Της Μυρτώς Κατσούλη
Βασικό οικοδομικό στερέωμα της σύγχρονης δημοκρατικής οντότητας είναι τα θεμελιώδη δικαιώματα που διέπουν κάθε έκφανση του δημοσίου και ιδιωτικού βίου. Για αυτό, η ορθή και ακώλυτη λειτουργία του πολιτεύματος, που συνιστά και την ελατήρια δύναμη κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας, στηρίζεται στη μετουσίωση της θεωρητικής προσέγγισης των ατομικών ελευθεριών σε μια πιο έμπρακτη πολιτική εφαρμογή, ικανή να αφορά και να εκφράζει κάθε αποδέκτη τους.
Πλέον συνταγματικό δεδομένο είναι η κατοχύρωση, τουλάχιστον θεσμικά, της ισότητας απέναντι στον νόμο, με την έννοια ότι η ιδιότητα και μόνο του «πολίτη» αρκεί για να καταστεί κανείς φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, χωρίς κανένα άλλο προαπαιτούμενο. Και σε αυτήν ακριβώς την παραδοχή, και απτή νομοθετημένη πρακτική, στηρίζεται και η προοδευτική σκοπιά της σύγχρονης δημοκρατίας, η οποία καλείται να απαλείψει οποιαδήποτε μονοδιάστατη οπτική ενάντια σε θεμελιώδεις, αυτονόητες ανθρώπινες έννοιες.
Η ισότητα, ωστόσο, μπορεί να εκφραστεί ως πολιτικό αγαθό, χωρίς απαραίτητα να λαμβάνει και κοινωνικές διαστάσεις. Πολλές φορές, ο όρος παρερμηνεύεται, με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε σε εννοιολογικές και ηθικές ανασφάλειες, οι οποίες τον ισοπεδώνουν και τον αποπροσανατολίζουν προς μια λοξή και -κατά τα λεγόμενα- «δημοκρατικότερη» κατεύθυνση.
Πολλά είναι τα ζητήματα που προκύπτουν από μία τέτοια διάκριση, δηλαδή το πολιτικό από το κοινωνικό είναι της ισότητας. Για το πρώτο, μια απλή ιστορική αναδρομή αποδεικνύει τον αγώνα και το μένος των κοινωνιών για την εξασφάλιση του πολιτικού αγαθού ισότητας, ως το απαύγασμα της όντως εκσυγχρονισμένης και όχι απλώς επιδερμικής δημοκρατίας. Ενώ, όσον αφορά την αποτύπωσή της στο πλαίσιο της κοινωικής αλληλεπίδρασης, θα λέγαμε ότι ο όρος «ισοτιμία» ανταποκρίνεται περισσότερο στις ανάγκες, αλλά και τις ρεαλιστικές συνθήκες του συλλογικού βίου.
Σαφώς, σε μια ποικιλόμορφη κοινωνία, κάθε άνθρωπος-πολίτης συνιστά και μια ξεχωριστή οντότητα, που συνεισφέρει με τον τρόπο του στο κοινό συλλογικό οικοδόμημα. Κάτι, που τον καθιστά μεν μέτοχο, άρα και αποδέκτη των δημοκρατικών αρχών, όχι όμως και ίσο, πνευματικά, ηθικά, ανθρώπινα και με κάθε άλλο συμπολίτη. Φυσικά, οι απαρέγκλιτες θεσμικές κατευθύνσεις, η υποχρέωση υπακοής και τήρησης των άνωθεν προβλεπόμενων στο πλαίσιο της ισονομίας και ισοπολιτείας, ισχύει για όλους και υπέρ όλων, χωρίς περιθώρια διαφορετικής τοποθέτησης, αλλά και χωρίς περαιτέρω υποχρέωση για συνειδησιακό εξισωτισμό του κάθε πολίτη με, αντίστοιχα, τον κάθε πλησίον.
Άλλωστε, η διαφοροποίηση, που εύλογα ενυπάρχει και εκδηλώνεται στα ευρεία περιθώρια της δημοκρατικής συμβίωσης, είναι και το ζητούμενο για την εύρυθμη λειτουργία της. Ωστόσο, είναι άλλο το θέμα της ισότιμης μεταχείρισης, αντιμετώπισης και αποδοχής του συμπολίτη, το οποίο προβλέπεται και από το σύγχρονο σύστημα πολιτικής διακυβέρνησης, και άλλο το θέμα της ισοπεδωτικής ομογενοποίησης του κάθε διαφορετικού, κάτι που μάλλον έχει απασχολήσει, αν όχι εκφυλίσει, τη δημοκρατία μας.
Ένα παράδειγμα που εξηγεί γιατί σε μια κοινωνία δύσκολα νοείται η κοινωνική «εξισωτική» ισότητα, είναι η από πολλούς ποθητή -συνειδησιακή αλλά και λειτουργική- επίτευξη της ισότητας των δύο φύλων. Ίσως, σε μια δυστοπική πραγματικότητα θα μπορούσε να εξασφαλιστεί μία τέτοια συνθήκη, παρόλα αυτά, το όραμα για την εξομοίωση των δύο φύλων, σε κάθε επίπεδο, είναι κάτι μάλλον ανέφικτο, από τη στιγμή που βιολογικά, πνευματικά και οντολογικά κριτήρια καθορίζουν μια αντικειμενική διαφοροποίηση.
Επιπλέον, η αντίληψη ότι η εξασφάλιση της ισότητας είναι η αναγκαία συνθήκη για την πρόοδο της κοινωνίας οδηγεί στην υποβάθμιση και την αλλοίωση της φυσικής υπόστασης του καθενός φύλου, εν προκειμένω. Μάλιστα, μια τέτοια εμμονή ενισχύει και την πεποίθηση ότι όντως η φυλετική ανισότητα είναι αφύσικη και πρέπει να ανατραπεί προκειμένου να απαλλαγεί η κοινωνία από αναχρονιστικές παλινδρομήσεις.
Για αυτόν τον λόγο, κάθε πολίτης που προβληματίζεται για τη συμπεριφορά του ιδίου αλλά και των υπολοίπων, μέσα στο πλέγμα της κοινωνικής διάδρασης, θα πρέπει να προσανατολίζει τη σκέψη ανάλογα με τα ήθη, τους κανόνες, αλλά και τις ανάγκες της εποχής. Γιατί είναι γεγονός ότι, ενώ η σύγχρονη κοινωνία έχει διαφθαρεί ηθικά, προσπαθεί μέσα από επιφανειακές ηθικές αναστολές και επιταγές να ανακτήσει τυχόν ηθικά, κοινωνικά και πολιτικά απομεινάρια. Ο σεβασμός και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι πια αγαθά, αν όχι λησμονημένα, σίγουρα βαθιά κρυμμένα, και όχι σε πολλά υποσυνείδητα. Ταυτόχρονα, όμως, θα πρέπει να είναι και στόχος του καθενός δημοκρατικού σκεπτόμενου, προκειμένου να δημιουργηθεί μια εκ νέου κοινή ηθική συνείδηση, η οποία δεν θα επιτρέπει ασυμβίβαστες με τη δημοκρατία πρακτικές.
Δύσκολο έργο, όμως, ο επαναπροσδιορισμός των ηθικών δημοκρατικών αξιών και η πίστη στην κοινωνική ισοτιμία, κάτι που, αν εφαρμοστεί επιτυχώς, μπορεί να δώσει τη βάση για μια βελτιωμένη εκδοχή κάθε δημοκρατικής πτυχής και να δημιουργήσει μια κοινωνία επανορθωτικής και αδιαμφισβήτητης δικαιοσύνης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- «Σεξισμός ή μήπως όχι;», Ανδρέας Δρυμιώτης, kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ
- «Ισότητα, ισοπέδωση και ισοτιμία», Φάνης Ουγγρίνης, liberal.gr, διαθέσιμο εδώ
- Άρθρο 4 του Συντάγματος, lawspot.gr, διαθέσιμο εδώ