Του Κωνσταντίνου Δήμου,
Πιστεύω ότι όλοι μας -μέχρι έναν βαθμό τουλάχιστον- έχουμε κάποιον συγγενή που πιστεύει σε θεωρίες συνωμοσίας. Ίσως ακόμη κι εμείς οι ίδιοι μερικές φορές να έχουμε εκτεθεί και να δώσαμε βάση σε κάποια θεωρία, την οποία χαρακτηρίσαμε ως «λογικοφανή», επειδή «βγάζει νόημα», επιτρέποντάς μάς να ερμηνεύσουμε τον κόσμο που μάς περιβάλλει κάτω από μια διαφορετική σκοπιά, που ίσως δεν είχαμε σκεφτεί προηγουμένως. Αυτή ακριβώς είναι και η προβληματική με την οποία καταπιάνεται ο συγγραφέας-φιλόσοφος και διευθυντής ερευνών στο Centre National de la Recherche Scientifique (CNRS), Pierre-André Taguieff (Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ), στο δοκίμιο του «Συνωμοσιολογική Σκέψη και “Θεωρίες της Συνωμοσίας”» (2015), που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Επίκεντρο.
Στο βιβλίο του, ο Taguieff προσπαθεί να εξηγήσει τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να αναπτυχθούν οι θεωρίες συνωμοσίας στην ψηφιακή εποχή, η οποία χαρακτηρίζεται από τη διάδοση της παραπληροφόρησης (fake news) και την αλόγιστη χρήση των social media. Ειδικότερα, η εύκολη διάδοση της πληροφορίας μπορεί να επιφέρει τρομακτικές συνέπειες στις δημοκρατικές και πλουραλιστικές κοινωνίες του δυτικού κόσμου, από τη στιγμή που η διάδοση του ψέματος γίνεται μάλλον πιο απρόσκοπτα από αυτήν της Αλήθειας. Οι δημοκρατικές χώρες -σε αντίθεση με άλλου τύπου πολιτεύματα- ευνοούν την ανάπτυξη ομάδων με αντικρουόμενες ιδεολογίες και συμφέροντα. Πολύ συχνά, μάλιστα, τέτοιου είδους ομάδες τείνουν να πέφτουν εύκολα θύματα πλάνης εξαιτίας της ευπιστίας τους και της υπερ-έκθεσής τους σε πολλαπλές πηγές πληροφόρησης, από τα ΜΜΕ και το Διαδίκτυο, έως τις φήμες και τις διαδόσεις από στόμα σε στόμα στις καφετέριες, στη σχολή, στο σπίτι.
Η σχετικότητα του τι τελικά απαρτίζει την Αλήθεια και τι όχι προκαλεί, -αναμφιβόλως- μια γνωστική σύγχυση, που, στη συνέχεια, μεγαλοποιείται και ενισχύεται ίσως από το ευρύτερο κοινωνικό (και διαδικτυακό) περιβάλλον. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την άνοδο του λαϊκισμού και της μισαλλοδοξίας έναντι ενός αόρατου, φανταστικού «Άλλου», ο οποίος συνήθως χρεώνεται την ευθύνη για τη δυσχερή υφιστάμενη κατάσταση των δυσαρεστημένων. Μυστικές υπηρεσίες (CIA, Mossad), πολιτικοί παράγοντες, μυστικοπαθείς οργανώσεις (Λέσχη Bilderberg, Skull and Bones), big tech giants και μεμονωμένες κρυψίνοες προσωπικότητες που δρουν στο παρασκήνιο, αποτελούν τους συνήθεις στόχους των συνωμοσιολόγων και μερικοί ίσως όχι αδίκως. Άλλωστε, μερικές φορές οι θεωρίες συνομωσίας βγαίνουν αληθινές και αυτή η πιθανότητα δεν πρέπει να αποκλείεται de facto, αν θέλουμε και εμείς να είμαστε αντικειμενικοί και αμερόληπτοι.
Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι η άκριτη, ίσως ακόμη και θρησκευτική, πίστη σε συνωμοσιολογικά αφηγήματα είναι άμοιρη ευθυνών. Τέτοιου είδους αφηγήματα δημιουργούν διχαστικές τάσεις μέσα στην κοινωνία, κατακερματίζοντας την σε επιμέρους ομάδες, απειλώντας τη συνοχή του κοινωνικού ιστού και αποδυναμώνοντας την εμπιστοσύνη και αξιοπιστία που έχουν (είχαν;) υπερκρατικοί θεσμοί και όργανα. Αντίθετα, παρατηρείται πόλωση και δημιουργία ενός κλίματος αβεβαιότητας και ανασφάλειας. Από τη μία, έχουμε τους συνωμοσιολόγους, που διατείνονται ότι το μετα-αφήγημα τους είναι η μόνη Αλήθεια, ενώ πολλές φορές δε διστάζουν να διαστρεβλώσουν την (ιστορική) πραγματικότητα, ώστε να ταιριάζει στις προσωπικές τους πεποιθήσεις (Cognitive Dissonance Theory, Θεωρία της Γνωστικής Ασυμφωνίας). Από την άλλη, έχουμε τους κριτικούς-απομυστικοποιητές (debunkers) των θεωριών συνωμοσίας και τέλος, έχουμε στο μέσο τους «χρήσιμους ηλίθιους», τους ανίδεους και εύκολα χειραγωγήσιμους, οι οποίοι είτε θα υποστηρίξουν τη μία ή την άλλη πλευρά είτε θα παραμείνουν αδιάφοροι στα ζητήματα της επικαιρότητας.
Για τους φέροντες «καπέλα από αλουμινόχαρτο», το στοιχείο της τύχης και της σύμπτωσης έχει πάψει να υφίσταται. Πίσω από κάθε ενέργεια που συμβαίνει ή κατάσταση που διαμορφώνεται, πλήττοντας το γενικό συμφέρον, κρύβονται σκοτεινές δυνάμεις, μια άρχουσα ελίτ «καπιταλιστών αμερικανοεβραίων μασόνων και/ή σιωνιστών» πολιτικών, κορποκρατικών στελεχών και τραπεζιτών, που συνωμοτούν με σκοπό την καταστροφή και τη φτωχοποίηση της μεσαίας τάξης, ώστε να επιβληθεί μια Νέα Τάξη Πραγμάτων (ΝΤΠ). Το «Σύστημα» που θεσπίστηκε για την προστασία του λαού έχει ταχθεί εναντίον τους, εξαιτίας των κακών ανθρώπων που το διαχειρίζονται. Και ενώ αυτή η ολιστική θεώρηση των πραγμάτων δεν είναι ολοκληρωτικά λάθος, οι μανιχαϊστικές αντιλήψεις περί της ύπαρξης του απόλυτου «Καλού» και «Κακού», οι παραληρηματικές ρητορείες και οι πομπώδεις εκφράσεις άνευ ουσιαστικού περιεχομένου θέτουν τέτοιου είδους απόψεις στο περιθώριο. Η αμφισβήτηση της επίσημης εκδοχής των γεγονότων και η απόρριψη παραδοχών (assumptions) ως ψέματα μετατρέπεται από ισχυρό εργαλείο κριτικής σκέψης, σε ένα όργανο αποδόμησης των πάντων.
Η «αόρατη απειλή» υλοποιείται ωσάν αυτοεκπληρούμενη προφητεία: οι κόκκινοι (μαρξιστές, λενινιστές, τροτσκιστές, κοινωνικοί ακτιβιστές, φεμινιστές) κατηγορούν τους πολιτικούς ως την άρχουσα τάξη ιμπεριαλιστών, που -παρά το δημοκρατικό και νεοφιλελεύθερο πρόσημο- επιδίδονται σε ένα όργιο σπατάλης και κατάχρησης δημοσίου χρήματος εις βάρος του λαού. Οι μαύροι (εθνικιστές, υπερεθνικιστές) εχθρεύονται την παγκοσμιοποίηση, τον κοσμοπολιτισμό και τον πολυπολιτισμό, γιατί φοβούνται την απομάκρυνση από την παράδοση και τη διάβρωση της εθνοτικής τους ταυτότητας (και συνεπώς, εις βάθος χρόνου την αλλοίωση του τρόπου ζωής τους). Ωστόσο, ισχύει και το άλλο: οι «από πάνω» φοβούνται ότι οι «από κάτω» ετοιμάζουν επανάσταση εναντίον τους ή ότι ομότιμοί τους ετοιμάζουν σε συνεργασία με μερίδα του λαού πραξικόπημα «εκ των έσω». Την ίδια στιγμή, οι «από κάτω» εκλαμβάνουν τις λανθασμένες πολιτικές και επιλογές των νόμιμα εκλεγμένων αντιπροσώπων τους ως ένα σχέδιο εθνοκτονίας, σε συνεργασία με τον ξένο παράγοντα που κινεί τα νήματα από το παρασκήνιο, με αντάλλαγμα διόλου ευκαταφρόνητα χρηματικά ποσά.
Η αβεβαιότητα και η ανασφάλεια που προκύπτουν οδηγούν στην αμφισβήτηση της ύπαρξης της «Αυθεντίας», μιας και το ψέμα αναμειγνύεται με την Αλήθεια και αντίστροφα. Τα όρια μεταξύ του πραγματικού και του φαντασιακού θολώνουν, επιτρέποντας σε καιρούς κρίσης τους δημαγωγούς, τους καταστροφολόγους, τους απατεώνες και τσαρλατάνους να επικρατήσουν. Τα πάθη και η καχυποψία οξύνονται. Στο σήμερα, για παράδειγμα, παρατηρούμε ότι δημιουργείται ένα απαρτχάιντ μεταξύ εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων, ενώ ο ρόλος των κρατικών αρχών υπονομεύεται και το κύρος και αξιοπιστία των ειδημόνων αμφισβητείται, επειδή πιστεύεται ότι είναι και αυτοί «συστημικοί».
Οι συνωμοσιολογικές πίστεις έχουν ως απότοκα τους συλλογικούς μύθους. Η 11η Σεπτεμβρίου ήταν “inside job” της Αμερικανικής Κυβέρνησης και του Ισραήλ, ώστε να δικαιολογηθεί ο πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας και η εισβολή στο Ιράκ το 2003, καθώς και η δημιουργία ενός κλίματος δυσαρέσκειας απέναντι στους μουσουλμάνους. Μήπως η επίθεση στην Charlie Hebdo ήταν πληρωμένο χτύπημα από τους «Αμερικανοσιωνιστές», ώστε να επέλθει εμφύλιος σπαραγμός μεταξύ χριστιανοσύνης και Ισλάμ, προκαλώντας στην ευρωπαϊκή ήπειρο μια «Σύγκρουση των Πολιτισμών», όπως τιτλοφορείται και το ομώνυμο βιβλίο του Samuel P. Huntington; Η συνωμοσιολογία δεν είναι, επομένως, μόνο ένα κοινωνικό φαινόμενο που γιγαντώθηκε τη δεκαετία του ’90. Είναι ένα πολιτικό και ιδεολογικό εργαλείο, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί όχι μόνο για την εξεύρεση μιας «κρυφής» Αλήθειας που αποκρύπτεται σκοπίμως, αλλά και από πολιτικές παρατάξεις και κυβερνήσεις, ώστε να εξυπηρετήσουν πολιτικές σκοπιμότητες και συμφέροντα, επηρεάζοντας την Κοινή Γνώμη κατά το δοκούν.
Συμπερασματικά, το βιβλίο του Taguieff είναι ένας ευσύνοπτος οδηγός στη διαμόρφωση της συνωμοσιολογικής σκέψης, του λαϊκισμού, του εξτρεμισμού, του αντισημιτισμού, της ακροδεξιάς και ακροαριστεράς, του θρησκευτικού φανατισμού και όχι μόνο. Παρά τη «φλυαρία» του και τη χρήση ενός ίσως πιο επιτηδευμένου λόγου απ’ όσο θα έπρεπε, το μικρό δοκίμιο του Taguieff είναι ένα έργο που συνιστούμε να διαβάσετε.