Της Φωτεινής Τζαννή,
Πολλές φορές στην καθημερινή πρακτική συμβαίνει να ακυρώνεται η προσδοκία μας για την πραγμάτωση μιας συνθήκης, την οποία όχι μόνο επιθυμούμε, αλλά κάποιος άλλος μας έχει δημιουργήσει την πεποίθηση ότι αυτή θα αποκτήσει σώμα και οστά. Στο νομικό κόσμο η διάψευση της προσδοκίας αυτής εντάσσεται στην έννοια της ευθύνης από διαπραγματεύσεις. Πώς μπορεί, λοιπόν, να αντιδράσει κάποιος που βρίσκεται αντιμέτωπος με αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση;
Όταν κάνουμε λόγο για ευθύνη από διαπραγματεύσεις, εννοούμε την περίπτωση εκείνη που κάποιο από τα συμβαλλόμενα μέρη με συμπεριφορά αντίθετη προς την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη ματαίωσε τη σύναψη της συμβάσεως και ως εκ τούτου πρέπει να αποζημιώσει το άλλο μέρος για τη ζημία που αυτό υπέστη, επειδή πίστεψε ότι η σύμβαση θα καταρτιζόταν (άρθρα 197 και 198 ΑΚ).
Η ευθύνη από διαπραγματεύσεις διαφέρει τόσο από την αδικοπρακτική (914 επ. ΑΚ), όσο και από τη συμβατική-δικαιοπρακτική ευθύνη, καθότι γεννάται τόσο κατά στο στάδιο της διαπραγμάτευσης, όσο και κατά την κατάρτιση τη σύμβασης, δίχως εντούτοις να αποκλείεται η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν στα δύο προαναφερόμενα είδη ευθύνης.
Ως διαπραγμάτευση ορίζεται η προφορική ή έγγραφη ανταλλαγή απόψεων των ενδιαφερόμενων μερών για τη σύναψη ορισμένης σύμβασης, με την οποία επιδιώκεται η βαθμιαία προσέγγιση των διαφορετικών αρχικών θέσεών τους σχετικά με τους όρους της υπό συζήτηση σύμβασης. Το στάδιο των διαπραγματεύσεων ξεκινά με την εκδήλωση ενδιαφέροντος για την κατάρτιση της σύμβασης, ενώ δομείται πάνω σε σχέση εμπιστοσύνης των συμβαλλόμενων μερών, η οποία με τη σειρά της επιτάσσει το σεβασμό απέναντι στα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη.
Οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για τη θεμελίωση της ευθύνης από διαπραγματεύσεις είναι (α) η ύπαρξη σταδίου διαπραγματεύσεων, (β) η αντισυναλλακτική συμπεριφορά του αντισυμβαλλόμενου, (γ) η υπαιτιότητα (πταίσμα), (δ) δικαιοπρακτική ικανότητα, (ε) η επέλευση ζημίας και (στ) η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στον νόμιμο λόγο ευθύνης, δηλαδή στην υπαιτιότητα και τη ζημία που υπέστη το αντισυμβαλλόμενο μέρος.
Ο βαθμός της υπαιτιότητας που απαιτείται κρίνεται από το βαθμό επιμελείας που προβλεπόταν για τη σύμβαση, στην οποία αναφέρονταν οι διαπραγματεύσεις και η οποία ματαιώθηκε. Σε περίπτωση συνδρομής πταίσματος από την πλευρά του ζημιωθέντος μέρους (συντρέχον πταίσμα) τότε επέρχεται και ανάλογη μείωση του ύψους της αιτούμενης εκ μέρους του αποζημίωσης.
Μάλιστα, η αποζημίωση που κανείς δύναται να διεκδικήσει, καλύπτει μόνο το αρνητικό διαφέρον δηλαδή κάθε ζημία που υπέστη κατά τις διαπραγματεύσεις από τη διάψευση της εμπιστοσύνης υπό την προϋπόθεση ότι δεν συντρέχει δικό του πταίσμα. Ως έννομη συνέπεια της παράβασης της προσυμβατικής ευθύνης με την οποία είναι επιφορτισμένα καθένα από τα συμβαλλόμενα, δεν μπορεί να αποτελέσει ο εξαναγκασμός των διαπραγματευόμενων στην τήρηση των από τις διαπραγματεύσεις υποχρεώσεών τους.
Δεν έχει σημασία τι τροπή πήραν τα πράγματα, αλλά τι μπορείς να κάνεις για αυτό…
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΤ’ ΑΡΘΡΟ ΑΚ – ΒΑΘΡΑΚΟΚΟΙΛΗΣ ΑΘΗΝΑ 2001
- ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ – ΑΠ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ 2012
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
- “Προϋποθέσεις ευθύνης από διαπραγματεύσεις”, διαθέσιμο εδώ
- “Ευθύνη Από Διαπραγματεύσεις”, διαθέσιμο εδώ