Του Φίλιππου-Αθανάσιου Μισούλη,
Οι σχέσεις της Ισλανδίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση θα χαρακτηρίζονταν αδιαμφισβήτητα περίπλοκες, έχοντας βιώσει αλλεπάλληλες κρίσεις, αλλά και αναθερμάνσεις τις τελευταίες δεκαετίες. Το νησιωτικό κράτος του Βόρειου Ατλαντικού ωκεανού, με τους κατά προσέγγιση τετρακόσιους χιλιάδες κατοίκους και ένα από τα υψηλότερα κατά κεφαλήν εισοδήματα και βιοτικά επίπεδα παγκοσμίως, διαθέτοντας παράλληλα έναν τεράστιο φυσικό πλούτο, αποτελεί μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών, αλλά και του ΝΑΤΟ, ενώ βρίσκεται σε στενή συνεργασία με τις υπόλοιπες σκανδιναβικές χώρες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είναι ήδη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, παρά τον στενό αυτό σύνδεσμο, η Ισλανδία δεν αποτελεί κράτος-μέλος της Ένωσης.
Ειδικότερα, η Ισλανδία αιτήθηκε επίσημα την ένταξή της στην Ένωση στις 16 Ιουλίου του 2009, με τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις να ξεκινούν το 2010. Της απόφασης αυτής είχε προηγηθεί μια μακρά περίοδος αμφιταλάντευσης του ισλανδικού έθνους, με την ένταξη να αποτελεί κύριο ζήτημα της πολιτικής σκηνής της χώρας. Πιο συγκεκριμένα, από τα τρία ισχυρότερα κόμματα της χώρας, τα δύο, ήτοι το Κόμμα της Ανεξαρτησίας και το Προοδευτικό Κόμμα, τάσσονταν κατά της ένταξης, με το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα να τάσσεται υπέρ, εντάσσοντας τον στόχο της ένταξης στο προεκλογικό του πρόγραμμα, ήδη από το 1994.
Την παγιωμένη αυτή κατάσταση συντάραξε η οικονομική κρίση του 2008, η οποία όχι μόνο έπληξε βαθύτατα και σφοδρότατα την ισλανδική οικονομία και κοινωνία, αλλά και μετέβαλε άρδην τις ισορροπίες του πολιτικού συστήματος. Στις εκλογές του 2009 που ακολούθησαν, ως κυρίαρχη δύναμη αναδείχτηκαν οι σοσιαλδημοκράτες, με την νέα Πρωθυπουργό, Jóhanna Sigurðardóttir, να υπόσχεται πλήρη ένταξη στην Ένωση αλλά και στη ζώνη του ευρώ, ως απάντηση στην κρίση χρέους της χώρας, και δη, εντός τετραετίας, ήτοι έως το 2013. Αξίζει να σημειωθεί, ότι ο εξαιρετικά βραχύχρονος ορίζοντας θεωρείτο, εντούτοις, ρεαλιστικός, λόγω του γεγονότος ότι η νομοθεσία της χώρας ήταν ήδη, σε μεγάλο βαθμό, εναρμονισμένη με τις ενωσιακές απαιτήσεις, λόγω της ήδη στενής σχέσης της χώρας με την Ευρωπαϊκή Ένωση και της συμμετοχής της στην Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών.
Ως συνέπεια όλων των ανωτέρω, το Κοινοβούλιο της χώρας (Althing) ενέκρινε στις 16 Ιουλίου του 2009 την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με 33 ψήφους υπέρ, 28 κατά και 2 αποχές. Ωστόσο, η ρευστότητα του πολιτικού σκηνικού της χώρας σύντομα ανέτρεψε τα δεδομένα. Καθυστερήσεις στην ένταξη, λόγω διαφωνιών ανάμεσα στις δύο πλευρές, αναφορικά με την κοινή αλιευτική πολιτική και την επακόλουθη συνεκμετάλλευση των τεράστιων αλιευμάτων των θαλασσών της χώρας, αλλά και διαμάχη της Ισλανδίας με την Ολλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, με αντικείμενο τη ζημία των τελευταίων κατά τη διάσωση των ισλανδικών τραπεζών, ενίσχυσαν το ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα της χώρας, ενώ οι διαπραγματεύσεις βίωναν μια σημαντική επιβράδυνση. Το καίριο πλήγμα στην ένταξη δόθηκε στις εκλογές της 27ης Απριλίου του 2013, με την φιλοευρωπαϊκή συγκυβέρνηση να αντιμετωπίζει πρωτοφανή ήττα και το Προοδευτικό Κόμμα να σχηματίζει κυβέρνηση, σε συνεργασία με το Κόμμα της Ανεξαρτησίας και βασικό προγραμματικό άξονα το πάγωμα επ’ αόριστον των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Η χαριστική βολή δόθηκε τον Μάρτιο του 2015, με τον Ισλανδό Υπουργό Εξωτερικών, Gunnar Bragi Sveinsson, να απευθύνει επίσημη επιστολή στην Ένωση με αντικείμενο την ανάκληση του αιτήματος προς ένταξη. Παρά τις προσδοκίες για αλλαγή του σκηνικού με τις εκλογές του 2021, το αποτέλεσμά τους συνιστά μάλλον μια παγίωση της κρατούσας κατάστασης με την ένταξη στην Ένωση να μην αποτελεί πλέον το κυριότερο ζήτημα του πολιτικού διαλόγου.
Συνοψίζοντας τις ανωτέρω εξελίξεις, θα διαπίστωνε κανείς ότι η στάση της Ισλανδίας απέναντι στην ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν διαχρονικά αμφίσημη και διστακτική. Η παράδοση των ηνίων της αλιευτικής πολιτικής στις Βρυξέλλες, παρότι θα ήταν ίσως δευτερευούσης σημασίας ζήτημα για άλλα κράτη, για την Ισλανδία συνιστά παράδοση κυριαρχίας σε έναν από τους ζωτικότερους τομείς της εθνικής οικονομίας. Συγχρόνως, το γεγονός ότι το κράτος απολαμβάνει ήδη έναν σημαντικό βαθμό συνεργασίας με την Ένωση, σίγουρα μειώνει τα ενδεχόμενα οφέλη της πλήρους ένταξης, καθιστώντας την απλή προσέγγιση με την Ένωση, χωρίς την ιδιότητα του πλήρους μέλους, μια σαφώς ασφαλέστερη επιλογή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Iceland, European Council/ Council of the European Union, διαθέσιμο εδώ
- Ιceland and the EU, Delegation of the European Union to Iceland, διαθέσιμο εδώ
- Ιceland officially drops EU membership bid, EURACTIV, διαθέσιμο εδώ
- Iceland drops EU membership bid: ”interests better served outside” union, διαθέσιμο εδώ