Της Δήμητρας Αργυρού,
Με την αλματώδη εξέλιξη της ιατρικής και πιο συγκεκριμένα της γενετικής επιστήμης, είναι πλέον εφικτή η τεκνοποίηση που επιτυγχάνεται με άλλες μεθόδους πέραν της φυσικής αναπαραγωγής. Προϋπόθεση για την προσφυγή σε τέτοιες μεθόδους, δηλαδή στην Ιατρικώς Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή (ΙΥΑ) είναι η αδυναμία απόκτησης παιδιών με φυσικό τρόπο. Το 1978 γεννήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία το πρώτο παιδί, του οποίου η σύλληψη πραγματοποιήθηκε με τη μέθοδο της εξωσωματικής γονιμοποίησης. Έκτοτε παρατηρείται ευρεία εφαρμογή μεθόδων της ΙΥΑ. Το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο αποτελείται από διατάξεις του Αστικού Κώδικα, καθώς και από ειδικούς Νόμους για την ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή.
Το δικαίωμα στην αναπαραγωγή, δηλαδή το δικαίωμα του ατόμου να αποφασίσει εάν και πότε θα αποκτήσει απογόνους, κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα. Ειδικότερα, εντάσσεται στο δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος). Πρέπει να σημειωθεί πώς, βάσει του άρθρου αυτού, δεν προστατεύεται μόνο η απόκτηση απογόνων με το ίδιο γεννητικό υλικό, αλλά γενικότερα η τεκνοποίηση με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο (π.χ με χρήση ξένου σπέρματος σε ετερόλογη γονιμοποίηση). Καθένας, λοιπόν, έχει το δικαίωμα, με βάση την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, να αποκτήσει απογόνους σύμφωνα με τις επιθυμίες του. Κατά συνέπεια, η προσφυγή στις ιατρικές μεθόδους, προκειμένου να αποκτηθούν τέκνα, εντάσσεται στο προστατευτικό πεδίο του Συντάγματος, αρκεί η άσκηση του δικαιώματος της αναπαραγωγής να μην προσκρούει σε δικαιώματα άλλων, να μην παραβιάζει το Σύνταγμα και να μην προσβάλλει τα χρηστά ήθη.
Στην Ελλάδα, η νομολογία προηγήθηκε της νομοθετικής παρέμβασης σχετικά με την Ιατρικώς Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή. Η υπ’ αρ. 31/5803/176/1999 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου έκρινε σε περίπτωση παρένθετης/υποκατάστατης μητρότητας ότι η μητέρα που έδωσε το γενετικό υλικό προς εμφύτευση είναι η βιολογική μητέρα του τέκνου και όχι εκείνη που το έφερε στον κόσμο. Ωστόσο, η τότε έλλειψη ρυθμιστικού πλαισίου δεν επέτρεπε την αναγνώριση κάποιας συγγένειας ανάμεσά τους και το Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να γίνει δεκτή η αίτηση υιοθεσίας του τέκνου εκ μέρους των γονέων – δοτών γενετικού υλικού. Ο θεσμός της ΙΥΑ τελικά εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη με το νόμο 3089/2002 και 3305/2005. Πλέον, ιδρύονται δεσμοί συγγένειας μεταξύ γονέων και τέκνων όπως και στη φυσική αναπαραγωγή. Ειδικά για τις περιπτώσεις όπου η ΙΥΑ λαμβάνει χώρα με χρήση ξένου γενετικού υλικού, χρησιμοποιείται για την ιδρυόμενη συγγένεια ο όρος «κοινωνικοσυναισθηματική» συγγένεια.
Για την παροχή υπηρεσιών ΙΥΑ είναι απαραίτητη η κατάρτιση έγκυρης σύμβασης. Αυτό επιτυγχάνεται μέσα από την τήρηση ορισμένων νόμιμων προϋποθέσεων. Αναλυτικότερα, πρέπει να υφίσταται ιατρική αναγκαιότητα, δηλαδή είτε αδυναμία φυσικής αναπαραγωγής είτε κίνδυνος μετάδοσης σοβαρής ασθένειας στο τέκνο, εάν η σύλληψη πραγματοποιηθεί με φυσικό τρόπο (ΑΚ 1455 παρ.1 εδ. α). Επιπλέον, η ΙΥΑ εφαρμόζεται σε ενήλικα πρόσωπα και επιτρέπεται μέχρι την ηλικία φυσικής ικανότητας αναπαραγωγής του υποβοηθούμενο προσώπου. Το ανώτατο όριο ηλικίας έχει προσαυξηθεί με το ν. 4812/2021. Σύμφωνα με αυτόν, σε περίπτωση που το υποβοηθούμενο πρόσωπο είναι γυναίκα, δύναται να προσαυξάνεται κατά 2 έτη, δηλαδή μέχρι το 52ο έτος της ηλικίας συμπληρωμένο. Αναφορικά με το κατώτατο όριο ηλικίας μπορεί ενδεχομένως να προβλεφθούν εξαιρέσεις στους έγγαμους ανηλίκους, στο πλαίσιο ρύθμισης του συζυγικού βίου κατ’ ΑΚ 1387, είτε εάν υπάρχει κίνδυνος στειρότητας για το μέλλον. Απαραίτητη είναι επίσης η προγενέστερη συναίνεση των προσώπων που επιθυμούν να αποκτήσουν τέκνο, εφόσον έχει προηγηθεί διαδικασία πλήρης ενημέρωσης (ΑΚ 1456 παρ . 1). Αν παρ’ όλα αυτά η διαδικασία προχωρήσει χωρίς τις παραπάνω νόμιμες προϋποθέσεις, ο ιατρός οφείλει να υπακούσει στους κανόνες της ιατρικής και να μην ενεργήσει με τρόπο που μπορεί να προκαλέσει σωματική βλάβη ή προσβολή προσωπικότητας (π.χ με διακοπή κύησης).
Με την ευρεία διάδοση της Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής έχουν προκύψει κάποια ειδικότερα θέματα. Πιο συγκεκριμένα, ένα σημαντικό ζήτημα που έχει προκαλέσει ανά καιρούς σωρεία αντιδράσεων, αποτελεί το δικαίωμα ομόφυλων ζευγαριών αλλά και μονογονεϊκών οικογενειών να προβούν σε ΙΥΑ. Αναφορικά με τα ομόφυλα ζευγάρια απολαμβάνουν ίδια δικαιώματα με τα ετερόφυλα μέσω του συμφώνου συμβίωσης. Συνεπώς, όσο εξισώνονται νομικά με τα ετερόφυλα, έχουν τα ίδια δικαιώματα στην ΙΥΑ. Όσον αφορά, άγαμες και χωρίς σύντροφο γυναίκες, ο ν. 3305/2005 ορίζει ότι αυτές μπορούν να προβούν σε ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, εφόσον καλύπτονται και οι λοιπές προϋποθέσεις, καθώς η συναίνεση του συζύγου είναι απαραίτητη εφόσον όμως αυτός υπάρχει. Για τους άγαμους μόνους άνδρες δεν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη, και επαφίεται προς το παρόν στα Δικαστήρια η χορήγηση ή μη άδειας.
Ένα ακόμη ηθικό μάλλον ζήτημα αποτελεί η μεταθανάτια υποβοηθούμενη αναπαραγωγή. Ως μεταθανάτια ΙΥΑ ορίζεται η γονιμοποίηση που γίνεται μετά το θάνατο του άνδρα, στην οποία πραγματοποιείται χρήση του σπέρματος του αποθανόντος. Το παραπάνω είναι δυνατόν να διενεργηθεί εφόσον πληρούνται σωρευτικώς διάφορες προϋποθέσεις σύμφωνα και με την ΑΚ 1457. Ο άνδρας που είχε εξαρχής συναινέσει σε αυτή πρέπει να ήταν σύζυγος ή να συζούσε μαζί με τη γυναίκα σε ελεύθερη ένωση, να έπασχε από ασθένεια που συνδέεται με πιθανό κίνδυνο στειρότητας ή να υπήρχε κίνδυνος θανάτου του και να είχε συναινέσει με συμβολαιογραφικό έγγραφο και στη μεταθανάτια ΙΥΑ. Τέλος, η μεταθανάτια ΙΥΑ προϋποθέτει δικαστική άδεια.
Στις περιπτώσεις δοτών γενετικού υλικού (σπέρματος, ωαρίων κ.λπ.) τίθεται το ζήτημα της ανωνυμίας ή μη αυτών. Στο πλαίσιο της ΙΥΑ πρέπει να γίνει σεβαστή η ανωνυμία τόσο των δοτών όσο και των ληπτών του γεννητικού υλικού. Η παραβίαση της υποχρέωσης αυτής επισύρει ποινικές κυρώσεις (άρθρο 26 του ν.3305/2005). Η ταυτότητα των δοτών παραμένει ανώνυμη και δεν γνωστοποιείται ούτε στα πρόσωπα που επιθυμούν την απόκτηση τέκνου (ΑΚ 1460). Πρόσβαση σε αρχείο του τρίτου δότη επιτρέπεται μόνο για λόγους σχετικούς με την υγεία του τέκνου, με παράλληλη άδεια της Εθνικής Αρχής Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής.
Τεχνική συναφής προς τις μεθόδους της Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής είναι η Προεμφυτευτική Γενετική Διάγνωση. Αυτή περιλαμβάνει το γενετικό έλεγχο των εμβρύων in vitro (των εμβρύων που έχουν δημιουργηθεί με εξωσωματική γονιμοποίηση) και επιτρέπει την ανίχνευση γενετικών νοσημάτων και χρωμοσωματικών ανωμαλιών πριν την εμφύτευσή τους στη μήτρα. Μετά το γενετικό έλεγχο, επιλέγονται και μεταφέρονται στη μήτρα μόνο τα έμβρυα εκείνα που δε φέρουν τη γενετική ανωμαλία. Με τη μέθοδο αυτή εγείρονται πολλά ζητήματα ηθικής. Ωστόσο, πρέπει να γίνει δεκτό πως η Προεμφυτευτική Γενετική Διάγνωση είναι ανάγκη να γίνεται πάντα με γνώμονα την υγεία του παιδιού και μόνο αυτήν. Η επιλογή δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να πραγματοποιηθεί με βάση χαρακτηριστικά, τα οποία θα λάβει το έμβρυο μετά τη γέννηση. Παράλληλα, λαμβάνονται υπόψιν σοβαρές ασθένειες με γενετική βάση και πάντως όχι εκείνες των οποίων η εκδήλωση είναι αβέβαιη, επειδή εξαρτάται από τη συνδρομή περιβαλλοντικών παραγόντων, ή πολύ καθυστερημένη στη ζωή του προσώπου (π.χ Αλτσχάιμερ). Είναι ανάγκη να σημειωθεί πως η επιλογή φύλου απαγορεύεται ρητά από το ελληνικό δίκαιο (ΑΚ 1455 παρ.2) και τιμωρείται αυστηρά με ποινή κάθειρξης (άρθρο 26 του ν.3305/2005). Εξαίρεση μπορεί να προβλεφθεί στην περίπτωση κληρονομικής ασθένειας (όπως για παράδειγμα η αιμορροφιλία, κατά την οποία νοσούν μόνο τα αγόρια, ενώ τα κορίτσια απλά μεταφέρουν το κληρονομούμενο γονίδιο, χωρίς όμως να αρρωσταίνουν).
Συμπερασματικά, αντιλαμβανόμαστε πως η Ιατρικώς Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή ενδέχεται να εγείρει πολλά ζητήματα, τόσο ηθικά όσο και νομικά. Τα παραπάνω μπορούν να αντιμετωπισθούν, εφόσον υπάρχει πρόβλεψη για ρύθμιση μέσω νομοθετικού πλαισίου και εφόσον δίνεται προτεραιότητα πάντα στην υγεία του τέκνου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Απόστολος Σ. Γεωργιάδης , Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου , Εκδόσεις Σάκκουλα 2017
- “Η ιατρικά υποβοηθούμενη αναπαραγωγή: Νομική αντιμετώπιση και ηθικά ζητήματα”, διαθέσιμο εδώ
- “Ιατρικώς Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή”, διαθέσιμο εδώ