκρατίας, τον πολιτικό λαϊκισμό και τη δημαγωγία, την ειδωλολατρία του λαού και την εξέλιξη των λαϊκισμών διαμαρτυρίας, ο συγγραφέας φτάνει σε μια τριμερή διάκριση του Εθνικισμού: τον πολιτειακό, τον πολιτισμικό και τον εθνοτικό, διάκριση η οποία αμφισβητείται αρκετά. Καταλήγει, λοιπόν, στο συμπέρασμα πως ο Εθνικισμός είναι ένας φοίνικας, που ενώ είχε παρακμάσει, ταυτόχρονα πλησίαζε η αναγέννησή του στην εποχή αυτή της παγκοσμιοποίησης και στον κόσμο των πολιτικών και πνευματικών ελίτ.
Εν κατακλείδι, τον εν λόγω δοκίμιο πολιτικής θεώρησης συνιστά μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα μελέτη, που μας φέρνει σε επαφή με περίπλοκες έννοιες και με διαφορετικές πολιτικές προσεγγίσεις ενός φαινομένου που η κοινή γνώμη καταδικάζει χωρίς δεύτερη σκέψη. Σε κάθε περίπτωση, είναι ένα αρκετά επιμορφωτικό εγχειρίδιο που αξίζει να κοσμεί τη βιβλιοθήκη όχι μόνο ενός λάτρη της πολιτικής επιστήμης και της ιστορίας των πολιτικών ιδεών, αλλά οποιουδήποτε ατόμου επιθυμεί να προβληματιστεί και να κατανοήσει βαθύτερα το εθνικιστικό φαινόμενο και τις σημερινές μορφές του.