Της Θεοδώρας Κρέπη,
Χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν επτά δεκαετίες από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για να έρθει στο φως η συγκλονιστική ιστορία της Margot Wölk, μίας εκ των γυναικών που εργάστηκε, στη διάρκεια του πολέμου, ως δοκιμάστρια του Χίτλερ. Μόλις το 2013, σε ηλικία 95 ετών, η Wölk διηγήθηκε για πρώτη φορά την εμπειρία της σε Γερμανό δημοσιογράφο, αποκαλύπτοντας μία άγνωστη ως τότε ιστορία.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο Χίτλερ πέρασε συνολικά 800 μέρες σε ένα μυστικό καταφύγιο και αρχηγείο στην Ανατολική Πρωσία. Το αρχηγείο ονομαζόταν “Wolfsschanze” (που στα ελληνικά μεταφράζεται «Η Φωλιά του Λύκου») και ήταν πολύ καλά φυλασσόμενο και καμουφλαρισμένο. Κάποια στιγμή άρχισε να κυκλοφορεί ευρύτατα η φήμη ότι τα συμμαχικά στρατεύματα σκόπευαν να δηλητηριάσουν τον Χίτλερ. Εκείνος, φοβούμενος για τη ζωή του, προσέλαβε 15 νεαρές κοπέλες ως δοκιμάστριες. Μία εξ αυτών ήταν και η 24χρονη Βερολινέζα Margot Wölk.
Τον χειμώνα του 1941, μετά τον βομβαρδισμό του πατρικού της στο Βερολίνο από τις συμμαχικές δυνάμεις, η Wölk κατέφυγε στην περιοχή Rastenburg, στην Ανατολική Πρωσία, στο χωριό Gross-Partsch (που σήμερα ανήκει στην Πολωνία), όπου έμεναν τα πεθερικά της. Ο σύζυγος της Wölk, Karl, είχε φύγει για τον πόλεμο το 1939. Εκείνη δεν είχε λάβει νέα του τα τελευταία δύο χρόνια, με αποτέλεσμα να τον θεωρεί νεκρό.
Λίγο μετά την άφιξή της στο Gross-Partsch (το οποίο απείχε μόλις τρία χιλιόμετρα από το μυστικό καταφύγιο του Χίτλερ), ο δήμαρχος της περιοχής ενημέρωσε τη Wölk ότι τα Ες Ες την είχαν επιλέξει ως δοκιμάστρια, μαζί με 14 άλλες γυναίκες. Αυτή ήταν και η αρχή μίας περιόδου αγωνίας και φόβου για τη Wölk, περίοδος που κράτησε περίπου δυόμισι χρόνια.
Καθημερινά, τα Ες Ες την παραλάμβαναν από το σπίτι των πεθερικών της και τη μετέφεραν στο γειτονικό Krausendorf. Εκεί, σε ένα διώροφο κτήριο, οι μάγειρες ετοίμαζαν τα γεύματα του Χίτλερ. Καθώς εκείνος ήταν φανατικός χορτοφάγος, κανένα φαγητό δεν περιλάμβανε κρέας. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της Wölk, τα φαγητά ήταν πεντανόστιμα. Χρησιμοποιούνταν ποιοτικά υλικά, κάποια εκ των οποίων ήταν δυσεύρετα εκείνη την εποχή, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι πολλοί Γερμανοί πολίτες ζούσαν σε συνθήκες φτώχειας και στερούνταν ακόμη και βασικά είδη διατροφής. Τα πιάτα περιελάμβαναν λαχανικά, ρύζι, μακαρόνια, νόστιμες σάλτσες, φρούτα και ένα σωρό πράγματα που υπό άλλες συνθήκες θα μάγευαν τον καθένα.
Ωστόσο, όπως δηλώνει χαρακτηριστικά η Wölk, καμία από τις δοκιμάστριες δεν μπορούσε να απολαύσει πραγματικά αυτά τα εξαίσια φαγητά. Ο φόβος να δηλητηριαστούν τις έκανε να κλαίνε, από φόβο στη διάρκεια της δοκιμής, και από χαρά μόλις συνειδητοποιούσαν ότι ήταν υγιείς. «Φοβόμασταν ότι κάθε γεύμα μπορούσε να είναι το τελευταίο μας», θυμάται η Wölk.
Η διαδικασία της δοκιμής επαναλαμβανόταν καθημερινά. Οι δοκιμάστριες κάθονταν γύρω από ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι. Μόλις τελείωναν το φαγητό τους, υπήρχε χρόνος αναμονής μίας ώρας, για να εντοπιστούν τυχόν παρενέργειες. Όταν διαπιστωνόταν ότι το φαγητό ήταν καθαρό, αυτό μεταφερόταν σε κιβώτια μέχρι τη Wolfsschanze.
Στις 20 Ιουλίου 1944, μία βόμβα, τοποθετημένη από τον συνταγματάρχη Claus von Stauffenberg, εξερράγη στη Wolfsschanze, με στόχο τον ίδιο τον Χίτλερ. Η Wölk εκείνη την ώρα βρισκόταν στη γύρω περιοχή και παρακολουθούσε μία ταινία σε έναν αυτοσχέδιο κινηματογράφο. Με την έκρηξη, η ίδια και οι υπόλοιποι θεατές έπεσαν από τα καθίσματά τους και επικράτησε το χάος. Κάποιος φώναξε ότι ο Χίτλερ ήταν νεκρός, ωστόσο αυτό αποδείχθηκε ψευδές.
Το περιστατικό αυτό άλλαξε τα πράγματα για τις 15 δοκιμάστριες. Πλέον δεν τους επιτρεπόταν να μένουν στα σπίτια τους, αλλά «φιλοξενούνταν» σε ένα εγκαταλελειμμένο σχολείο στην περιοχή. Αυτό οδήγησε στο να ζήσει η Wölk άλλη μία τραυματική εμπειρία: Μία νύχτα, ένας αξιωματικός των Ες Ες ανέβηκε, χρησιμοποιώντας μία σκάλα, στο δωμάτιό της και τη βίασε. Εκείνη, από φόβο για τις συνέπειες, δεν τόλμησε να μιλήσει.
Το φθινόπωρο του 1944, όταν η πλάστιγγα είχε αρχίσει να γέρνει σε βάρος της Γερμανίας και τα σοβιετικά στρατεύματα πλησίαζαν στη Wolfsschanze, ο Χίτλερ διέφυγε από την περιοχή. Το ίδιο έκανε και η Wölk. Ένας υπολοχαγός των Ναζί την έπεισε ότι έπρεπε να φύγει και την έβαλε σε ένα τρένο με προορισμό το Βερολίνο. Εκεί, η Wölk κρύφτηκε χάρη σε έναν γιατρό, ο οποίος την κάλυψε όταν την αναζήτησαν τα Ες Ες. Μετά το τέλος του πολέμου, η Wölk συνάντησε τον ίδιο υπολοχαγό που της είχε σώσει τη ζωή, απομακρύνοντάς την από τη Wolfsschanze. Από αυτόν έμαθε την τραγική μοίρα των υπολοίπων δοκιμαστριών, που δεν είχαν καταφέρει να διαφύγουν: Σκοτώθηκαν από Σοβιετικούς στρατιώτες.
Από την άλλη, ούτε η ίδια η Wölk γλίτωσε από τα σοβιετικά στρατεύματα. Ενόσω βρισκόταν στο Βερολίνο, Ρώσοι στρατιώτες τη βίαζαν για δύο ολόκληρες εβδομάδες, προκαλώντας της σοβαρά τραύματα (καθώς αυτός ήταν ο λόγος που τελικά η Wölk δεν κατάφερε να κάνει ποτέ παιδιά), αλλά και κάνοντάς τη να χάσει τη θέλησή της για ζωή. Την ξαναβρήκε όταν, το 1946, επανενώθηκε με τον σύζυγό της, ο οποίος ήταν αιχμάλωτος πολέμου. Σημαδεμένοι και οι δύο από τις αναμνήσεις τους, κατάφεραν να αφήσουν στην άκρη όλα αυτά που τους είχαν τραυματίσει και να ζήσουν μαζί 34 χρόνια, μέχρι τον θάνατο του Karl, το 1980.
Όλο αυτό το διάστημα, η Wölk δεν μίλησε σε κανέναν για την ιστορία της, εν μέρει από ντροπή επειδή κλήθηκε να συνεργαστεί με το ναζιστικό καθεστώς. Η ίδια κάθε άλλο παρά θετικά προσκείμενη στον ναζισμό ήταν. Σε νεαρή ηλικία είχε αρνηθεί να καταταγεί στη Λεγεώνα των Γερμανίδων Κορασίδων, ενώ ο πατέρας της είχε εκδιωχθεί εξαιτίας της άρνησής του να γίνει μέλος του Ναζιστικού Κόμματος. Εν τούτοις, από μία τόσο παράξενη συγκυρία, η Wölk είχε επιλεγεί να υπηρετήσει έναν άνδρα που δεν συνάντησε ποτέ, που απεχθανόταν και που, όταν αποκάλυψε την ιστορία της, χαρακτήρισε «αποκρουστικό» και «γουρούνι».
Η απίστευτη ιστορία της Margot Wölk ενέπνευσε την Ιταλίδα συγγραφέα Rosella Postorino, η οποία βάσισε στην αφήγηση της Wölk το μυθιστόρημά της «Στη φωλιά του λύκου». Η Postorino είχε προσπαθήσει νωρίτερα να έρθει σε επαφή με τη Wölk, η οποία όμως πέθανε έναν χρόνο μετά τη συνέντευξη στην οποία αποκάλυψε το παρελθόν της, το 2014. Το βιβλίο γνώρισε μεγάλη απήχηση, κάνοντας γνωστή την ιστορία των δοκιμαστριών του Χίτλερ, των γυναικών που καθημερινά έθεταν σε κίνδυνο τη ζωή τους για έναν άνθρωπο που πέρασε στην ιστορία με τα πιο μελανά χρώματα, καθιστώντας έτσι και τις ίδιες ταυτόχρονα ένοχες και αθώες.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Hurst, F.(2/4/2013), One Bite Away from Death. Άρθρο του Spiegel International, Διαθέσιμο εδώ.
- Nichols, C. (3/4/2019), Hitler’s last food taster gets the novel treatment in bestseller At the Wolf’s Table. Άρθρο από την ιστοσελίδα abc.net.au, Διαθέσιμο εδώ.
- Postorino, R. (2020), Στο Τραπέζι του Λύκου, μτφρ. Σ. Πεκιαρίδη, Ελληνικά Γράμματα, ειδική έκδοση για την εφημερίδα Πρώτο Θέμα.
- Preskar, P. (17/7/2021), The Sinister Story of Adolf Hitler’s Food Taster. Άρθρο από την ιστοσελίδα historyofyesterday.com, Διαθέσιμο εδώ.
- Sie war die Vorkosterin von Adolf Hitler (29/12/2012). Άρθρο από την ιστοσελίδα bz-berlin.de, Διαθέσιμο εδώ εδώ.