Της Βάσως Σοφάνη,
Η απαρχή των πολιτικών κοινωνιών του John Locke ξεκινά με τους ανθρώπους να βρίσκονται ελεύθεροι, ίσοι και ανεξάρτητοι μέσα στη φυσική κατάσταση. Η ενοποίηση των ανθρώπων σε ομάδες δεν μπορεί, δηλαδή, να είναι τίποτα άλλο από προϊόν της δικής τους συναίνεσης χωρίς εξαναγκασμό. Ο άνθρωπος, σε κάποιο σημείο της ύπαρξής του, συνειδητοποίησε πως το να είναι αυτόνομος, τον κάνει πολλές φορές και αδύναμο απέναντι στη φύση. Έτσι, αποφάσισε να συνθέσει σε πρώτη φάση ομάδες και ύστερα κοινότητες, προκειμένου να εξασφαλίσει την άνεσή του σε κατάσταση ειρήνης και, φυσικά, την ασφάλειά του να απολαμβάνει ο καθένας την ιδιοκτησία του.
Σημαντικό κομμάτι στην φιλοσοφία του J. Locke είναι και η «πλειοψηφία». Όταν οι άνθρωποι προέβησαν με τη συναίνεσή τους στη δημιουργία κοινότητας, έχουν εκ του γεγονότος αυτού συγκροτήσει την κοινότητα αυτή ως ένα ενιαίο σώμα, ήτοι με την απόφαση και τη θέληση της πλειοψηφίας μόνο. Η οποιαδήποτε πράξη η οποία δεν ακολουθεί τις επιταγές τις πλειοψηφίας, δεν είναι σε θέση να αποτελεί προϊόν μιας ενιαίας κοινότητας. Συνεπώς, όλοι ανεξαιρέτως είναι δεσμευμένοι από την πλειοψηφία και πρέπει να υποτάσσονται σε αυτήν. Μέσω, λοιπόν, της συναίνεσης της πλειοψηφίας, οι άνθρωποι δημιουργούν ένα πολιτικό σώμα στο πρόσωπο μιας κυβέρνησης, η οποία υποτάσσεται και είναι υπόχρεη στο σύνολο.
Σύμφωνα με τον Locke, πρωταρχικός σκοπός συγκρότησης πολιτικής κοινωνίας είναι η διασφάλιση της ιδιοκτησίας. Εξαιτίας αυτού, προκύπτουν πολλά προβλήματα, καθώς η φυσική κατάσταση παρουσιάζει ελλείψεις. Πρώτον, δεν υπάρχει θεσμοθετημένο, εδραιωμένο και γνωστό δίκαιο, το οποίο κατοχυρώνεται από την κοινή συναίνεση και πληροί τα κριτήρια του ορθού και του λάθους. Αν και υπάρχει ο φυσικός νόμος, που δύναται να το ορίσει τον οποίο κατανοεί κάθε έλλογο πλάσμα, η κερδοφορία του ανθρώπου μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα. Δεύτερον, στη φυσική κατάσταση, δεν υπάρχει γνωστός και αμερόληπτος δικαστής που θα κρίνει σύμφωνα με το θεσμοθετημένο δίκαιο, ενώ πάθη και επιθυμίες τείνουν να θολώνουν την κρίση. Τρίτον, στη φυσική κατάσταση, συχνά δεν υπάρχει εξουσία να στηρίξει και να επιβάλλει και να εκτελέσει την ποινή. Η προσφυγή στη βία είναι ιδιαίτερα εύκολη, καθώς οι θιγόμενοι σπάνια θα επιλέξουν να μην καταφύγουν σε αυτή, στερώντας την απόδοση κατάλληλης ευκαιρίας ώστε να επανορθώσει ο θύτης για όσα προκάλεσε. Επομένως, η τιμωρία μπορεί να γίνει επικίνδυνη, προκαλώντας ανεπανόρθωτες ζημιές.
Οι δυσχέρειες με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι στη φυσική κατάσταση οι άνθρωποι είναι και ο λόγος που εγκαταλείπουν την ατομική εξουσία που έχει ο καθένας, προκειμένου αυτή να ασκείται από κάποιον που θα έχει οριστεί να έχει αυτόν τον σκοπό και βάσει των κανόνων που θα έχει ορίσει και εξουσιοδοτήσει η κοινότητα. Μέσα σε αυτό, βρίσκεται και η προέλευση της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας. Μολονότι είναι φανερό πως στα χέρια της κοινωνίας τοποθετούνται η ισότητα, η ελευθερία και η εκτελεστική εξουσία που κατείχαν οι άνθρωποι της φυσικής καταστάσεως για την ασφάλιση του κοινού καλού της κοινωνίας, η πρόθεση του καθενός δεν μπορούμε να πούμε πως είναι αυτή με σιγουριά. Για τον Locke, η εξουσία της κοινωνίας δεν συστάθηκε ποτέ για την εξασφάλιση του κοινού καλού. Μέσα στην κοινωνία, απώτερος σκοπός της είναι η διασφάλιση της ιδιοκτησίας του καθενός, λαμβάνοντας υπόψιν τους τις τρεις ατελείς της φυσικής καταστάσεως που την καθιστούν άβολη και επισφαλή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Μανόλης Αγγελίδης, Θ. Γ., χ.χ. Θεωρίες της πολιτικής και του κράτους/Χομπς, John Locke, Ρουσσώ, Καντ, Χεγκελ, Σαββάλας, Αθήνα.
- Στυλιανού, Άρης, Θεωρίες του κοινωνικού συμβολαίου-Από τον Γκρότιους στον Ρουσσώ, Πόλις, Αθήνα, 2006.
- Burns, Edward M, Ευρωπαϊκή Ιστορία – Ο δυτικός πολιτσμός: Νεότεροι χρόνοι, Επίκεντρο, 4η έκδοση, Θεσσαλονίκη, 2006.