14.3 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΠολλαπλασιασμός των συμβάσεων μη ανταγωνισμού στις ΗΠΑ

Πολλαπλασιασμός των συμβάσεων μη ανταγωνισμού στις ΗΠΑ

Της Κωνσταντίνας Οικονόμου,

Η Heidi Shierholz, νέα πρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικής πολιτικής των ΗΠΑ, δηλώνει ενάντια των συμβάσεων µη άσκησης ανταγωνισμού ( non-compete agreements), τις οποίες πολλοί εργοδότες υποχρεώνουν τους νεοπροσληφθένετες να υπογράψουν. Οι συμβάσεις απαγορεύουν στους εργαζόμενους που παραιτούνται να συνάψουν νέα σύμβαση εργασίας με ανταγωνίστρια εταιρεία, για χρονικό διάστημα που ποικίλει από λίγους μήνες έως και χρόνια.

Συνήθως, η προβαλλόμενη δικαιολογία αφορά την προστασία της επιχειρηματικής πολιτικής της εκάστοτε εταιρείας από τα μάτια και τα αυτιά των αντιπάλων της. Η Shierholz, ωστόσο, ισχυρίζεται ότι οι συμβάσεις μη-ανταγωνισμού απογυμνώνουν τους εργαζόμενους από κάθε μέσο μόχλευσης των εργοδοτών τους. Εφόσον οι εργαζόμενοι δεν ανήκουν σε κάποιο σωματείο, το μόνο μέσο προστασίας αποτελεί η σιωπηρή απειλή της δυνατότητας παραίτησης και πρόσληψής τους σε μία αντίστοιχη εταιρεία. Αυτό ακριβώς το μέσο προστασίας στερεί η σύμβαση μη ανταγωνισμού .

Σύμφωνα με ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στους The Journal of Law and Economics, από το 2014, το 19% των εργαζομένων σε ιδιωτικές, κερδοσκοπικές εταιρείες έχει δεσμευτεί με σύμβαση μη ανταγωνισμού, ενώ το 39% είχε δεσμευτεί σε κάποια στιγμή της καριέρας του.

Πηγή Εικόνας: reuters.com

Μία πιο φιλανθρωπική (και ιδεαλιστική θα λέγαμε) ματιά στις συμβάσεις περί μη ανταγωνισμού, καταγράφει την έμμεση ωφέλεια των εργαζομένων από το γεγονός ότι οι εργοδότες αισθάνονται ενδεχομένως μεγαλύτερη ασφάλεια να τους προσλάβουν και να επενδύσουν σε αυτούς, μέσω της εκπαίδευσής τους, γνωστοποιώντας τους ευαίσθητες πληροφορίες κτλ. Σε επιστολή του μάλιστα στην Ομοσπονδιακή επιτροπή Εμπορίου, το Εμπορικό Επιμελητήριο των ΗΠΑ έγραψε: «Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι συμβάσεις μη ανταγωνισμού δεν επιβάλλονται μονομερώς στους εργαζομένους. Είναι συμφωνίες που διαπραγματεύονται ελεύθερα, πριν, μετά και κατά την διάρκεια της εργασιακής σχέσης. Ο εργαζόμενος αποκομίζει κάτι πολύτιμο με αντάλλαγμα την οικειοθελή του δέσμευση».

Αυτό πράγματι αληθεύει σε ορισμένες περιπτώσεις. Ωστόσο το επιχείρημα του Αμερικάνικου  Εμπορικού Επιμελητηρίου «μπάζει». Τυπικά, οι συμβάσεις μη ανταγωνισμού παρουσιάζονται προς υπογραφή στους εργαζόμενους μόνο αφού έχουν προσληφθεί και συμφωνήσει σε μία συγκεκριμένη αμοιβή, αφήνοντάς τους ανίσχυρους πλέον να αντιδράσουν. Επομένως, στην πραγματικότητα δεν είναι ιδιαίτερα οικειοθελείς.

Επιπλέον, μεγάλο ποσοστό των ανθρώπων που δεσμεύονται υπογράφοντας συμβάσεις μη ανταγωνισμού, αντιστοιχεί σε χαμηλόμισθους εργάτες που δεν θα αποκτήσουν ποτέ πρόσβαση σε εμπορικά μυστικά. Στο 12% των συμβαλλόμενων εργατών αναλογούν ετήσια έσοδα λιγότερα από 20 χιλιάδες ευρώ, σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο. Ακόμη και το Εμπορικό Επιμελητήριο αντέδρασε σε αυτά τα δεδομένα, λέγοντας ότι «Μία σύμβαση μη ανταγωνισμού που διασφαλίζει ότι ένας υπάλληλος σε fast food εστιατόριο, που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό, δεν μπορεί να δουλέψει στον ανταγωνιστή στον απέναντι δρόμο προτίθεται να τον πληρώνει περισσότερα, αποτελεί μάλλον πρόβλημα».

H απαγόρευση των συμβάσεων μη ανταγωνισμού για τους χαμηλά αμειβόμενους εργάτες είναι ένα από τα λίγα ζητήματα που αποκομίζει διττή υποστήριξη από το κυβερνών κόμμα και την αντιπολίτευση.

Oι εργοδότες στην πραγματικότητα, προστατεύονται από τους κακόβουλους πρώην υπαλλήλους τους από άλλες νομοθετικές προβλέψεις, όπως η νομοθεσία για το εμπορικό απόρρητο πληροφοριών, ισχυρίζεται η Sandeep Vaheesan, διευθύνουσα του νομικού τμήματος του Ινστιτούτου Ανοιχτής Αγοράς. Εάν οι εργοδότες επιθυμούν να αποτρέψουν τους εργαζόμενους τους να προσχωρήσουν στις ανταγωνίστριες εταιρείες, θα έπρεπε να τους αντιμετωπίζουν με τον σωστό τρόπο, προσφέροντας τακτικά αυξήσεις και προαγωγές και όχι «κλειδώνοντας» τους σε μονομερείς συμφωνίες, συνεχίζει.

Στον αντίλογο, ο Russell Beck, δικηγόρος στην Βοστόνη, σημειώνει ότι η νομοθεσία για το εμπορικό απόρρητο πληροφοριών δεν μπορεί να υποκαταστήσει πλήρως τις συμβάσεις μη ανταγωνισμού, διότι «είναι ιδιαίτερα δύσκολο για έναν εργοδότη να γνωρίζει εάν ένας εργαζόμενος παίρνει μαζί του πληροφορίες όταν αποχωρεί». Από την άλλη πλευρά, οι εργαζόμενοι δεν δύνανται να κατανοήσουν πλήρως την έννοια και το περιεχόμενο των εμπιστευτικών πληροφοριών.

Το 2019, το Εμπορικό Επιμελητήριο, βρισκόταν σε αναζήτηση νέων διατάξεων για τις συμβάσεις μη ανταγωνισμού, ωστόσο οι προσπάθειες δεν απέδωσαν. Η διαδικασία αναζωπυρώθηκε με την άνοδο της κυβέρνησης Biden και της νέας Προέδρου του Εμπορικού Επιμελητηρίου Lina Khan, ισχυρού αντίμαχου του μονοπωλίου. Τον Ιούλιο, ο Biden εξέδωσε διοικητική διαταγή για την προώθηση του ανταγωνισμού στην αμερικανική οικονομία. Ενθαρρύνει το Επιμελητήριο να «περιορίσει την άδικη χρήση συμβάσεων μη ανταγωνισμού και άλλες ρήτρες και συμφωνίες που περιορίζουν αδίκως την εργασιακή ευελιξία». Η διαδικασία ωστόσο θα χρειαστεί χρόνο.

Πηγή Εικόνας: dca-lawyers.com

Σε Καλιφόρνια, Βόρεια Ντακότα και Οκλαχόμα, οι συμβάσεις μη ανταγωνισμού έχουν απαγορευτεί από τον 19ο αιώνα. Παράλληλα τα ¾ των υπόλοιπων πολιτειών, ανανεώνουν τακτικά τους κανονισμούς για τον περιορισμό των εν λόγω συμβάσεων, χωρίς όμως να φτάνουν στην απαγόρευση.

Θα φανταζόταν κανείς, ότι οι συμβάσεις μη ανταγωνισμού θα είχαν εξαφανιστεί σε πολιτείες όπου δεν έχουν καμία ισχύ. Λάθος. Ορισμένοι εργοδότες στην Καλιφόρνια, για παράδειγμα, αναγκάζουν τους εργαζομένους τους να τις υπογράφουν ούτως ή άλλως, με την ελπίδα να μην αντιληφθούν ότι δεν διατηρούν καμία ισχύ. Μάλιστα, σε πολιτείες όπου υφίσταται τέτοιου είδους απαγόρευση, είναι πιο πιθανό οι εργοδότες να κάνουν αναφορά σε σύμβαση μη ανταγωνισμού για τους εργαζόμενους που αποχωρούν. Μία από τις σημαντικές προβλέψεις του μοντέλου του νόμου αναφέρει: «Ένας εργοδότης που εισάγει μία περιοριστική εργασιακή σύμβαση για την οποία γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι δεν έχει ισχύ σύμφωνα με τον Νόμο, πραγματοποιεί παραβίαση αστικών δικαιωμάτων». Η τιμωρία αυτού του είδους της εξαπάτησης αποτελεί βήμα προς την σωστή κατεύθυνση.

Είναι δύσκολο να διαφωνήσει κανείς ότι οι συμβάσεις μη ανταγωνισμού δεν βλάπτουν τους εργαζόμενους. Είναι ακόμη πιο δύσκολο να βρεθεί μία λύση για αυτές. Πρέπει να απαγορευτούν ή απλώς να περιοριστούν; Πρέπει να οριστεί υπεύθυνη η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ή οι επιμέρους κυβερνήσεις των πολιτειών; Τι είδους νομοθεσία πρέπει να συσταθεί ή θα πρέπει να εφαρμοστούν οι αποφάσεις δικαστηρίων; Τα ερωτήματα αυτά είναι εν μέρει πολιτικά και οικονομικά και αναμένεται να αναλυθούν στο προσεχές χρονικό διάστημα.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • “Why Are Fast Food Workers Signing Noncompete Agreements?”, διαθέσιμο εδώ
  • “Biden executive order to target noncompete agreements -White House”, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνα Οικονόμου
Κωνσταντίνα Οικονόμου
Γεννημένη στην Αθήνα, αλλά όπου κι να ταξιδέψει αισθάνεται σπίτι. Σπουδάζει Νομική, γιατί η επιστήμη αυτή σε κάνει περισσότερο άνθρωπο και αγαπά τις ξένες γλώσσες όσο και το καλό φαγητό. Μονίμως αμφισβητεί και διερωτάται, γιατί αυτός είναι ο μόνος δρόμος προς την γνώση. Το γράψιμο είναι για εκείνη το μπαλέτο των λέξεων, ένας τρόπος να ισορροπήσει συναίσθημα και ρεαλισμό.