Του Τάσου Μοσχονά,
Με τις ζεστές ημέρες σιγά σιγά να δίνουν τη θέση τους στο κρύο του χειμώνα, το βλέμμα μου στρέφεται προς τις θάλασσες. Ο κρύος αέρας κάνει τη θάλασσα να αλλάζει χρώμα, να φαίνεται πιο απειλητική και ανταριασμένη απ’ ότι ίσως μπορεί να είναι στην πραγματικότητα. Μπροστά σε αυτή τη θέαση, κανείς δε μπορεί παρά να αναλογιστεί το πόσο ευλογημένη είναι η χώρα μας με απέραντα και πανέμορφα θαλασσινά τοπία.
Παρά το γεγονός ότι το πεδίο μου περιορίζεται στα οικεία αστικά τοπία, το μυαλό μου έπειτα στρέφεται στα απόμερα βραχώδη μέρη. Στα δύσβατα περάσματα, τα οποία για αιώνες ταλαιπωρούσαν ναυτικούς, ψαράδες και εκατοντάδες χιλιάδες μη σχετιζόμενους με τη θάλασσα πολίτες. Στον άνεμο, η ροή του οποίου έκρινε και διαμόρφωνε ζωές χιλιάδων Ελλήνων στο πέρας της ιστορίας. Και στην άκρη αυτών των τοπίων, μια μοναχική φιγούρα. Ένας φαροφύλακας μόνος του να παλεύει τις υπέρτερες φυσικές δυνάμεις, για να βάλει ένα λιθαράκι ανθρώπινης δύναμης και κατεύθυνσης μπροστά στις άγνωστες βουλές της αστείρευτης «μπλε δύναμης» που μας περιβάλλει. Παραγνωρισμένο, ίσως και με αρκετά στερεότυπα, λόγω της κυκλοφορίας αρκετών ταινιών τα τελευταία χρόνια πάνω στο θέμα, το επάγγελμα του φαροφύλακα χρόνο με το χρόνο φαίνεται να συρρικνώνεται, αλλά σε καμία περίπτωση δεν έχει παύσει, σε μια χώρα που διατηρεί –παρά το μικρό της μέγεθος– τη 13η μεγαλύτερη ακτογραμμή στον κόσμο.
Αν και η χώρα μας είχε μακραίωνη παράδοση στην κατασκευή φάρων, η μεθόδευση για το επάγγελμα του φαροφύλακα έρχεται περίπου στα μέσα του 19ου αιώνα, στα πρώτα χρόνια του σύγχρονου Ελληνικού κράτους. Εκείνη ήταν η περίοδος που θεσμοθετήθηκε για πρώτη φορά μισθός για το επάγγελμα του φαροφύλακα. Ειδικό σώμα, πάντως, για τους φάρους, με την ονομασία «Υπηρεσία Φάρων» ιδρύεται στα μέσα της δεκαετίας του 1880, προβλέποντας μισθό 50 δραχμών για τους φαροφύλακες, με παραπάνω απολαβές για όσους εκτίουν το επάγγελμα –που τότε μπορούσε να συνδυαστεί και με τη στρατιωτική θητεία– σε παραμεθόριες περιοχές.
Πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ειδική υπηρεσία που υπάγεται στο Πολεμικό Ναυτικό μετρούσε συνολικά 468 φαροφύλακες, αριθμός που από τότε βρίσκεται σε πτωτική πορεία. Οι προπολεμικοί φαροφύλακες είχαν καταφέρει να χτίσουν μια ιδιότυπη κοινότητα μέσα σε πρωτοφανείς συνθήκες. Αν και αποτελούσαν τμήμα μιας εξαιρετικά δύσκολης εργασίας, αρκετοί απ’ αυτούς κατάφεραν –με κόστος απομόνωσης– να φτιάξουν οικογένειες και μια ιδιαίτερη κοινωνική τάξη. Οι «οικογένειες των φάρων» σίγουρα ζούσαν σε αντίξοες συνθήκες, όμως έχαιραν υψηλού σεβασμού από όλες τις κοινότητες για το σημαντικό τους λειτούργημα. Άλλωστε, η ναυτιλία αποτελούσε πάντοτε κεντρική πηγή εσόδων και κύρους για το Ελληνικό κράτος.
Όπως φαντάζεται κανείς, οι συνθήκες διαβίωσης στους φάρους ήταν δύσκολες. Το εσωτερικό των φάρων, άλλωστε, ειδικά των παραδοσιακών ξύλινων, δεν επέτρεπε περίτεχνες διατάξεις. Οι κοιτώνες περιορίζονταν σε 1 ή 2 δωμάτια, με τον υπόλοιπο χώρο να καταλαμβάνεται από μικρά δωμάτια προσωπικής υγιεινής και μια κουζίνα, αλλά κυρίως από τους αποθηκευτικούς χώρους για τα απαραίτητα για τον φάρο καύσιμα.
Η ίδια η δουλειά του φαροφύλακα, από την άλλη, έφερνε το άτομο στα άκρα, με μια σχεδόν συνεχή απαίτηση προσοχής και ακρίβειας Ελβετικού ρολογιού. Ο εκάστοτε φαροφύλακας έπρεπε να ανάβει το φάρο και να τον «κουρδίζει» ανά 6 ώρες, για να διασφαλίσει την ομαλή του λειτουργία. Παράλληλα, έπρεπε συχνά να ρυθμίζει το συρματόσχοινο με βαρίδι, που επέτρεπε την ακώλυτη περιστροφή του. Και αν δεν έφτανε αυτό, τα πρωινά έπρεπε να καθαρίζει τα υπολείμματα της καύσης, να ανεφοδιάζει τα καύσιμα, να αντλεί νερό και να κάνει το δύσκολο ταξίδι προκειμένου να ανανεώνει τακτικά τις προμήθειες τόσο για τις ανάγκες του φάρου όσο και για τις ανάγκες του ίδιου. Σε όλο αυτό το διάστημα, έπρεπε να φροντίσει να μη κοιμηθεί, για να διασφαλίσει το μοναδικό λόγο ύπαρξης των φάρων: την ασφαλή διάβαση των πλοίων από τα δύσβατα και επικίνδυνα περάσματα. Επιπλέον, οι φαροφύλακες έπρεπε να βρίσκονται σε συνεχή επικοινωνία με τις μετεωρολογικές υπηρεσίες και την Υδρογραφική Υπηρεσία και να καταγράφουν τις αλλαγές του ανέμου και τη μέτρησή του με μποφόρ.
Οι κίνδυνοι, δε, ήταν πολλαπλοί, και απειλούσαν τον φαροφύλακα τόσο σε σωματικό όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο. Μιας και ο φαροφύλακας καθημερινά καταπιανόταν με καύσιμα και ιδιαίτερα με αέριο ασετιλίνης, αμίαντο και φωτιστικό πετρέλαιο, οι βλάβες το χειμώνα –ειδικά κάτω από αντίξοες συνθήκες– ήταν συχνές. Απαιτείτο, λοιπόν, μια γρήγορη και μαεστρική επιδιόρθωση, κάτω από τον κίνδυνο πυρκαγιάς και ανάφλεξης των λαδιών. Σε ψυχολογικό επίπεδο, η μοναξιά ήταν ο κανόνας και κάτι που παραδέχονται οι περισσότεροι φαροφύλακες ακόμα και σήμερα. Παρά το γεγονός ότι στις περισσότερες περιπτώσεις οι φαροφύλακες ήταν από 2 και πάνω σε κάθε φάρο, οι εναλλάξ βάρδιες και η συνεχής εργασία δεν έδινε ιδιαίτερη αφορμή για κοινωνικοποίηση. Όταν, δε, οι καιρικές συνθήκες ήταν αντίξοες και αποκλειόταν η ήδη δύσκολη πρόσβαση από και προς το φάρο –μαζί με τον ανεφοδιασμό σε τροφή–, απαιτούνταν μια αστείρευτη δύναμη ψυχής προκειμένου να διατηρηθεί μια ψυχική ηρεμία. Το τίμημα για τους φαροφύλακες ήταν μεγάλο, όμως αρκετοί –παρά τις δυσκολίες– παραδέχονται πως μικρές καθημερινές στιγμές, όπως το ψάρεμα στη θάλασσα και μια όμορφη ημέρα, ήταν αρκετά για να τους κρατήσουν σε μια ισορροπία σώματος και πνεύματος.
Μετά τη δεκαετία του ‘70, το σκηνικό άλλαξε. Οι φάροι άρχισαν δειλά δειλά να αυτοματοποιούνται, και μέχρι τις αρχές του 1980 το προσωπικό της Υπηρεσίας Φάρων μετρούσε 320 άτομα σε περίπου 120 φάρους. Η αυτοματοποίηση έφερε την κατάργηση των καυσίμων και την αντικατάστασή τους με ηλιακή ενέργεια και ηλεκτρικό ρεύμα της ΔΕΗ. Το 2001, μάλιστα, σταματά η λειτουργία του τελευταίου φάρου ασετιλίνης και μαζί με αυτόν παύουν και οι αρμοδιότητες του παλιού φαροφύλακα.
Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει πως το επάγγελμα έχει εκλείψει πλήρως. Πλέον, οι περίπου 70 φαροφύλακες της Υπηρεσίας Φάρων επισκέπτονται τους φάρους για λίγες ώρες και αναλαμβάνουν διαφορετικού τύπου αρμοδιότητες (πχ συντήρηση, βάψιμο κλπ). Παρά ταύτα, υπάρχουν περίπου 10 ακόμα φαροφύλακες που συνεχίζουν να μένουν μόνιμα σε «δύσκολους» φάρους της παραμεθορίου, όπως σε αυτόν των Οθωνών, στο πιο δυτικό σημείο της χώρας μας. Ο σκοπός της παραμονής τους, βέβαια, δεν είναι τόσο πρακτικός, όσο δηλωτικός της ελληνικής παρουσίας σε περιοχές απομακρυσμένες. Η ύπαρξη των Ελληνικών σημαιών στους φάρους αυτούς και η συνεχή τους έπαρση, συνεπώς, μπορεί να κριθεί σημαντικότερη ίσως και από τη συντήρηση του ίδιου του φάρου.
Μέσα στην παράθεση όλων αυτών των πληροφοριών, για το τέλος σημαντικό είναι να εστιάσουμε στους ίδιους τους φαροφύλακες, που με τις μαρτυρίες τους μας ανοίγουν το βλέμμα σε έναν κόσμο αθέατο και άγριο. Παρά τη φήμη του «αγριμιού», σε συνεντεύξεις τους, οι πλέον ηλικιωμένοι παραδοσιακοί φαροφύλακες μιλούν διεξοδικά για τη ζωή και τη δύσκολη καθημερινότητά τους. Έχουν έναν λόγο τραχύ, απλό, και συνάμα ήρεμο, που θα έλεγε κανείς πως συνδέεται άμεσα με τη λιτότητα της ζωής σ’ ένα φάρο, αλλά και τη δωρική απλότητα ενός Ελληνικού βραχώδους παραθαλάσσιου τοπίου. Αξίζει σίγουρα να αφιερώσετε λίγο χρόνο, για να ακούσετε το βίωμά τους, ένα βίωμα και μια εμπειρία που συμβολίζει ιδανικά αρκετές από τις συγκρούσεις που για χρόνια μας ταλανίζουν, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Μια ζωή στον Φάρο των Οθωνών, Ιστόρημα Podcast, διαθέσιμο εδώ
- Ο τελευταίος φαροφύλακας του Κάβο Μαλιά ανακαλεί εικόνες από 30 χρόνια μοναξιάς, Lifo, διαθέσιμο εδώ
- Επάγγελμα φαροφύλακας, Χανιώτικα Νέα, διαθέσιμο εδώ