Του Θανάση Κουκόπουλου,
Στο Α΄ μέρος αυτού του ζεύγους άρθρων για τους ιερούς πολέμους της αρχαιότητας αναλύθηκαν οι δύο πρώτοι (αρχές 6ου και μέσα 5ου αιώνα π.Χ. αντίστοιχα). Επισημάνθηκε ότι οι πολύ μεταγενέστερες αναφορές στον λεγόμενο «Α΄ Ιερό Πόλεμο» μάλλον συνδέονται με συγκεκριμένες πολιτικές σκοπιμότητες και ως εκ τούτου ίσως πρόκειται για «ψευδείς ειδήσεις». Στο παρόν άρθρο θα εξεταστούν οι δύο επόμενοι και τελευταίοι ιεροί πόλεμοι, ο ένας εκ των οποίων αποτέλεσε αναμφισβήτητα τον πιο σκληρό από όλους.
Πρόκειται για τον φερόμενο ως «Γ΄ Ιερό Πόλεμο», βάσει της επίσημης ιστοριογραφικής παράδοσης. Για να καταστεί κατανοητός, είναι αναγκαίο να γίνει μια αναφορά στο γενικότερο κλίμα και πλαίσιο της εποχής. Τον 4ο αι. π.Χ., όλες οι παραδοσιακές «υπερδυνάμεις» του αρχαίου ελληνικού κόσμου (κυρίως Αθήνα, Σπάρτη, Θήβα κ.α.) σταδιακά αποδυναμώθηκαν και κατά συνέπεια εξέλιπε οποιοσδήποτε πόλος που θα μπορούσε να παίξει έναν σταθερά πρωταγωνιστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της περιοχής. Φαίνεται ότι όλοι ήταν κουρασμένοι από τους συνεχείς πολέμους και δεν αναλάμβαναν ιδιαίτερα δυναμικές πρωτοβουλίες.
Παράλληλα, όμως, ο ικανότατος και φιλόδοξος βασιλιάς της Μακεδονίας, Φίλιππος Β΄, ο οποίος είχε περάσει τα παιδικά του χρόνια στη Θήβα ως όμηρος και είχε αντλήσει χρήσιμα συμπεράσματα σχετικά με την πολιτική και στρατιωτική διακυβέρνηση, άρχισε να αναδιοργανώνει το βασίλειό του και έχοντας καταλάβει εδάφη στη Θράκη και τη Χαλκιδική, επιζητούσε διακαώς την κάθοδο προς τον Νότο. Επιπλέον, αξίζει να τονιστεί πως την εποχή αυτή παύει το άμεσο ενδιαφέρον μεγάλης μερίδας πολιτών για τη συμμετοχή στο στράτευμα της πατρίδας και έτσι η πρακτική της στρατολόγησης μισθοφόρων-τυχοδιωκτών γνωρίζει μεγάλη διάδοση.
Σε αυτό το πλαίσιο, εντάσσονταν και οι ανταγωνιστικές σχέσεις Βοιωτίας και Φωκίδας, περιοχής που οριζόταν από τις βορειοκεντρικές ακτές του Κορινθιακού κόλπου, την ορεινή Δωρίδα στην ηπειρωτική βόρεια πλευρά, τα όρη της Λοκρίδας στα δυτικά και τη βοιωτική πεδιάδα στα νοτιοανατολικά. Εντός των ορίων της Φωκίδας βρισκόταν και το εξαιρετικά πλούσιο Μαντείο των Δελφών. Παρότι οι κάτοικοι αυτής της περιοχής είχαν συμπράξει, εξαιτίας διάφορων αφορμών, με τους Βοιωτούς στο παρελθόν, διακατέχονταν από ιδιαίτερα αισθήματα απέχθειας απέναντί τους. Το ίδιο και οι Θηβαίοι και οι σύμμαχοί τους.
Το 357/6 π.Χ. η Δελφική Αμφικτιονία, το όργανο ελέγχου του ιερού του Απόλλωνα, στο οποίο η κάθε φυλή διέθετε από δύο αντιπροσώπους, επέβαλε πρόστιμο στους Φωκείς. Πρόφαση ήταν η καλλιέργεια ενός τμήματος της ιερής γης που παλαιότερα ανήκε στην επικράτεια της Κίρρας, την οποία υποτίθεται ότι είχε νικήσει ένας αμφικτιονικός συνασπισμός στις αρχές του 6ου αιώνα. Είναι εύλογο να εικάσουμε πως πίσω από αυτή την κίνηση κρύβονταν οι Θηβαίοι, στην προσπάθειά τους να αποδυναμώσουν και να υπονομεύσουν τους αντιπάλους τους. Φυσικά, οι τελευταίοι αρνήθηκαν να καταβάλουν τα προβλεπόμενα.
Μέσα σε αυτό το κλίμα αναβρασμού, το Φωκικό Κοινό, δηλαδή η συνέλευση των πόλεων της περιοχής, ανέθεσε την εξουσία σε έναν εύπορο πολίτη από την πόλη Λέδων, τον Φιλόμηλο, ο οποίος ορίστηκε «στρατηγός-αυτοκράτωρ». Συνειδητοποιώντας τη μειονεκτική θέση της αδύναμης συνομοσπονδίας που διοικούσε, ο Φιλόμηλος αναζήτησε άμεσα υποστήριξη. Απευθύνθηκε αρχικά στη Σπάρτη, όπου ο βασιλιάς Αρχίδαμος Γ΄ δε μπορούσε να πείσει το σύνολο της πόλης για παροχή βοήθειας, δώρισε, όμως, στους Φωκείς δεκαπέντε τάλαντα. Το ποσό αυτό συμπληρώθηκε και διπλασιάστηκε από την προσωπική περιουσία του Φιλομήλου. Έτσι, ο τελευταίος μπόρεσε και στρατολόγησε ικανοποιητικό αριθμό μισθοφόρων. Με τη βοήθεια της παραπάνω δύναμης κατέλαβε το Ιερό των Δελφών, ακύρωσε την καταδικαστική αμφικτιονική απόφαση και έσυρε διά της βίας την Πυθία στον μαντικό τρίποδα, προκειμένου να την εξαναγκάσει να συνεχίσει το έργο της «απρόσκοπτα». Στη συνέχεια, οι Φωκείς επιδόθηκαν σε λεηλασίες στις πέριξ αυτών περιοχές.
Το 355 π.Χ. ο πόλεμος κλιμακώθηκε. Οι Λοκροί, οι Βοιωτοί και οι Θεσσαλοί συνασπίστηκαν εναντίον των ιερόσυλων και ο Φιλόμηλος, προκειμένου να ανταπεξέλθει, άρπαξε χρήματα από το Μαντείο (με τη μορφή ενός «αναγκαστικού δανείου») και διπλασίασε τις δυνάμεις του. Τα επόμενα δύο έτη έλαβε χώρα πληθώρα μικρών μαχών, στις οποίες, όμως, οι αντίπαλοι επέδειξαν ιδιαίτερο φανατισμό. Αξιοσημείωτη είναι η Μάχη στις Νέωνες, στις βόρειες υπώρειες του Παρνασσού, το 354 π.Χ., όπου οι Βοιωτοί εγκλώβισαν και συνέτριψαν τους Φωκείς. Θύμα αυτής της μάχης υπήρξε και ο ηγέτης των τελευταίων, ο οποίος, αφού τραυματίστηκε, έπεσε από γκρεμό, για να μην αιχμαλωτιστεί.
Παρ’ όλα αυτά, οι ηττημένοι κατάφεραν να ανασυνταχθούν και την ηγεσία τους ανέλαβε ο Ονόμαρχος, αδελφός του Φιλομήλου, σύμφωνα με κάποιες πηγές. Δεν στερούνταν και αυτός ηγετικών ικανοτήτων, ωστόσο ήταν πιο κυνικός από τον προηγούμενο. Ήταν αυτός που κυριολεκτικά σύλησε τους θησαυρούς των Δελφών, με σκοπό να λιώσει τα πολύτιμα υλικά τους και να καταφέρει να κόψει νομίσματα για τη στρατολόγηση νέων μισθοφόρων. Οι Φωκείς μπόρεσαν τότε να εξαπλωθούν ανησυχητικά. Κατέλαβαν την Άμφισσα, σημαντική πόλη των Λοκρών, τη Δωρίδα, περιοχές της Βοιωτίας και έφτασαν μέχρι τις Θερμοπύλες.
Και τότε οι Θεσσαλοί προέβησαν σε μια καθοριστικής σημασίας κίνηση, η οποία έμελλε να αλλάξει τον πολιτικό χάρτη της αρχαίας Ελλάδας και κατ’ επέκταση και μακροπρόθεσμα ολόκληρης της Ανατολής για πάντα. Και δεν είναι άλλη από την έκκληση για βοήθεια προς τον Φίλιππο της Μακεδονίας. Για τον τελευταίο η συγκυρία δε θα μπορούσε να είναι καταλληλότερη. Ωστόσο, ο Ονόμαρχος κινήθηκε εναντίον του με 20.000 μισθοφόρους και κατάφερε να τον νικήσει δύο φορές το έτος 353 π.Χ.
Ο Φίλιππος δεν πτοήθηκε, αποσύρθηκε προσωρινά στην πατρίδα, ανασυντάχθηκε και μετά από λίγους μήνες έδωσε αποφασιστική μάχη στο Κρόκιο ή Κροκωτό Πεδίο κοντά στις ακτές του Παγασητικού κόλπου. 23.000 Μακεδόνες αναμετρήθηκαν με 20.500 Φωκείς. Ο Ονόμαρχος έκανε το μοιραίο λάθος να ενισχύσει περισσότερο το κέντρο και το δεξί ανατολικό κέρας (άκρο της παράταξης), προς την πλευρά της παραλίας, με αποτέλεσμα το μακεδονικό ιππικό να υπερκεράσει τη φωκική παράταξη και αφού κατάφερε να φονεύσει πληθώρα αντιπάλων (μεταξύ αυτών και τον Ονόμαρχο), να εγκλωβίσει και να αιχμαλωτίσει 3.000 εχθρούς. Οι μετέπειτα ενέργειες του Φιλίππου μπορούν κάλλιστα να χαρακτηριστούν ως μερικές από τις πιο μαύρες σελίδες της αρχαίας ελληνικής ιστορίας. Στο όνομα, δυστυχώς, της θρησκείας και με την κατηγορία της ιεροσυλίας, έδωσε εντολή οι αιχμάλωτοι να τιμωρηθούν με πνιγμό στη θάλασσα, ενώ το άψυχο κορμί του Ονομάρχου σταυρώθηκε.
Παρά την ήττα τους αυτή, οι Φωκείς μπόρεσαν να κρατήσουν τις θέσεις τους γύρω από τους Δελφούς, αν και άρχισαν να ταλαιπωρούνται από εμφύλιες διαμάχες. Οι Αθηναίοι, οι οποίοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο προσπαθούσαν να στηρίξουν τους Φωκείς, φοβούμενοι την κάθοδο του Φιλίππου στα μέρη τους, σύναψαν με τον Μακεδόνα βασιλιά την αρκετά ευνοϊκή Φιλοκράτειο Ειρήνη. Οι Μακεδόνες, με τα νώτα τους καλυμμένα και με τη βοήθεια των Βοιωτών, εισέβαλαν στη Φωκίδα, την κατέβαλαν και επέβαλαν αρκετά αυστηρές ποινές στους ιερόσυλους (όπως διάλυση των πόλεων τους και εγκατάσταση σε μικρά χωριά με αρκετά μεγάλες αποστάσεις μεταξύ τους, απαγόρευση εισόδου στο Ιερό των Δελφών κ.α.).
Σχετικά με τον Δ΄ Ιερό Πόλεμο, όταν ανοικοδομήθηκε το Ιερό του Απόλλωνα, μετά τον Γ΄ Ιερό Πόλεμο, οι Αθηναίοι έστησαν πάλι το ανάθημα που είχαν ανεγείρει μετά τους Περσικούς Πολέμους, στο οποίο κατηγορούσαν τους Θηβαίους για μηδισμό (=σύνταξη με τους Πέρσες). Οι Λοκροί της Άμφισσας, παρακινημένοι από «φιλιππίζοντες» Θηβαίους, κατά τη διάρκεια του Αμφικτιονικού Συνεδρίου το 340 (ή 339) π.Χ. κατέθεσαν πρόταση καταδίκης των Αθηναίων με πρόστιμο πενήντα ταλάντων, με την αιτιολογία ότι η αναστήλωση του αναθήματος σε περίοδο που οι Δελφοί κατέχονταν από τους Φωκείς αποτελούσε ασέβεια. Οι Αθηναίοι, δια στόματος του Αισχίνη, απέδειξαν ότι αντίθετα οι Αμφισσαίοι ήταν αυτοί που έπρεπε να κατηγορηθούν για ασέβεια, γιατί καταπάτησαν τα ιερά κτήματα των Δελφών. Το Αμφικτιονικό Συμβούλιο αποφάσισε τότε να συνέλθει εκτάκτως μετά από δύο με τρεις μήνες. Αθηναίοι και Θηβαίοι δεν έστειλαν αντιπροσώπους, με αποτέλεσμα την έναρξη ενός νέου πολέμου. Η Δελφική Αμφικτιονία ανέθεσε την αρχηγία της εκστρατείας στον Φίλιππο, που κατέλαβε την Άμφισσα και ήρθε αντιμέτωπος με τον συνασπισμό πόλεων της Νότιας Ελλάδας που σχηματίστηκε για να τον αντιμετωπίσει. Ο Φίλιππος επικράτησε στη Μάχη της Χαιρώνειας, που σηματοδότησε και την απαρχή της Μακεδονικής ηγεμονίας σε όλη την Ελλάδα.
Οι Ιεροί Πόλεμοι της αρχαιότητας, εν τέλει, μας διδάσκουν πολλά πράγματα. Μας διδάσκουν να αντιμετωπίζουμε το παρελθόν με ψυχραιμία, χωρίς υπεραπλουστεύσεις και μονομερείς προσεγγίσεις. Πίσω από το προκάλυμμα της θρησκείας κατά βάθος κρύβονταν πολιτικές αντιπάθειες και αντιπαλότητες. Και η εκμετάλλευση της θρησκείας για την εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων δεν αποτελεί «προνόμιο» συγκεκριμένων εποχών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- delphi.culture.gr, Ιεροί Πόλεμοι. Διαθέσιμο εδώ
- Γιαννόπουλος, Χρήστος (2009), Πολεμιστές της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα, Αθήνα: Εκδόσεις Περισκόπιο.
- Lefèvre, Francois (2016), Ιστορία του Αρχαίου Ελληνικού Κόσμου, Αθήνα: Εκδόσεις Καρδαμίτσα.
- Μπελέζος, Δημήτρης (2003), «Ο Γ΄ Ιερός Πόλεμος-Η Εμφάνιση της Μακεδονίας του Φιλίππου στη Νότια Ελλάδα», Στρατιωτική Ιστορία (τεύχος 79), Αθήνα: Εκδόσεις Περισκόπιο
- Παπαδημητρίου, Κωνσταντίνος (2018), «Η Μάχη του Κροκίου Πεδίου (352 π.Χ.)-Οι Μακεδόνες νικούν τους Φωκείς κατά τον Γ΄ Ιερό Πόλεμο», Στρατιωτική Ιστορία (τεύχος 251), Αθήνα: Γνώμων Εκδοτική