Της Μαρίας Κελεπούρη,
Μετά την Ανδρομάχη του Ευριπίδη, ο Ρακίνας, επιβεβαιώνοντας την τάση του να επαναφέρει στο προσκήνιο μυθολογικά πρόσωπα, μεταπλάθει την τραγωδία του αρχαίου ποιητή, εστιάζοντας αυτή τη φορά στα πάθη και τις συνέπειές τους. Ο αλεξανδρινός στίχος που χρησιμοποίησε ο σπουδαίος Γάλλος δραματουργός, μεταφράστηκε με την καλύτερη δυνατή προσέγγιση από τον Ανδρέα Στάικο, προσφέροντας στην ελληνική γλώσσα μια αριστοτεχνικά κατασκευασμένη ομοιοκατάληκτη μορφή του. Η Ανδρομάχη του Ρακίνα κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Σοκόλη, αποδεικνύοντας τη μέχρι και σήμερα λογοτεχνική της επιρροή.
Ο δημιουργός της επισημαίνει πως οι ήρωες του δεν αποκλίνουν κατά πολύ από τον τρόπο με τον οποίο τους είχε παρουσιάσει και ο Ευριπίδης κάποιους αιώνες νωρίτερα, γεγονός που –αν θέλουμε να μιλήσουμε με όρους αρχαίας τραγωδίας- διαφαίνεται μέσω της διάνοιας των προσώπων. Οι σκέψεις και τα επιχειρήματά τους υποκινούνται από τα πάθη τους και αποκαλύπτουν τα συναισθήματά τους.
Εξάλλου, ο Ρακίνας ήταν εμβριθής γνώστης της ελληνικής γλώσσας, την οποία διδάχθηκε στο μοναστήρι του Πορ-Ρουαγιάλ, το οποίο αποτελούσε κέντρο του «Ιανσενισμού». Η εν λόγω θεολογική τάση, στρεφόμενη γύρω από την έννοια της «Θείας Χάρης» και της σταδιακής προσέγγισής της, αν και δεν αναγνωρίζονταν από την επίσημη Εκκλησία, άσκησε βαθιά επιρροή στον τρόπο σύνθεσης των έργων του. Η πλοκή τους δομείται και εξελίσσεται διαδοχικά προς μια προκαθορισμένη λύση. Η ακμή της δραματουργικής πορείας του Ρακίνα συμπίπτει με την άνθηση του γαλλικού πολιτισμού, στα χρόνια της βασιλείας του Λουδοβίκου του 14ου, καθιερώνοντας τον θεατρικό συγγραφέα ανάμεσα στις σημαντικότερες λογοτεχνικές προσωπικότητες της Γαλλίας του 17ου αιώνα.
Ακολουθώντας την εκδοχή που θέλει την Ανδρομάχη και τον γιό της, Αστυάνακτα, να γίνονται, μετά την άλωση της Τροίας, λεία του διαδόχου του Αχιλλέα, Πύρρου, και να μεταφέρονται στο βασίλειό του, στην Ήπειρο, ο Ρακίνας προσωποποιεί μέσω της ηρωίδας του τα συναισθηματικά ερείπια που άφησε ο πόλεμος στην Τροία. Η Ανδρομάχη όχι μόνο καλείται να συμβιώσει με τον γιο του άντρα που σκότωσε τον σύζυγό της, αλλά ακόμη υφίσταται τον εκβιασμό του Πύρρου, ο οποίος της ζητά να τον παντρευτεί, με αντάλλαγμα τη σωτηρία του γιού της. Οι συνθήκες των οποίων αποτελεί μέρος, υπερβαίνουν τα διανοητικά και ψυχικά της όρια. Έτσι, η ίδια αιωρείται ανάμεσα στην υπερηφάνεια και την απόγνωση για το παιδί της, στην προσπάθεια να διατηρήσει την πίστη και την τιμή στο πρόσωπο του νεκρού Έκτορα, ενώ ταυτόχρονα μάχεται να επιτύχει τον σκοπό της.
Η Ανδρομάχη δε φιλοδοξεί να αναγεννήσει την Τροία από τις στάχτες της μέσω του γιού της, δεν αποζητά καν εκδίκηση. Δε βλέπει στο πρόσωπο του Αστυάνακτα τον συνεχιστή των Τρώων που βλέπουν οι Έλληνες και γι’ αυτό ζητούν τη θανάτωσή του. Οι πληγές του παραδομένου πια στο παρελθόν πολέμου είναι ακόμη νωπές, για να επιθυμεί να πυροδοτήσει έναν καινούργιο. Η συμβιβασμένη της φιγούρα, όμως, δεν ταυτίζεται με την υποταγή. Έχει απλώς αποδεχτεί τη νέα κατάσταση πραγμάτων, στην οποία είναι αναγκασμένη να δρα, χωρίς κατά βάθος να έχει συμφιλιωθεί μαζί της. Ωστόσο και σ’ αυτό το δεσμευτικό πλαίσιο, καταφέρνει να διατηρεί την ανεξαρτησία και την τιμή της, έννοιες που φέρουν βαρύ πρόσημο στον αρχαίο κόσμο. Δεν είναι διατεθειμένη να υποκύψει εύκολα στις απειλές.
Ακόμη, όμως, κι αν ο πόλεμος των όπλων έχει τελειώσει, η Ανδρομάχη ενορχηστρώνει έναν πόλεμο συναισθημάτων και ιδεών, που θα έχει κι αυτός τα θύματά του. Το πάθος είναι αυτό που κυριεύει όλα τα υποκείμενα και καθοδηγεί τις πράξεις τους, δημιουργώντας μια διαδοχική αλυσίδα. Η μη επιθυμητή, όμως, ανταπόκριση ματαιώνει τα σχέδιά τους και προκαλεί την οργή τους. Αλλά, όσο κι αν τα συναισθήματα καταδυναστεύουν τη λογική, δε μπορούν τελικά να μεταβάλλουν το πεπρωμένο, το οποίο είναι προαποφασισμένο από τη γέννησή τους.
Ο έρωτας, αν και μονομερής, πλέκει μια περίτεχνη ανθρώπινη σύνθεση, αφήνοντας τα πρόσωπα να πέσουν στην παγίδα του και να υποστούν τις συνέπειές του. Μόνο τότε θα είναι ολοκληρωμένοι χαρακτήρες. Ο Πύρρος, κυριευμένος από το πάθος του, είναι έτοιμος να θυσιάσει ακόμα και την ασφάλεια του κράτους του, προκειμένου να εκπληρωθεί αυτό που ζητά η καρδιά του. Ο Ορέστης ακολουθεί τυφλά τα προστάγματα της Ερμιόνης, ενώ εκείνη παραδομένη στον Πύρρο και στη ζήλεια, πιστεύει πως με την εκδίκηση θα αισθανθεί δικαιωμένη. Όμως, για άλλη μια φορά, η άγνοια των θνητών θα συγκρουστεί με τη θεϊκή δικαιοσύνη.
Ο Ρακίνας δίνει στον Αστυάνακτα πολλούς ρόλους. Είναι το σύμβολο της συνέχειας της τρωικής παράδοσης και τιμής. Γι’ αυτό ακριβώς αποτελεί απειλή για τους Έλληνες, οι οποίοι, στέλνοντας ως εκπρόσωπό τους τον Ορέστη, απαιτούν τη θανάτωση του φυλακισμένου παιδιού. Είναι ο συνδετικός κρίκος της Ανδρομάχης με τη ζωή. Είναι το λογικό έρεισμα για τη δημιουργία του έργου. Ο ίδιος, ωστόσο, δεν εμφανίζεται κατά την εξέλιξη των επεισοδίων, παρά το γεγονός πως είναι το πρόσωπο που αποτελεί την αιτία των αποφάσεων και των παθών. Γιατί στα πάθη στρέφεται η προσοχή. Είναι αυτά που όχι μόνο περιπλέκουν τα συναισθήματα του κάθε ήρωα με τις πράξεις, αλλά τελικά αποτελούν το στοιχείο εκείνο πάνω στο οποίο θεμελιώνεται η Ανδρομάχη.
Δεν πρόκειται για μια περίπτωση που διαιωνίζει τη νίκη των Ελλήνων έναντι των Τρώων. Αντιθέτως, ο χαρακτήρας του έργου είναι αντιπολεμικός, μεταθέτοντας το κέντρο βάρους από την πολεμική αρετή στη δύναμη της ανθρώπινης βούλησης. Σκοπός του, λοιπόν, δεν είναι να παρουσιάσει γρήγορα τη λύση, αλλά να παρακολουθήσει τη συναισθηματική εξέλιξη και την πάλη των ηρώων με τον εαυτό τους. Ακόμα κι αν δεν επιτύχουν τη δικαίωση, θα ακολουθήσει η συνειδητοποίηση των πράξεών τους, έστω και με τον πιο επώδυνο τρόπο. Τότε μόνο θα έχει συντελεστεί η κάθαρση.