Της Γεωργίας Παγιαβλά,
Η Τουρκία, το 2001, ήρθε αντιμέτωπη με μια καταστροφική οικονομική κρίση που προκλήθηκε από μια δημόσια διαμάχη την άνοιξη του ίδιου έτους μεταξύ του τότε Πρωθυπουργού Bülent Ecevit και του Προέδρου Ahmet Sezer Nejdet σχετικά με τη διαφθορά στη χώρα, τις αγορές και τους ανθρώπους που έχασαν την εμπιστοσύνη τους στην κυβέρνηση. Εκτός από τη διαφθορά, η κακοδιαχείριση, και ειδικά το προβληματικό τραπεζικό σύστημα, ήταν τα κύρια σημεία της κριτικής που υποστηρίζεται ότι πυροδότησε την κρίση. Κατά τη διάρκεια της διαμάχης μεταξύ των δύο πολιτικών, τα χρηματιστήρια έχασαν έως και το 18% της αξίας τους σε μία μόνο ημέρα και πάνω από το 1/3 σε λίγες μέρες. Τα προηγούμενα συνδεδεμένα με μεγάλα νομίσματα, όπως το δολάριο Η.Π.Α. και η τουρκική λίρα ευρώ, έπρεπε να αποδεσμευτούν από την Κεντρική Τράπεζα λόγω της πτήσης κεφαλαίων από επενδυτές και ως εκ τούτου υπέστησαν τις δυνάμεις των αγορών συναλλάγματος (Ergocun, 2020). Μέσα σε μια μέρα, από την τουρκική λίρα έχασε 27% έναντι του δολαρίου Η.Π.Α. και ο πληθωρισμός αυξήθηκε σε επίπεδα άνω του 60%. Το βραχυπρόθεσμο χρέος αυξήθηκε πάνω από 5.000%. Οι χρεωμένες εταιρείες έπρεπε να αποχωρήσουν εξαιτίας του απρόσιτου επιτοκίου του χρέους για να υποβάλουν αίτηση πτώχευσης και ανάγκασαν εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένους στην ανεργία. Το Δ.Ν.Τ. επενέβη σε αυτήν την κατάσταση και έτσι σώθηκε η Τουρκία από πιθανή πτώχευση, ενώ ενήργησε στα μεταγενέστερα στάδια ως θεματοφύλακας της δημοσιονομικής πολιτικής και σημαντικών μεταρρυθμίσεων.
Η κρίση 2000/2001 είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική απώλεια παραγωγής. Όπως φαίνεται και στο γράφημα 1, το πραγματικό Α.Ε.Π. μειώθηκε κατά 5,7%, αντιπροσωπεύοντας τη σοβαρότερη ύφεση της Τουρκίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο πληθωρισμός στο τέλος του έτους έφτασε το 69%, καθώς η απότομη υποτίμηση της τουρκικής λίρας προκάλεσε πληθωριστικές πιέσεις, παρά την έντονη συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας. Επιπλέον, το εξωτερικό περιβάλλον έγινε λιγότερο υποστηρικτικό για μια γρήγορη ανάκαμψη μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στις Η.Π.Α. (European Commission, 2009). Βέβαια, ως απάντηση στην κρίση, η κυβέρνηση ξεκίνησε ένα σύνολο διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και εξυγίανση των μακροοικονομικών πολιτικών στο πλαίσιο του νέου Οικονομικού Προγράμματος, που ξεκίνησε την άνοιξη του 2001. Η σαφής μεσοπρόθεσμη προοπτική πολιτικής υποστήριξε την ανάκαμψη και το πραγματικό Α.Ε.Π. άρχισε να αυξάνεται ξανά έντονα από το δεύτερο τρίμηνο του 2002. Ο κύριος συντελεστής ήταν η ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης, ιδίως των επενδύσεων, μετά τη μεγάλη συρρίκνωση που καταγράφηκε το 2001.
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα κλονίστηκε σε όλον τον κόσμο το 2008, όμως το τουρκικό τραπεζικό σύστημα φάνηκε σταθερό κατά τα πρώτα χρόνια της κρίσης. Δεδομένου ότι το τουρκικό σύστημα ενυπόθηκων δανείων subprime δεν επιτρέπεται και το τραπεζικό σύστημα είναι καλά ρυθμισμένο μόνο λιγότερο από το μισό τοις εκατό του δανεισμού ακινήτων στην Τουρκία αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες. Τα τουρκικά τραπεζικά ιδρύματα αναδιαρθρώθηκαν κατά την οικονομική κρίση του 2001 και ενισχύθηκαν. Ακόμα, παρατηρήθηκαν ορισμένες βασικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση του συστήματος, με αποτέλεσμα οι τουρκικές τράπεζες να μην επηρεαστούν άμεσα από την τρέχουσα κρίση, αλλά οδήγησαν σε πτώση των επιχειρήσεων, λόγω της μείωσης του αριθμού των δανείων (Özden et al., 2013). Η απόδοση της τουρκικής λίρας, του χρηματιστηρίου και των ασφαλίστρων κινδύνου, συγκρίνεται, επίσης, σχετικά ευνοϊκά με εκείνη άλλων αναδυόμενων χωρών, όπως η Βραζιλία, το Μεξικό, η Νότια Κορέα, η Πολωνία και η Ουγγαρία. Όπως φαίνεται στο γράφημα 2, η συναλλαγματική ισοτιμία της Τουρκίας ήταν λιγότερο ασταθής από την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Νότια Κορέα και τη Βραζιλία κατά τον Σεπτέμβριο του 2008-Μάρτιος 2009.
O πραγματικός τομέας έχει υποστεί βαθύτερο πλήγμα από στην κρίση του 2008 από ό,τι το 2001. Αυτό οφείλεται στον παγκόσμιο χαρακτήρα της ύφεσης από τη μία πλευρά και της σοβαρότητας της διορθωτικής φάσης της προηγούμενης έκρηξης από την άλλη. Όπως φαίνεται και στο γράφημα 3, η μηνιαία βιομηχανική παραγωγή έχει μειωθεί πολύ περισσότερο την κρίση του 2008 (πορτοκαλί) σε σχέση με την κρίση του 2001 (μπλε). Χαρακτηριστικά, η ετήσια μείωση της παραγωγής στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας ήταν κατά μέσο όρο σχεδόν 50% τους πρώτους 6 μήνες του 2009, σχεδόν διπλάσια από το ποσοστό που σημειώθηκε στην κρίση του 2001. Επιπλέον, το μερίδιο του τομέα των αυτοκινήτων στις συνολικές εξαγωγές αυξήθηκε από περίπου 7,5% το 2001 σε περίπου 15% το 2007, δείχνοντας την αυξανόμενη εξάρτηση του τουρκικού πραγματικού τομέα από τις εξωτερικές εξελίξεις.
Η οικονομική κατάσταση υπό την πανδημία
Οι επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία της Τουρκίας έγιναν αισθητές αργότερα σε σχέση με άλλες χώρες, παρόλα αυτά ήταν πιο έντονες. Στο πρώτο κύμα της πανδημίας, τα κρούσματα παρέμειναν σε αρκετά χαμηλά επίπεδα, λόγω της έντονης υγειονομικής φροντίδας αλλά και των στοχευμένων περιοριστικών μέτρων (γράφημα 4). Από τον Ιούνιο του 2020, τα μέτρα χαλάρωσης οδήγησαν σε αύξηση των κρουσμάτων. Η απασχόληση και η συνολική ζήτηση διατηρήθηκε κατά το πρώτο κύμα και η κυβερνητική στήριξη ήταν σημαντική για την απορρόφηση των κραδασμών στην οικονομία. Ο τουρισμός, όμως, αντιμετωπίζει σημαντική πτώση, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η απασχόληση. Η κυβέρνηση, μετά την επεκτατική πολιτική του πρώτου κύματος την περίοδο Ιούλιο-Οκτώβριο, αντιμετώπισε φαινόμενα πληθωρισμού και αύξηση των ελλειμμάτων στον προϋπολογισμό, μείωση της επενδυτικής αυτοπεποίθησης και σφοδρή υποτίμηση της λίρας.
Στο γράφημα 5, παρουσιάζεται το πραγματικό Α.Ε.Π. στην Τουρκία και τρεις άλλες οικονομίες (Πολωνία, Πορτογαλία και Ιταλία) και γίνεται αισθητό ότι η κρίση του 2008 ήταν παρόμοια και για τις 4 οικονομίες, ενώ η κρίση της πανδημίας φαίνεται να επηρέασε πολύ λίγο την τουρκική οικονομία. Βέβαια, δεδομένου των περιορισμένων δεικτών κοινωνικής ασφάλισης σε συνδυασμό με το αυξανόμενο χρέος, η πλήρης ανάκαμψη αναμένεται ότι θα πάρει αρκετό χρόνο (OECD, 2021).
Στον παρακάτω πίνακα, παρουσιάζονται τα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη της τουρκικής οικονομίας για τα έτη 2019 και 2020, αλλά και οι προβλέψεις για τα έτη 2021 και 2022.
Τα πέντε κανάλια μέσω των οποίων επηρεάζεται η τουρκική οικονομία από τον COVID-19 είναι: α) την αύξηση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, λόγω απότομης συρρίκνωσης του εξωτερικού εμπορίου, β) αύξηση της εξωτερικής χρηματοδότησης και των πιέσεων της αγοράς, που συνδέονται με τη μεγάλη φυγή κεφαλαίων από τις αναδυόμενες αγορές και τη μείωση των αποθεμάτων συναλλάγματος της Τουρκίας, γ) τη ξαφνική διακοπή της εγχώριας παραγωγής κατά την περίοδο αιχμής της κρίσης COVID-19 τον Απρίλιο-Μάιο, λόγω των μέτρων περιορισμού, δ) τις επιπτώσεις αυτών των εξελίξεων στην αγορά εργασίας, οι οποίες ήταν ήδη σε δύσκολη κατάσταση πριν από το σοκ του COVID-19, και ε) τον αντίκτυπο της κρίσης στις επιχειρήσεις της Τουρκίας (World Bank, 2020).
Ακόμα, η πανδημία έκανε πιο έντονες τις διαρθρωτικές αλλαγές που σχετίζονται με την υψηλή ανεργία, τη χαμηλή συμμετοχή του εργατικού δυναμικού και τη διαδεδομένη συμμετοχή στην άτυπη οικονομία. Η κρίση έχει επηρεάσει πολύ έντονα την άτυπη οικονομία και τους αυτοαπασχολούμενους, επειδή η εργασία τους αφορά δραστηριότητες που απαιτούν φυσική επαφή, κάτι που ήταν απαγορευτικό λόγω των περιοριστικών μέτρων. Επίσης, αποκλείονται από οποιαδήποτε κρατική βοήθεια. Παρόλο που υπάρχει μια βελτίωση στις συνθήκες εργασίας, καθώς αυξάνονται οι ποιοτικές δουλειές τα τελευταία 15 χρόνια, οι προκλήσεις σε ό,τι αφορά την ευημερία, είναι ακόμα ένα σημαντικό ζήτημα της τουρκικής οικονομίας. Η πανδημία μείωσε τις διαθέσιμες δουλειές της με τη γυναικεία απασχόληση να παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Το γράφημα 7 παρουσιάζει τη συνολική συμμετοχή των αντρών στην απασχόληση (τρίγωνο), η οποία δεν παρουσιάζει διαφορές με άλλες χώρες, σε αντίθεση με τις γυναίκες (μπάρα), όπου είναι αισθητό ότι η συμμετοχή τους στην απασχόληση στην Τουρκία είναι γύρω στο 40% (ενώ η Ελλάδα έχει αντίστοιχα 60%).
Συνοψίζοντας, η τουρκική οικονομία έχει υποστεί αρκετές μεταρρυθμίσεις, ως απόρροια της κρίσης του 2001. Παρόλα αυτά, δεν φαίνεται να έχει σημειώσει αρκετή πρόοδο σε πολλά από τα μακροοικονομικά της μεγέθη. Το τελευταίο διάστημα υφίσταται σοβαρές ανησυχίες για τη λειτουργία της λόγω και της πολιτικής της στάσης απέναντι στη Δύση. Η οικονομία ανέκαμψε από την κρίση του 2008, ωστόσο η ανάκαμψη παρέμεινε εύθραυστη, δεδομένης της αδύναμης αγοράς εργασίας. Καθώς η κρίση COVID-19 ξεδιπλώθηκε, οι κυβερνητικές αρχές έλαβαν ορισμένα μέτρα για να μετριάσουν τον οικονομικό αντίκτυπο της πανδημίας, όμως αυτά τα μέτρα περιορίστηκαν, ιδίως από τη δημοσιονομική πλευρά, και από τις θεσμικές αδυναμίες.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- European Commission (2009). Growth and economic crises in Turkey: Leaving behind a turbulent past? Διαθέσιμο εδώ. Τελευταία πρόσβαση 16/10/2021.
- Özden, B. A., Akça, I., & Bekmen, A. (2013). Turkey reframed: Constituting neoliberal hegemony.
- OECD (2021). OECD Economic Surveys: Turkey 2021. Διαθέσιμο εδώ. Τελευταία πρόσβαση16/10/2021.
- Ergocun, G. (2020). Turkey: Strife at top led to 2001 economic crisis. Διαθέσιμο εδώ. Τελευταία πρόσβαση 10/06/2021.
- World Bank. (2020). Τurkey economic monitor, august 2020: adjusting the sails. Διαθέσιμο εδώ. Τελευταία πρόσβαση 16/10/2021.