Της Ελευθερίας – Μαρίας Γκίκα,
Δεν έχει περάσει πολύς καιρός απ’ όταν, τη δεκαετία του 1990, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απεύθυνε συστάσεις στις εθνικές αρχές των ευρωπαϊκών κρατών, προκειμένου να αναλάβουν δράση για την προώθηση της πολυγλωσσίας και τη διατύπωση σαφών στόχων για τη διδασκαλία των γλωσσών σε όλα τα στάδια του εκπαιδευτικού συστήματος. Σκοπός της διδασκαλίας ξένης γλώσσας ήταν η ανάγκη συνοχής μεταξύ Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Eκπαίδευσης για τη διδασκαλία της ξένης γλώσσας αναφορικά με το περιεχόμενο και τη μεθοδολογία. Έτσι, η συνολική αύξηση των ωρών διδασκαλίας των ξένων γλωσσών στην ελληνική υποχρεωτική εκπαίδευση συνδέθηκε άμεσα με την παράλληλη αύξηση των ωρών διδασκαλίας των ξένων γλωσσών που προστέθηκαν στα σχολικά προγράμματα όλων των ευρωπαϊκών χωρών, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 1997.
Το 1971 καθιερώνεται ο υποχρεωτικός χαρακτήρας του μαθήματος της αγγλικής γλώσσας, ενώ ήδη από το 1996 το μάθημα της αγγλικής γλώσσας ξεκίνησε να αποκτά συνοχή ανά τις σχολικές βαθμίδες. Προς αυτήν την κατεύθυνση θεσμοθετήθηκαν τα επίπεδα γνώσης της γλώσσας μέσα από ένα τεστ, το οποίο οι μαθητές καλούνταν να συμπληρώσουν στην αρχή της Α΄ τάξης του Γυμνασίου. Ο θεσμός αυτός βασίστηκε στην αρχή της «επιπεδοποίησης» (streaming). Ο όρος αναφέρεται στο διαχωρισμό μίας ομάδας μαθητών και μαθητριών βάσει της προηγούμενης εκπαιδευτικής τους εμπειρίας ή επίτευξης, και της έκθεσης των υποομάδων που προκύπτουν σε διαφορετικές ή διαφοροποιημένες εκπαιδευτικές εμπειρίες, ώστε να μπορούν όλοι οι μαθητές να αποδίδουν και να εξελίσσονται αναλόγως.
Στη ξένη γλώσσα ο όρος αναφέρεται στην πρακτική της κατάταξης των μαθητών και μαθητριών σε τάξεις διαφορετικών επιπέδων, ανάλογα με τις ήδη υπάρχουσες γνώσεις τους ή τα χρόνια που έχουν διδαχθεί. Η εισαγωγή του θεσμού των επιπέδων θα μπορούσε έτσι να καλύψει θεωρητικά την ανομοιογένεια που προκύπτει εν μέρει από τη διδασκαλία της γλώσσας στο Δημοτικό, δεδομένου ότι τα δημοτικά σχολεία -και κυρίως αυτά που βρίσκονται σε μικρά και απομακρυσμένα μέρη- δεν έχουν όλα τη δυνατότητα διδασκαλίας της γλώσσας ή άλλοτε οι επιδόσεις μαθητών από σχολείο σε σχολείο διαφέρουν σε τέτοιο βαθμό που επηρεάζουν το ρυθμό και την ποιότητα της διδασκαλίας.
Σε κάθε περίπτωση, πέραν του θεσμοθετημένου χαρακτήρας της ξένης γλώσσας στα σχολεία ή την αναγκαιότητα εκμάθησης μέσα από φροντιστήρια και ιδιαίτερα μαθήματα, οι λόγοι για να μάθει κανείς μια ξένη γλώσσα μπορούν να είναι τόσο αντικειμενικοί, όσο και υποκειμενικοί.
Αντικειμενικά, η γνώση μιας ξένης γλώσσας, ανάλογα με το επίπεδο γλωσσομάθειας που κατέχουμε, δύναται να «ανοίξει» πόρτες στην επαγγελματική μας ζωή, να μας προσφέρει ένα διαχρονικό και σταθερό εφόδιο για να μη μας δεσμεύσει ποτέ η χώρα στην οποία έτυχε να ζούμε, αλλά κι ένα μέσο για να γνωρίσουμε ανθρώπους από άλλες χώρες, να τους κατανοήσουμε και να αντιληφθούμε τη μαγεία της πολυπολιτισμικότητας και της διαφορετικότητας.
Υποκειμενικά τώρα, και όντας απόφοιτη ξενόγλωσσης φιλολογίας, αλλά και μεγάλη λάτρης των ξένων γλωσσών, θα έλεγα ότι η γνώση ξένων γλωσσών συνδέεται κατά κάποιο τρόπο με τη βαθύτερη γνώση του εαυτού μας. Γνωρίζοντας άλλες γλώσσες, γνωρίζεις άλλες κουλτούρες, γνωρίζεις έναν ολόκληρο λαό χωρίς να τον έχεις καν αντικρίσει, καταλαβαίνεις το χιούμορ του και μαθαίνεις να γελάς κι εσύ με αυτό, γινόμενη/-ος υπό κάποια έννοια κι εσύ, ένα μικρό κομμάτι του.
Με λίγα λόγια, η ικανοποίηση και η «ολοκλήρωση» αν θέλεις, που προσφέρει αυτό το συναίσθημα γίνονται κίνητρο για να γνωρίσεις ακόμα περισσότερες γλώσσες, κίνητρο που εντέλει σε ωθεί να γνωρίσεις ακόμη περισσότερες χώρες, ακόμη περισσότερους ανθρώπους, βάζοντας ένα λιθαράκι για να βρεθούμε λίγο πιο κοντά, στο νόημα του ερχομού μας σε αυτό τον κόσμο -την κατανόησή του!
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Τα επίπεδα γλωσσομάθειας ως παράγοντας αποτελεσματικότητας στην εκμάθηση της ξένης γλώσσας στο δημόσιο σχολείο: η περίπτωση των γυμνασίων, φοιτητική εργασία των Μαρία Κ. Μπιρμπίλη και Αντώνη Δ. Παπαοικονόμου, ejournals.epublishing.ekt.gr, διαθέσιμο εδώ