Της Αγγελικής Μοντεσάντου,
Στην καταδολίευση δανειστών ο οφειλέτης απαλλοτριώνει σε τρίτο περιουσιακά του στοιχεία προς βλάβη των δανειστών του, χωρίς η υπόλοιπη περιουσία του να αρκεί για την ικανοποίηση αυτών, ενώ ο τρίτος είτε αποκτά από χαριστική αιτία, είτε γνωρίζει ότι η απαλλοτρίωση γίνεται προς βλάβη των δανειστών (καταδολιευτική απαλλοτρίωση). Ο δανειστής με τη σειρά του έχει δικαίωμα να ζητήσει τη διάρρηξη της απαλλοτρίωσης, ασκώντας την αγωγή διάρρηξης που ονομάζεται παυλιανή αγωγή. Πρόκειται για μία ex lege εξωδικαιοπρακτική τριμερή σχέση, η οποία ρυθμίζεται στις 939-946 ΑΚ.
Δανειστής εν προκειμένω είναι αυτός που έχει κατά του οφειλέτη απαίτηση περιουσιακής φύσεως, όχι απαραίτητα χρηματική, από οποιαδήποτε αιτία. Στην έννοια αυτή υπάγονται και οι ειδικοί καθολικοί διάδοχοι του δανειστή. Οι δανειστές του δανειστή μόνο πλαγιαστικά μπορούν να ασκήσουν δικαιώματα διαρρήξεως.
Η απαλλοτρίωση ισοδυναμεί με την εκποίηση περιουσιακών δικαιωμάτων του οφειλέτη με δικαιοπραξία ή με άλλη ενέργεια (π.χ. μεταβίβαση, αλλοίωση, κατάργηση, επιβάρυνση δικαιώματος). Δεν πρόκειται, όμως, για απαλλοτρίωση η ανάληψη υποχρεώσεων από τον οφειλέτη με υποσχετική δικαιοπραξία, η παράλειψη κτήσεως δικαιώματος, ούτε η αποποίηση κληρονομιάς. Αμφισβητείται η παράλειψη λόγω της οποίας επέρχεται απώλεια δικαιώματος. Επίσης, τα συνήθη δώρα για λόγους ευπρέπειας δεν αποτελούν απαλλοτρίωση κατά την 939 ΑΚ («δαπάνες διαβιώσεως»).
Μάλιστα, για την εικονικότητα της απαλλοτριώσεως εφαρμόζεται η 138 ΑΚ. Ακόμα, οι 939 επ. ΑΚ χρήζουν εφαρμογής επί απόλυτης ακυρότητας της απαλλοτριώσεως, σε περίπτωση που ο τρίτος απέκτησε έγκυρα την απαλλοτρίωση παρά την ακυρότητα. Ενώ, επί σχετικής ακυρότητας της απαλλοτριώσεως εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις, αν η απαλλοτρίωση τίθεται υπέρ του απαλλοτριώσαντος οφειλέτη. Από τα παραπάνω, φυσικά συνάγεται πως οι 939 επ. ΑΚ εφαρμόζονται αν η απαλλοτρίωση αφορά τρίτο πρόσωπο, την οποία μάλιστα απέκτησε με έγκυρο τρόπο.
Αναγκαία προϋπόθεση για την θεμελίωση της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης, είναι η πρόθεση βλάβης του δανειστή. Συγκεκριμένα, αρκεί να υπάρχει οποιοδήποτε είδος δόλου του οφειλέτη καθώς σε κάθε περίπτωση είναι αδιάφορη η ύπαρξη επιπρόσθετων σκοπών. Ως βλάβη των δανειστών ορίζεται η επερχόμενη με την απαλλοτρίωση μείωση της περιουσίας του οφειλέτη, ώστε η υπολειπόμενη περιουσία να μην επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών. Ωστόσο, για τη θεμελίωση της είναι πάντοτε απαραίτητη η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης και της πρόθεσης του δανειστή.
Ως κρίσιμος χρόνος για να υφίσταται ο δόλος του οφειλέτη είναι ο χρόνος της απαλλοτρίωσης, ενώ ο χρόνος εγέρσεως της αγωγής είναι σημαντικός για τον προσδιορισμό της βλάβης. Άλλο σημαντικό ζήτημα αποτελεί η ανεπάρκεια της υπόλοιπης περιουσίας, κατά το χρόνο εγέρσεως της αγωγής. Σύμφωνα με την κρατούσα γνώμη, η διάρρηξη της απαλλοτριώσεως είναι πάντοτε ολική και όχι μερική. Αμφισβητείται όμως, αν σε παροχή ενοχής είδους, η απαλλοτρίωση του οφειλόμενου αντικειμένου, συνεπάγεται ανεπάρκεια της περιουσίας του οφειλέτη ή αν απαιτείται γενική ανεπάρκεια.
Η έννοια της γνώσης του τρίτου (941 παρ. 1 ΑΚ), ως προς όλα τα στοιχεία της 939 ΑΚ, κατά το χρόνο της απαλλοτριώσεως συνιστά μαχητό τεκμήριο γνώσεως. Δεν απαιτείται γνώση επί απαλλοτριώσεως από χαριστική αιτία και γνώση των ειδικών διαδόχων του τρίτου για τον δόλο του οφειλέτη, ενώ ούτε η γνώση του δόλου του τρίτου είναι απαραίτητη.
Δικαιώματα του δανειστή: πρωταρχικά να ζητήσει διάρρηξη της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης και δευτερευόντως του απονέμονται δικαιώματα από άλλες διατάξεις (904, 919 ΑΚ).
Στη θεωρία αμφισβητείται τόσο η φύση του δικαιώματος όσο και η αγωγή διάρρηξης. Πρόκειται για ενοχικό δικαίωμα και ενοχική καταψηφιστική αγωγή, ή διαπλαστικό δικαίωμα και διαπλαστική αποκαταστατική αγωγή;
Είναι ωστόσο δυνατή η δικαστική και η εξώδικη άσκηση. Αν ο τρίτος όμως αποδώσει εκούσια το απαλλοτριωθέν στον οφειλέτη, το δικαίωμα διαρρήξεως αποσβένεται. Επί περισσότερων δανειστών, ο καθένας έχει αυτοτελές δικαίωμα διάρρηξης.
Στην αγωγή διάρρηξης ο ενάγων είναι ο δανειστής, προς βλάβη του οποίου έγινε η καταδολιευτική απαλλοτρίωση. Επί περισσότερων δανειστών ο καθένας έχει αυτοτελή αγωγή. Η αγωγή στρέφεται είτε κατά του τρίτου ή των διαδόχων του κατά του οφειλέτη κατά και των δύο είτε κατά του τρίτου και των διαδόχων του. Το αίτημα της αγωγής είναι η διάρρηξη της απαλλοτριώσεως και ο τρίτος μπορεί να αρνηθεί τη βάση της αγωγής ή να αντιτάξει ενστάσεις που έχει προσωπικά κατά του ενάγοντος δανειστή. Δεν μπορεί να πει ενστάσεις από τη σχέση του με τον οφειλέτη. Η κρατούσα γνώμη μιλάει για ολική διάρρηξη της απαλλοτρίωσης.
Οι σχέσεις μετά τη διάρρηξη έχουν ως εξής: ο διαρρήξας δεν ικανοποιείται προνομιακά. Οι λοιποί δανειστές του οφειλέτη εφόσον αυτοί έχουν συμπροσβάλει την απαλλοτρίωση έχουν δικαίωμα αναγγελίας και ικανοποιούνται σύμμετρα με τον διαρρήξαντα δανειστή (943 παρ. 1 εδ. β ΑΚ). Το τυχόν απομένον μετά την ικανοποίηση των δανειστών αποδίδεται στον τρίτο. Οι περισσότεροι δανειστές δεν βρίσκονται μεταξύ τους σε σχέση ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής έναντι του τρίτου. Ο τρίτος υποχρεούται μόνο μία φορά να προβεί σε αποκατάσταση και αν γίνει διάρρηξη από ένα δανειστή αποσβένεται το δικαίωμα διαρρήξεως των άλλων δανειστών.
Η διάρρηξη δεν ενεργεί μεταξύ απαλλοτριώσαντος οφειλέτη και τρίτου. Οι μεταξύ τους σχέσεις ρυθμίζονται βάσει της αρχικής τους σχέσης. Και αν με τη διάρρηξη ικανοποιήθηκε ο δανειστής αποσβένεται η απαίτησή του εναντίον του οφειλέτη, σύμφωνα με την 944 εδ. α ΑΚ, μεταξύ του τρίτου και των ειδικών διαδόχων του δημιουργείται παθητική εις ολόκληρον ενοχή. Εφόσον το δικαίωμα διάρρηξης είναι παρεπόμενο της απαιτήσεως του δανειστή, μόνο με την απαίτηση μπορεί να συμμεταβιβαστεί. Ο καλόπιστος τρίτος που δεν γνωρίζει τον δόλο του απαλλοτριώσαντος οφειλέτη ευθύνεται μόνο κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Τέλος, οι διάδοχοι του τρίτου από χαριστική αιτία ευθύνονται ανάλογα με το αν είναι καλόπιστοι ή κακόπιστοι.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Εγχειρίδιο ειδικού ενοχικού δικαίου, Απόστολος Γεωργιάδης, Π.Ν. Σακκουλας, 2014