Της Ευαγγελίας Κουκουμτζή,
Ένα εύλογο ερώτημα που δημιουργείται σε κάθε έλλογο ον, το οποίο ακριβώς διαθέτει προσωπική βούληση, κίνητρα, προθέσεις και γενικότερα τις δυνατότητες του σκέπτεσθαι και του πράττειν ελεύθερα, είναι οι λόγοι που άπτονται ερμηνείας των νομοθετικών κειμένων.
Συγκεκριμένα, τα νομοθετικά κείμενα εμπεριέχουν προφανώς τις προθέσεις του νομοθέτη, τα οποία μερικές φορές χαρακτηρίζονται από αοριστίες, τις οποίες ο κάθε άνθρωπος ερμηνεύει διαφορετικά. Μάλιστα, στα κείμενα αυτά αντικατροπτίζονται τόσο οι προθέσεις των κυβερνώντων όσο και των κυβερνωμένων, προκειμένου να ρυθμιστούν διάφορα ζητήματα της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας. Γι’ αυτό, ακριβώς έχει αξία να αντιλαμβάνεται κανείς το νόημα των δικαιικών κανόνων, γεγονός το οποίο επιτυγχάνεται μέσα από την ερμηνεία τους.
Συνεπώς, η νομική ερμηνεία καθίσταται χρήσιμη, προκειμένου να γίνει κατανοητή η αιτία που οδήγησε στη θέσπισή τους. Έτσι, βασικό άξονα της ερμηνείας του δικαίου αποτελεί η αιτιολόγηση της αρμόζουσας συμπεριφοράς των πολιτών απέναντι στην έννομη τάξη, καθώς και οι δικαιοπολιτικοί λόγοι που την επιβάλλουν. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο νομοθέτης δίδει διάφορους ορισμούς, ενέργεια που είναι μεν θεμιτή εάν γίνεται με σύνεση, καθίσταται δε ατελέσφορη, καθώς κάθε ορισμός είναι εκ των πραγμάτων ατελής. Οπότε και πάλι χρήζει ερμηνείας, προκειμένου να προσαρμοστεί και να εν τέλει να εφαρμοστεί στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.
Η ερμηνεία με βάση το αίτημα του έλλογου νομοθέτη αποτελεί «σημάδι» ενότητας σε ολόκληρη την έννομη τάξη, καθώς καθιστά επιτακτική την ανάγκη για τοποθέτηση σε νομοθετικές ρυθμίσεις που παρουσιάζουν αντιφάσεις, διαφαίνονται ως παράλογες ή ακόμη και καταφανώς άδικες. Ειδικότερα, η ύπαρξη προβληματικών κανόνων δικαίου κάνουν αναγκαία τη δέουσα προσοχή του νομοθέτη, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το προβληματικό σημείο. Εάν, λοιπόν, ο ερμηνευτής του δικαίου εντοπίσει διάταξη με καταφανώς άδικο ή παράλογο περιεχόμενο, τότε αυτό θα αποδοθεί όχι στον κοινοβουλευτικό νομοθέτη καθεαυτόν, ο οποίος δεν δύναται μηχανικά από τη φύση του να θεσπίζει τέτοιους κανόνες δικαίου, αλλά σε άστοχη επιλογή αυτού είτε σε σοβαρή αβλεψία ως προς τη διατύπωση της νομοθετικής ρύθμισης, με αποτέλεσμα την αναίρεση του προβληματικού σημείου της διάταξης. Ενώ μια ακόμα περίπτωση που εφαρμόζεται το αίτημα του έλλογου νομοθέτη, είναι όταν ναι μεν η διάταξη είναι ορθά διατυπωμένη είναι, ωστόσο, λανθασμένα διατυπωμένη η ερμηνεία της από το κρατικό όργανο.
Σχηματικά η πορεία της ερμηνείας ενός κανόνα δικαίου είναι η εξής:
Μείζων πρόταση: Πορεία από τη γενική διάταξη προς την ειδικότερη διάταξη μέσω της ερμηνείας
Ελάσσων πρόταση: Πορεία από συγκεκριμένη βιοτική σχέση προς το ειδικό νομικό ενδιαφέρον της μέσω της υπαγωγής
Συμπέρασμα: Ατομική δικανική κρίση.
Ο ερμηνευτής οφείλει να εκφέρει έναν κανόνα δικαίου που θα είναι ειδικότερος σε σύγκριση με τη γενικότερη διάταξη που αντλείται, ο οποίος έχει προοπτικές να εφαρμοσθεί και στο μέλλον, αφού ισχύει για κάθε περίπτωση με παρόμοια πραγματικά περιστατικά. Με αυτόν τον τρόπο, επιτυγχάνεται ο εμπλουτισμός και η συνεχής ανανέωση των διατάξεων μέσα στο πέρασμα του χρόνου.
Σε ό,τι αφορά τη διακριτική ευχέρεια του δικαστή, αυτή δεν υφίσταται αναφορικά με νομικά ζητήματα. Τι σημαίνει, όμως, διακριτική ευχέρεια; Διακριτική ευχέρεια του δικαστή, θα σήμαινε ότι έχει τη δυνατότητα παρά τη δέσμευσή του από το Σύνταγμα και τους υπόλοιπους νόμους, να αποφασίζει σε υποθέσεις με δύσκολο περιεχόμενο βάσει της δικής του βούλησης, να κάμπτει με λίγα λόγια το γράμμα του νόμου. Πρακτικά, η εφαρμογή της διακριτικής ευχέρειας παρουσιάζει ζητήματα, καθώς δεν υπάρχει ένας ορισμένος γνώμονας στον οποίο θα στηριχτεί ο εκάστοτε δικαστής, ώστε να αρθούν τυχόν αμφιβολίες και δυσχέρειες. Ενώ, από την άλλη πλευρά, δίδεται πρόσφορο έδαφος για τη διεξαγωγή υποκειμενικών κρίσεων, γεγονός ριψοκίνδυνο για την εν γένει απονομή της δικαιοσύνης. Βέβαια, ο δικαστής της ουσίας περιπτωσιολογικά αναμφίβολα έχει τη δυνατότητα να κινείται με ευχέρεια γύρω από πραγματικά ζητήματα, ιδιαίτερα σε δύσκολες υποθέσεις, στη φάση της αποτίμησης του υλικού της δίκης. Όμως, απεναντίας, ελλείπει πλήρως η δυνατότητα διακριτικής ευχέρειας σχετικά με την ερμηνεία του συνταγματικού κειμένου και των λοιπών νόμων.
Τέλος, ένα άλλο ζήτημα που τίθεται ήδη από τον 20ό αιώνα είναι η contra legem ερμηνεία των κανόνων δικαίου. Ως contra legem ερμηνεία, ορίζεται η ερμηνεία που δε βρίσκει πειστικό έρεισμα σε καμία διάταξη ή γενική αρχή του νομικού συστήματος. Σαφώς, μια τέτοια ερμηνεία είναι καταφανώς ανεπίτρεπτη, καθώς κάμπτεται η αρχή της υπεροχής του κράτους έναντι των υπόλοιπων κρατικών λειτουργιών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Μεθοδολογία του Δικαίου, Κώστας Σταμάτης, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη