Της Φαίης Φωτιάδου,
Βρισκόμαστε στα 1880. Η Γαλλική κυβέρνηση αναθέτει στον καταξιωμένο Ωγκύστ Ροντέν (François Auguste René Rodin) να φιλοτεχνήσει μία μπρούτζινη, διπλή πόρτα για το νέο μουσείο Καλών Τεχνών. Εμπνευσμένος από τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη, ειδικότερα το πέμπτο άσμα της «Κολάσεως», ο Ροντέν επιλέγει να αναπαραστήσει ένα στιγμιότυπο από μία αμφιλεγόμενη ιστορία αγάπης, γνωστή κατά τον μεσαίωνα. Πρωταγωνιστές η Φραντζέσκα (Francesca da Rimini), Ιταλίδα αρχόντισσα κατά τον 13ο αιώνα, και ο Πάολο (Paolo Malatesta), μικρότερος αδερφός του συζύγου της Gianciotto. Το πάθος ανάμεσα στο παράνομο ζευγάρι νιώθουν να μεγαλώνει, καθώς διαβάζουν μαζί την ρομαντική ιστορία του Lancelot και της Guinevere, παραμύθι αρκετά διαδεδομένο για την εποχή, όπου η παντρεμένη βασίλισσα αναπτύσσει αισθήματα για τον ιππότη που υπηρετεί τον άντρα της. Αντίστοιχα, οι εραστές ταυτίζονται, ερωτεύονται και πλησιάζουν για το πρώτο τους φιλί, την στιγμή που αποκαλύπτονται από τον απατημένο σύζυγο και δολοφονούνται από το μαχαίρι του.
Οι δύο παράνομοι εραστές συμβόλιζαν για χρόνια το αμάρτημα της μοιχείας, ενώ λέγεται πως καταδικάστηκαν να περιπλανιούνται αιώνια στην κόλαση. Ωστόσο, για τον καλλιτέχνη το καταραμένο αυτό ζευγάρι δεν αντιπροσωπεύει παρά την αγνή αγάπη, όμορφη, ρομαντική, εξιδανικευμένη και διαχρονική.
«[Το γλυπτό του Ροντέν] είναι ένας μαγνήτης για σκέψεις ρομαντικού, φυσικού, νεανικού πάθους.» -Catherine Lampert, ιστορικός τέχνης
Στα τέλη της ίδια χρονιάς, η κατασκευή του μουσείου εγκαταλείπεται και η πύλη δεν χυτεύεται. Έτσι, ο Ροντέν συνεχίζει να επεξεργάζεται το έργο του πλέον ανεξάρτητα και, βασισμένος στο προσχέδιό του, προχωράει στην δημιουργία του μαρμάρινου γλυπτού. Στο γλυπτό, πλέον, αναπαρίστανται οι δύο πρωταγωνιστές, ένας άνδρας και μία γυναίκα, ένα νεαρό ζευγάρι στο άνθος της ηλικίας τους. Οι μορφές προσεγμένες, τα σώματα εύκαμπτα, οι δύο ερωτευμένοι διασταυρώνονται με μεγάλη αρμονία. Καθισμένοι στον σκληρό βράχο, αγκαλιάζονται γυμνοί για να ανταλλάξουν ένα τρυφερό φιλί, σε μία ένωση που θυμίζει περισσότερο ιερή από ό,τι πράξη μοιχείας.
Αυτό που καταφέρνει ο Ροντέν με τις συνθέσεις του, είναι να μεταφέρει το συναίσθημα με επιτυχία στον θεατή μέσα από λεπτομέρειες στην έκφραση και στις κινήσεις των έργων του. Σε αντίθεση με το σκληρό υλικό, ο τρόπος με τον οποίο το αντρικό στιβαρό χέρι αγγίζει το γυναικείο σώμα είναι μάλλον απαλός, λες και το κορμί της είναι εύθραυστο και χρειάζεται προσοχή. Το βιβλίο με το ρομαντικό παραμύθι φαίνεται να γλιστρά από τα δάχτυλα του Πάολο καθώς ο ίδιος παραδίδεται στο πάθος του για την αγαπημένη του. Απόλυτα αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλον, η στάση που υιοθετούν τα σώματά τους δημιουργούν μία αίσθηση τυφώνα, σαν να στροβιλίζονται γύρω από έναν νοητό άξονα, σε έναν χωροχρόνο διαφορετικό από το περιβάλλον τους, αδιαφορώντας για οτιδήποτε συμβαίνει γύρω τους. Το ζευγάρι παίρνει μορφή από το υλικό, από το κομμάτι βράχου που ο γλύπτης προτιμά να αφήσει ακατέργαστο, ενισχύοντας την φαντασία του θεατή ως μέρος της δημιουργίας του, τονίζοντας, παράλληλα, την αντίθεση με το λεπτομερές γλυπτό.
Η πολυπλοκότητα του γλυπτού χαρίζει στους θεατές συναρπαστικές γωνίες από κάθε σημείο. Ταυτόχρονα, οι λεπτομέρειες και η ικανότητα του Ροντέν πάνω στην γλυπτική, εξασφαλίζουν το δράμα στην σύνθεση. Οι έντονες κοψιές στα πρόσωπα των εραστών δίνουν έντονες σκιές στο γλυπτό, ενώ οι υφές κάνουν το φως να ζωντανεύει τις μορφές. Το γλυπτό έμεινε για χρόνια ημιτελές στο στούντιο του Ροντέν, μέχρι τελικά να το ολοκληρώσει και να το παρουσιάσει στο κοινό.
«Το μυστικό της γλυπτικής βρίσκεται στο πλάσιμο. Το πλάσιμο είναι συνώνυμο της ζωής.» – Auguste Rodin
Όταν οι κριτικοί αντίκρυσαν για πρώτη φορά την σύνθεση, πρότειναν τον τίτλο «Το φιλί» (πρωτ. Τίτλος: ”Le Baiser”), ενώ ιδιαίτερη εντύπωση έκανε η προσέγγιση του Ροντέν για τις γυναίκες. Ο ίδιος αντιμετώπιζε με σεβασμό το γυναικείο σώμα στα γλυπτά του, όχι ως «υποτασσόμενο στους άνδρες» αλλά και ως πλήρεις παρουσίες στην σχέση. Σύμφωνα με την Κάθριν Λάμπερτ, ιστορικό τέχνης που μελέτησε διεξοδικά την τέχνη του, ο Ροντέν είναι ανάμεσα στους πρώτους καλλιτέχνες με ανησυχίες ως προς την σεξουαλική εμπειρία των γυναικών.
Το συγκεκριμένο γλυπτό κατέστη αμφιλεγόμενο ακριβώς επειδή εξέφραζε τον νεανικό και απόλυτο έρωτα εξίσου και από τις δύο μεριές. Καθώς η Φραντζέσκα υπήρξε παντρεμένη, στο «Φιλί» εξυμνείται η αδυναμία της να παραμείνει πιστή στον σύζυγό της, αλλά και η τόλμη και το θάρρος της να προχωρήσει στην πράξη του ασπασμού με τον νεαρό. Με την αναπαράσταση αυτής της ιστορίας, τα όρια της κλασικής ισορροπίας ξεπεράστηκαν, αφού η γυναίκα σταμάτησε να αποτελεί κτήση του συζύγου αλλά έπραξε αυτοβούλως και αποφάσισε μία σχέση στην οποία θα αντιμετωπιζόταν ισότιμα. Ο «επακόλουθος ερωτισμός» που ξεχειλίζει από το γλυπτό και η σεξουαλική ένταση που κυριαρχεί, δικαιώνουν την έννοια της γυναίκας ως προς τα δικαιώματά της στον γάμο.
Το γλυπτό αντιγράφηκε σε διάφορα υλικά και μεγέθη, ενώ περισσότερα από 300 εκμαγεία έχουν παραχθεί από το 1917. Ωστόσο, τα νόμιμα αντίγραφα που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της ζωής του είναι μόνο τέσσερα. Αριθμημένα με λατινικούς αριθμούς, δικαίωμα να τα χυτεύσει είχε μόνο το Μουσείο Ροντέν στο Παρίσι, από το πρωτότυπο εκμαγείο. Αμέσως μετά την πρώτη παρουσίαση του συμπλέγματος στο Salon de la Societe Nationale το 1888, η Διεύθυνση Καλών Τεχνών παρήγγειλε στον γλύπτη ένα μαρμάρινο αντίγραφο. Μεταφέρθηκε στο Μουσείο του Λουξεμβούργου, ενώ σχεδόν είκοσι χρόνια μετά κατέληξε στο Μουσείο Ροντέν στο Παρίσι, που μέχρι και τον θάνατό του ο Ροντέν χρησιμοποιούσε ως στούντιο.
Στα 1900, ο γνωστός αντικέρ και συλλέκτης Γουόρεν (Edward Perry Warren) ζήτησε από τον Ροντέν ένα αντίγραφο σε φυσικό μέγεθος για την ιδιωτική του συλλογή, κι έτσι το γλυπτό σμιλεύτηκε σε μονοκόμματο πεντελικό μάρμαρο τεσσάρων τόνων μέσα σε τέσσερα χρόνια. Ο Γουόρεν, μάλιστα, τόνισε στον καλλιτέχνη πως επιθυμούσε τα γεννητικά όργανα του άνδρα να είναι πλήρως ορατά και διαχωρισμένα, χωρίς το φύλλο συκής να τα αποκρύπτει. Το έργο παραδόθηκε στον συλλέκτη και έμεινε για χρόνια στον στάβλο του, καλυμμένο με σανό κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ύστερα στην αποθήκη. Μετά τον θάνατό του, πουλήθηκε στην Πινακοθήκη Tate το 1953, όπου παραμένει έως και σήμερα.
Το τρίτο γλυπτό υπήρξε παραγγελία του Carl Jacobsen επίσης το 1900, για το μουσείο του στην Κοπεγχάγη της Δανίας. Κατασκευάστηκε το 1903 και έγινε μέρος της «αρχικής συλλογής» του NY Carlsberg Glyptotek. Το 2004 αγοράστηκε, ανάμεσα σε άλλες συνθέσεις, από τον Στέλιο Παπαδημητρίου για το Ίδρυμα «Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης». Μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση, στο φουαγέ της Στέγης του Ιδρύματος, έξι χρόνια αργότερα.
Το τέταρτο επίσημο αντίγραφο δημιουργήθηκε μετά τον θάνατο του καλλιτέχνη από τον γλύπτη Henri-Léon Gréber για το αφιερωμένο στον Ροντέν Musée Rodin στην Φιλαδέλφεια. Σήμερα μπορεί να βρεθεί στο Museo Nacional de Bellas Artes του Μπουένος Άιρες.
Γενικότερα η τέχνη του Ωγκύστ Ροντέν και ειδικότερα το «Φιλί» επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό την γλυπτική του 20ού αιώνα και όχι μόνο. Το «Φιλί» πέρασε, επίσης, στη λαϊκή κουλτούρα και αναφορές για το γλυπτό μπορούμε να βρούμε σε τραγούδια, σειρές, ταινίες, κινούμενα σχέδια, μυθιστορήματα, ντοκιμαντέρ, ακόμη και σε προϊόντα ζυθοποιίας. Το μνημειώδες γλυπτό έστειλε τον δημιουργό του στην κορυφή, παρότι ήταν ήδη καταξιωμένος μέχρι την κατασκευή του, και αναγνωρισμένος ως ένας από τους σημαντικότερους γλύπτες. Το γλυπτό, αν και δημιουργήθηκε με σκοπό να δοθεί έμφαση στο κομμάτι της παρανομίας του, της απιστίας και της αδικίας, γρήγορα ανυψώθηκε ως εμβληματικό σύμβολο του ρομαντισμού, του καθαρού πάθους και της αγνής αγάπης.
«Το σπουδαιότερο είναι να συγκινείσαι, να αγαπάς, να ελπίζεις, να πάλλεσαι, να ζεις». – Auguste Rodin, στη διαθήκη που απευθύνεται στους νέους καλλιτέχνες.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Argan, G.-C. (2014). Η Μοντέρνα Τέχνη. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
- Gombrich, E. H. (1998). Το Χρονικό της Τέχνης. Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
- Musée Rodin, The Kiss, musee-rodin.fr, διαθέσιμο εδώ.
- The shocking story of The Kiss, bbc.com, διαθέσιμο εδώ.
- ‘The Kiss’, Auguste Rodin, tate.org, διαθέσιμο εδώ.
- Μποζώνη, Α., Η ιστορία του πιο διάσημου φιλιού στον κόσμο, thetoc.gr, διαθέσιμο εδώ.