Του Χριστόφορου Σωτηρίου,
Ένα δύσκολο και συνάμα λεπτό ζήτημα κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής εποχής ήταν να εξασφαλίσουν οι βασιλείς κάποιο ανώτερο χρίσμα για την εξουσία τους απέναντι στους Έλληνες των διαδόχων βασιλείων μετά τη διάλυση της Αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Στο σημείο αυτό, οι βασιλείς αντιδρούσαν με μεγάλη ευαισθησία απέναντι στην υπάρχουσα νοοτροπία. Βέβαια, σύμφωνα με τις ελληνικές αντιλήψεις, η μοναρχική εξουσία ήταν καταρχήν απαράδεκτη και ανάξια για έναν ελεύθερο άντρα. Παρ΄ όλα αυτά δεν ήταν ασυνήθιστο να αναγνωρίζουν την ηγετική θέση κάποιου ισχυρού άνδρα, ιδίως αν είχε αναδειχτεί σε ευεργέτη και προστάτη.
Η σημασία του ευεργετισμού αυξήθηκε στην ελληνιστική εποχή, αρχικά στις πόλεις όπου αποτέλεσαν το θεμέλιο για τη διαμόρφωση μιας ειδικής ανώτερης τάξης, όπου μέσα από αυτήν την εξέλιξη επωφελήθηκαν και οι βασιλείς. Επισήμως, εμφανίζονταν ως ευεργέτες των πόλεων και έδειχναν την εύνοιά τους, κάνοντας δωρεές, μειώνοντας τους φόρους ή συμβάλλοντας στην οικοδομική διαμόρφωση των πόλεων. Άλλες φορές, εξασφαλίζοντας τον απρόσκοπτο εφοδιασμό της πόλης, παρείχαν την προστασία τους ή έσωζαν την πόλη. Ύψιστη πράξη ευεργεσίας θεωρούνταν η απελευθέρωση μιας πόλης, που πανηγυρίζονταν ανάλογα, ακόμα και όταν δε σήμαινε τίποτα άλλο από την απομάκρυνση μιας πολιτικής κλίμακας προς όφελος μιας άλλης. Φυσικά, σε αυτόν τον τομέα, το πεδίο της προπαγάνδας και πλάνης, καθώς και η χρήση του ψέματος, ήταν μεγάλη. Ο βασιλιάς είχε σε μεγάλο βαθμό ανάγκη την αποδοχή και ακριβώς για αυτό τον λόγο υπήρχε μια μετριοπαθής και προσεκτική προσέγγιση τους απέναντι στους Έλληνες και τις πόλεις. Αυτό με τη σειρά του είχε ως αποτέλεσμα την ανάλογη ευμενή στάση των τελευταίων, με τους βασιλείς να γινόνται γρήγορα γνωστοί στην κοινή γνώμη της Ελλάδας, η οποία ήταν ευαίσθητη σε τέτοια θέματα. Έτσι μεγάλωνε κι άλλο η εύνοια απέναντι στο βασιλιά, το κύρος του, και μαζί η αναγνώρισή του. Σύμφωνα με ένα ουτοπικό σύγγραμμα του Ευημέρου από τη Μεσσήνη, ο οποίος αναφέρεται στις πράξεις του Ουρανού, του Κρόνου και του Δία, τούς περιγράφει σαν ελληνιστικούς βασιλείς. Είχαν διακριθεί ανάμεσα στους συγχρόνους τους σε δύναμη και σωφροσύνη και έτσι, πέρα από την αναγνώρισή τους ως βασιλείς, αποθεώθηκαν επειδή είχαν χρησιμοποιήσει τη δύναμή τους για ευεργεσίες και πράξεις σωτηρίας. Ακριβώς, λοιπόν, σε αυτό το σημείο οι ελληνιστικοί βασιλείς είχαν τη μοναδική ευκαιρία να κερδίσουν την ευμένεια των Ελλήνων, παρότι αυτοί αναμφισβήτητα θα προτιμούσαν την πλήρη αυτονομία των πόλεών τους, αν μπορούσαν να επιλέξουν.
Μια άλλη σημαντική πτυχή ήταν αυτή της εξύψωσης του μονάρχη στην προσωπική του αποθέωση, που συνδέεται άμεσα με την λατρεία του. Η λατρεία του ίδιου του βασιλιά ως θεού και οι τιμές που τους δίνονταν προσιδιάζουν μόνο σε θεούς, δηλαδή θυσίες, προσευχές, βωμοί, ναοί και αγάλματα, ανεξάρτητα από τη θεϊκή καταγωγή και την ελέω θεού βασιλεία στο πλαίσιο ανατολικών αντιλήψεων, που, ωστόσο, αποτελούν ειδικά ελληνικό και στην ουσία ελληνιστικό φαινόμενο. Η αποθέωση βασιζόταν πάντοτε σε κάποια πράξη του βασιλιά, που για την πόλη που απέδιδε τις τιμές, είχε καίρια σημασία, κατά κανόνα σωτηρία ή η απελευθέρωσή της. Ο βασιλιάς συνήθως εμφανίζονταν ως επίγειος θεός και του αποδίδονταν μαγικές και θεραπευτικές δυνάμεις. Στα μάτια του μη ελληνιστικού πληθυσμού αυτός ο ρόλος του ελληνιστικού βασιλιά, ως προστατευόμενου του θεού ή ακόμα και η μετενσάρκωσή του είχε αποφασιστική σημασία για τη θεμελίωση νόμιμης εξουσίας. Κατά συνέπεια και ο βασιλιάς, από την πλευρά του, ήταν υποχρεωμένος να σέβεται συγκεκριμένες προσδοκίες, κυρίως από τα κατά τόπους ιερατεία. Οι βασιλείς ανταποκρίνονταν σε αυτές τις προσδοκίες. Οι ίδιοι λάτρευαν τους παραδοσιακούς θεούς, βελτίωναν τους ναούς και τους παραχωρούσαν προνόμια, αλλά πάντα με κάποιο μέτρο, και αυτό γιατί έπρεπε να ανταποκριθούν και σε άλλες αντίθετες ανάγκες, ενώ συγχρόνως υποβάθμιζαν το εύρος της εξουσίας τους. Έτσι, σε μια πιθανή αντιπαράθεση μεταξύ των ναών και των ελληνιστικών πόλεων οι βασιλείς έκλιναν προς το μέρος των πόλεων και θεωρούσαν πως είχαν το δικαίωμα να διαθέτουν τους θησαυρούς των ναών. Αυτό, όμως, μπορούσε να πυροδοτήσει άμεσα συγκρούσεις.
Ένα άλλο «είδος» ευεργέτη ήταν τα μέλη του ανώτερου στρώματος, ο πλούτος των οποίων στηριζόταν πρωταρχικά στην ακίνητη ιδιοκτησία. Άρχισαν να εξελίσσονται σε πραγματικούς μεγαλογαιοκτήμονες και επιπλέον είχαν όλο και μεγαλύτερο πλούτο σε χρήμα, λόγω της αύξησης του εμπορίου και των επικοινωνιών. Άρχισαν να ξεχωρίζουν εντονότερα από τη μάζα του λαού, τους μικρογεωργούς, τους βιοτέχνες, τους μικρέμπορους κτλ. Μάλιστα, είχαν τη δυνατότητα να απασχολούν πολλούς από αυτούς ως εργάτες, εκτός από τους πολυάριθμους δούλους τους. Αποκτούσαν προοδευτικά τα διακριτικά γνωρίσματα μιας γνήσιας αριστοκρατίας. Η θέση τους στην κοινωνία εδραιώθηκε, κυρίως επειδή εκμεταλλευόταν το κύρος και τα πλούτη τους σε μεγάλο βαθμό για το δημόσιο όφελος. Για παράδειγμα, χρησιμοποιούσαν τις καλές τους σχέσεις με τους μονάρχες προς το συμφέρον της πόλης τους, σε περιόδους που τα τρόφιμα ήταν περιορισμένα, φρόντιζαν για τον εφοδιασμό σε αγαθά και την εξισορρόπηση των τιμών, κοσμούσαν τις πόλεις με κτίρια και μνημεία, άφηναν κληροδοτήματα για φιλανθρωπικούς σκοπούς και όλα αυτά σε συναγωνισμό με τους όμοιους τους, γιατί εκείνο που τους ενδιέφερε ήταν η κοινωνική αναγνώριση που απέρρεε από αυτή τη συμπεριφορά. Όπως και οι μονάρχες, βέβαια σε πιο μικρή κλίμακα, οι αξιωματούχοι του ανώτερου στρώματος αναδεικνύονταν σε ευεργέτες και η υπεροχή τους στην κοινωνία και την εσωτερική πολιτική της πόλης παρέμενε αδιαφιλονίκητη.
Επιπρόσθετα, οι πόλεις σε ορισμένες περιπτώσεις έπρεπε να προσφέρουν τους λεγόμενους εθελοντικούς «στέφανους», που ουσιαστικά ήταν χρηματικά ποσά που απαιτούσαν οι μονάρχες από τις πόλεις με αφορμή τον εορτασμό διαφόρων ευκαιριακών εορτών, κάτι που προκαλούσε την αγανάκτηση των πόλεων. Συχνά οι πόλεις στρέφονταν προς πλούσιους ευεργέτες, ώστε να τις βοηθήσουν, προκειμένου να ξεπεράσουν αυτό το πρόβλημα των πληρωμών. Παρόμοιες προσφορές μπορούσαν να δοθούν μόνο μέσα στο πλαίσιο μιας κοινωνίας που έδινε το δικαίωμα στους βασιλείς και αξιωματούχους τους που είχαν πλούτο, ο οποίος, όμως, δεν επενδυόταν σε επιχειρήσεις που θα βελτίωναν την ποιότητα ζωής που υπήρχε ήδη, αλλά χρησιμοποιούνταν κυρίως από τους μονάρχες για τη χρηματοδότηση ενός επεκτατικού πολέμου.
Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε πως ο ευεργετισμός διατηρήθηκε μέσα στην πάροδο του χρόνου και υπάρχει μέχρι και σήμερα. Ναι μεν με διαφορετικό πολίτευμα και διαφορετικές συνθήκες, αλλά υπάρχει. Το μόνο που μπορούμε να πούμε με σιγουριά πως έχει αλλάξει είναι πως στην ελληνιστική εποχή θεωρούσαν τους βασιλείς και του υψηλούς αξιωματούχους ως τους μόνους ευεργέτες, ενώ στις μέρες μας ευεργέτης μπορεί να θεωρηθεί και κάποιος από τις μεσαίες και χαμηλότερες οικονομικά τάξεις.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Chaniotis, Angelos (2018), Age of conquests, Harvard University Press Cambridge, Massachusetts
- Gehrke, Hans-Joachim (2017), Ιστορία του Ελληνιστικού Κόσμου, 2η έκδοση, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (MIET)
- Walbank, Frank William (1993), Ο Ελληνιστικός κόσμος, Εκδόσεις Βάνια, Θεσσαλονίκη