Της Σοφίας Λιάτη,
Ο Κώστας Ταχτσής γεννιέται στις 8 Οκτωβρίου του 1927 στη Θεσσαλονίκη, από την Έλλη και τον Γρηγόριο. Στα εφτά του χρόνια όμως, μετά τον χωρισμό των γονιών του, φεύγει για την Αθήνα με τη γιαγιά του, τις δύο μεγαλύτερες αγάπες της ζωής του, για τις οποίες ο ίδιος στο βιβλίο του «Η γιαγιά μου, η Αθήνα και άλλα κείμενα», αναφέρει: «Ωραία ή άσχημη, για μένα είναι μοναδική. Είναι η πόλη στην οποία γεννήθηκε, έζησε, κι ύστερα πέθανε η γιαγιά μου. Πρέπει φυσικά να σας το πω, ότι από μερικές απόψεις –όπως ακριβώς κι η Αθήνα– ήταν ένα τέρας, και με βασάνισε πολύ τον καιρό που ήμουνα παιδί κι ύστερα έφηβος, αλλά τι να κάνω; Είναι η μόνη γυναίκα που αγάπησα στη ζωή μου». Τα παιδικά του χρόνια δύσκολά και πάνω από όλα τραυματικά, ανάμεσα σε γιγαντιαίους τσακωμούς της γιαγιάς και της μητέρας του και σε πολυτάραχους συγγενείς του, και όλα αυτά με υπόβαθρο τον Β’ Παγκόσμιο Πολέμο. Αυτή η περίπλοκη καθημερινότητα ήταν, όμως, η πηγή της καλλιτεχνικής και πάντα ανήσυχης προσωπικότητάς του. Στην πόλη της Αθήνας, την οποία λάτρευε και θεωρούσε μαγική, πέρασε λοιπόν, τα μαθητικά και εφηβικά του χρόνια. Ύστερα, εισήχθη στη Νομική Αθηνών, στην οποία φοίτησε δύο χρόνια. Πριν όμως από την επιλογή της Νομικής, προηγήθηκε αίτηση στην σχολή Εμποροπλοιάρχων, η οποία δεν ευδοκίμησε λόγω προβλημάτων υγείας εκείνη την περίοδο. Το 1947, βρίσκεται στο στρατό και καταφέρνει να φτάσει έως τη θέση του έφεδρου ανθυπολοχαγού.
Ο Ταχτσής λατρεύει το θέατρο, το οποίο το γνώρισε για πρώτη φορά στα παιδικά του χρόνια, παρακολουθώντας Επιθεώρηση. Αξέχαστες ήταν οι βραδιές μαζί με τη γιαγιά του στο «Θέατρο του Λαού», συγκινημένος από τη φωνή της Βέμπο. Η πιο ξεχωριστή στιγμή, όμως, ήταν όταν πρωτοπήγε στο Εθνικό. Ο Βεάκης, ο Μινωτής, η Κοτοπούλη αλλά πιο πολύ απ’ όλους η Έλλη Λαμπέτη, πρώτη και μεγάλη του αγάπη, με την οποία συνεργάστηκε αργότερα για τη μετάφραση του έργου «Δεσποινίδα Μαργαρίτα». Τα γούστα και οι μουσικές του ποικίλες, από τα ρεμπέτικα μέχρι τα λυρικά του ’30 και το νέο κύμα του Χατζιδάκι. Τον σημάδευσε το βιβλίο Τόνιο Κρέγκερ του Τόμας Μαν, το οποίο όπως ο ίδιος παραδέχεται έπεσε στα χέρια του σε μια στιγμή καίρια, που είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται οι διανοητικές και κριτικές ικανότητες του.
Το 1951 κυκλοφορεί την πρώτη ποιητική του συλλογή Ποιήματα και μετά από ένα χρόνο την δεύτερη με τίτλο Τα μικρά ποιήματα. Δύο έργα τα οποία, καλλιτεχνικά και αισθητικά, δεν ικανοποιούσαν τον ίδιο. Τα επόμενα πέντε χρόνια εκδίδει τρεις ακόμα ποιητικές συλλογές: Καφενείον το Βυζάντιον, Περί ώραν δωδεκάτην και Η Συμφωνία του Μπραζίλιαν. Είχε στενή σχέση με το Νάνο Βαλαωρίτη και περίπου το 1963, όταν ο Νάνος αποφασίζει να δημιουργήσει το περιοδικό «Πάλι», δημοσιεύει το διήγημά του «Ρέστα», τίτλος που δόθηκε και σε μετέπειτα συλλογή του. Στο περιοδικό αυτό, στο οποίο έγραφε για κάποια χρόνια, γνώρισε και αλληλεπιδρούσε με μεγάλες προσωπικότητες, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ο Νίκος Γκάτσος, ο Οδυσσέας Ελύτης κ.α. Η πιο σημαντική όμως γνωριμία ήταν με τον Γιώργο Σεφέρη, τον οποίο θαύμαζε και εκτιμούσε όσο κανέναν.
Ο Κώστας Ταχτσής, μετά το 1956, εκτός από την Ελλάδα έζησε σε Γερμανία, Αφρική, Αυστρία, Αυστραλία και Αμερική. Τις δύο τελευταίες τις αγάπησε λίγο περισσότερο. Την εποχή που βρισκόταν στην Αυστραλία, η Ελλάδα του έλειπε πολύ και την ίδια στιγμή προσπαθούσε να δώσει μία μορφή, όπως ο ίδιος γράφει, στο Τρίτο Στεφάνι. Το γεγονός το απέδιδε στην τρίχρονη απουσία του από τη χώρα και ο Σεφέρης του το επιβεβαίωσε και τον έπεισε να γυρίσει στην Αθήνα. Όντας, λοιπόν, στην Αθήνα της δεκαετίας του ’60 κατάφερε να αλλάξει όσα είχε γράψει έως τότε και να διαμορφώσει το βιβλίο έτσι όπως είναι τώρα.
Το Τρίτο Στεφάνι θεωρείται το μεγαλύτερο έργο του Ταχτσή και φυσικά ένα από τα πιο σπουδαία βιβλία της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Το βιβλίο αρχικά απορρίφθηκε από εκδοτικούς οίκους καθώς θεωρήθηκε ακατάλληλο, αλλά το 1962 ο Ταχτσής αποφάσισε να το εκδώσει ιδιωτικά με δικά του έξοδα. Τότε το έργο δεν γνώρισε καθόλου επιτυχία, εξαιτίας μάλλον της τολμηρής γραφής και ιστορίας, που το συντηρητικό κοινό δεν ήταν έτοιμο να δεχθεί. Το 1970 όμως, οι εκδόσεις Ερμής το επανεξέδωσαν με τεράστια εμπορική επιτυχία. Άνθρωποι της τέχνης αλλά και αναγνώστες μαγεύτηκαν από το μυθιστόρημα, το οποίο ουσιαστικά είναι αυτοβιογραφικό. Ο Ταχτσής διηγείται με αυθορμητισμό και απλότητα την ιστορία της γιαγιάς του Πολυξένης και ό,τι αυτή η ζωή επέφερε στην πορεία της. Στο βιβλίο, ο συγγραφέας έχει αλλάξει τα ονόματα των πρωταγωνιστών μεταξύ τους και έτσι η Εκάβη Λόγγου είναι στην πραγματικότητα η γιαγιά του. Το βιβλίο αγαπήθηκε πολύ από το κοινό και μεταφράστηκε σε διάφορες γλώσσες. Το 1979 διασκευάστηκε από το Τρίτο Πρόγραμμα του ραδιοφώνου της ΕΡΤ, με αφηγήτριες τη Ρένα Βλαχοπούλου και τη Σμαρώ Στεφανίδου. Έπειτα, το 1996, το μυθιστόρημα μεταφέρθηκε στην τηλεόραση μέσα από την συχνότητα του ΑΝΤ1 σε σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη, και με πρωταγωνίστριες τη Νένα Μεντή στο ρόλο της Νίνας και τη Λήδα Πρωτοψάλτη στον ρόλο της Εκάβης. Πολλές είναι και οι μεταφορές του έργου στο θέατρο, με σημαντικότερη εκείνη του Σταμάτη Φασουλή το 2009, όπου συμμετείχε ξανά η Μεντή, αυτή τη φορά στον ρόλο της Εκάβης, και η Φιλαρέτη Κομνηνού, υποδυόμενη την Νίνα. Η θεατρική αυτή παράσταση συγκίνησε και είχε τεράστια απήχηση, καθώς απέσπασε και πολλά θεατρικά βραβεία.
Το καλλιτεχνικό του έργο του Ταχτσή απαρτίζεται ακόμη από εύρος μεταφράσεων σε πολλές Αριστοφανικές κωμωδίες και σε ξένα έργα, όπως τη «Φιλουμένα Μαρτουράνο» του Εντουάρντο ντε Φίλιπο.
Ο Κώστας Ταχτσής είχε δουλέψει ως σεξεργάτης και τραβεστί, τόσο στη Νέα Υόρκη όσο και στην Αθήνα. Ο ίδιος είχε δηλώσει πως η σεξουαλικότητά του ήταν ένα κεφάλαιο της ζωής του που δεν τον ευχαριστούσε, παρόλο που ήταν πάντοτε ανοιχτά ομοφυλόφιλος. Είχε ομολογήσει, επίσης, πως οι συμπεριφορές της γιαγιάς του και η τοξική σχέση εξάρτησης μεταξύ τους είχαν επιδράσει στις ερωτικές του επιλογές.
Ο Ταχτσής βρέθηκε δολοφονημένος τον Αύγουστο του 1988 στο σπίτι του στον Κολωνό. Αιτία θανάτου του, ο στραγγαλισμός. Ο δράστης ακόμα και σήμερα δεν έχει βρεθεί και το έγκλημα παραμένει ανεξιχνίαστο. Υπάρχουν πολλά σενάρια για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες δολοφονήθηκε, αλλά καμία υπόθεση από αυτές δεν έχει επιβεβαιωθεί.
Ο Κώστας Ταχτσής έζησε μια ζωή γεμάτη, ανήσυχη, διαφορετική. Μέσω λοιπόν, της δικής του ζωής αλλά και της γιαγιάς του, όπως αυτές καταγράφονται στο Τρίτο Στεφάνι, διδάσκει πως η ζωή είναι στρόβιλος με πολλές δυσκολίες, αλλά αυτόν τον στρόβιλο πρέπει να μάθει ο άνθρωπος να αγαπά.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Κώστας Ταχτσής, Τρίτο Στεφάνι, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα, 1987
- Κώστας Ταχτσής, Η γιαγιά μου, Η Αθήνα κι άλλα κείμενα, εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα, 2021
- Κώστας Ταχτσής, Σαν Σήμερα, διαθέσιμο εδώ
- Κώστας Ταχτσής: «Η ερωτική μου ανορθοδοξία ήταν αποτέλεσμα παραμόρφωσης και όχι προδιάθεσης», Η Μηχανή του Χρόνου, διαθέσιμο εδώ
- Η δολοφονία του Κώστα Ταχτσή -Ένας ανεξιχνίαστος θάνατος, Iefimerida, διαθέσιμο εδώ