Του Ιωάννη Μυταυτσή,
Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και σχολικών μονάδων της χώρας μας είναι ένα πρόβλημα που ταλανίζει δεκαετίες τώρα τις εκάστοτε διοικήσεις του Υπουργείου Παιδείας, αλλά και τα συνδικάτα των εκπαιδευτικών. Ανάλογες αξιολογήσεις με αυτήν που επιδιώκει να κάνει το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΥΠΑΙΘ) πραγματοποιούνται εδώ και αρκετά χρόνια σε εκπαιδευτικά συστήματα άλλων ευρωπαϊκών και σκανδιναβικών χωρών, τα οποία ως σκοπό δεν έχουν να τιμωρήσουν, αλλά να βελτιώσουν τους εκπαιδευτικούς και την εκπαιδευτική διαδικασία. Μάλιστα, το νομοσχέδιο του ΥΠΑΙΘ, το οποίο ψηφίστηκε το 2020, περιλαμβάνει την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και των σχολικών μονάδων, που θα βαθμολογούνται βάσει του έργου τους και των παροχών τους, αντίστοιχα. Το αποτέλεσμα αυτής της αξιολόγησης θα είναι να βελτιστοποιηθούν οι εκπαιδευτικοί, ώστε να γίνουν πιο παραγωγικοί και εν συνεχεία οι μαθητές πιο αποδοτικοί.
Παρόλα αυτά, η εφαρμογή του παρόντος νόμου δημιούργησε αναταράξεις και κατά την ψήφισή του -πριν από έναν χρόνο-, καθώς και στις 2 Οκτωβρίου του 2021, στις τάξεις των εκπαιδευτικών, επειδή επικρατεί η θεώρηση ότι δάσκαλοι και καθηγητές με αυτό το νομοσχέδιο υποβαθμίζονται ως προς τον διδακτικό τους ρόλο και το παιδευτικό τους έργο και καθίστανται από μεταλαμπαδευτές της γνώσης σε «υπαλλήλους-γραφειοκράτες». Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο κεντρικός πυρήνας του σχολείου είναι οι μαθητές και κάθε μεταρρυθμιστική παρέμβαση πρέπει να αφορά την ίδια την ποιότητα της εκπαιδευτικής κοινότητας, γιατί αποδέκτες της θα είναι οι ίδιοι οι μαθητές, των οποίων διαμορφώνεται η ταυτότητα ως πολίτες κατά τη μαθησιακή διαδικασία και τη σχολική καθημερινότητα.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθεί ότι το σχολείο και το διδακτικό προσωπικό, κατά τα μνημονιακά χρόνια, κλήθηκε να αντιμετωπίσει έναν πακτωλό προβλημάτων, υποχρηματοδότησης και υποστελέχωσης, καθιστώντας, κατά αυτόν τον τρόπο, τους καθηγητές και δασκάλους ήρωες οι οποίοι, παρόλες τις δυσκολίες, υπήρξαν αφοσιωμένοι στο έργο τους. Συνεπώς, γίνεται κατανοητή η αντίδραση των εκπαιδευτικών στην αξιολόγησή τους, όμως κρίνεται απαραίτητη, εάν θέλουμε το εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα να ανανεωθεί, να γίνει παραγωγικό και σύγχρονο για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις παρούσες ελλείψεις, οι οποίες δημιουργήθηκαν από την πανδημική κρίση του κορωνοϊού και είχαν ως αποτέλεσμα να επιδεινωθούν ακόμη περισσότερο τα ήδη υπάρχοντα προβλήματα και οι παθογένειες του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος.
Ως εκ τούτου, η διαδικαστικά και ουσιαστικά άρτια αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και των σχολικών μονάδων πρέπει να υλοποιηθεί μόνο όταν τα σχολεία πληρούν όλες τις προϋποθέσεις αξιολόγησης. Επεξηγηματικά, όταν το κράτος και συγκεκριμένα το ΥΠΑΙΘ, ως ιθύνουσα υπουργική δομή, φροντίσει το διδακτικό έτος να ξεκινά, κατ’αρχήν, δίχως ελλείψεις διδασκόντων και τις δυσχέρειες που προκαλούν αυτές στη λειτουργικότητα των σχολικών μονάδων.
Τα αξιολογικά κριτήρια οφείλεται να τίθενται με σαφή τρόπο, καθώς απαίτηση όλων είναι να υπάρξει ένα πλήρως στελεχωμένο σχολείο, όπου οι διδάσκοντες θα πληρούν όλα τα κριτήρια διδασκαλίας -και δεν εννοώ απλά την παιδαγωγική επάρκεια- αλλά τις ικανότητες που θα τους καθιστούν αποτελεσματικούς και δημιουργικούς στο έργο τους, ώστε να μπορούν να προσαρμοστούν σε δυσμενείς συνθήκες, όπως της πανδημίας, κατά τη διάρκεια της οποίας η διδασκαλία έλαβε τη μορφή της τηλεκπαίδευσης, ώστε να μην υποβαθμίζεται η μαθησιακή διαδικασία. Επιπρόσθετα, η αξιολόγηση θα θεωρηθεί ως ολοκληρωμένη, όταν θα λαμβάνει χώρα εσωτερικά, δηλαδή από τα στελέχη της εκπαίδευσης της εκάστοτε περιφερειακής διεύθυνσης, οι οποίοι δύνανται να συνυπολογίζουν τις τοπικές ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής, και όχι μόνο από εξωτερικά στελέχη, διορισμένα από το Υπουργείο, τα οποία διαθέτουν κρατοκεντρική αντίληψη, εξομοιώνοντας πολλές φορές και λανθασμένα καταστάσεις, αδιαφορώντας για το τοπικό κριτήριο.
Συμπερασματικά, γίνεται κατανοητό ότι η αξιολογική διαδικασία συμπεριλαμβάνεται ως ένα ακόμη πρόβλημα στον τομέα της παιδείας και της εκπαίδευσης, το οποίο, καθώς φαίνεται, δεν ήρθε για αμβλύνει, αλλά για να οξύνει τις δυσκολίες στα σχολεία κάθε εκπαιδευτικής βαθμίδας, εξαιτίας της επικρατούσας νοοτροπίας άρνησης σε αυτήν. Ελπίζουμε για ακόμη μια φορά θύματα να μην είναι οι μαθητές και οι ήρωες-εκπαιδευτικοί, οι οποίοι σήκωσαν αμέτρητα βάρη τα τελευταία 11 χρόνια των συναπτών κρίσεων. Καταληκτικά, σημειώνεται ότι η αύξηση της χρηματοδότησης στα σχολεία και οι άμεσες προσλήψεις εκπαιδευτικών καθίστανται τα ως ελάχιστα προαπαιτούμενα και αναγκαία μέτρα για να κυλήσει ομαλά η νέα σχολική χρονιά, λόγω του ότι η παιδεία, κατά την οποία διαμορφώνεται το αύριο της χώρας, πρέπει ακριβώς για αυτόν τον λόγο να αποτελεί το πρώτο μέλημα κάθε κυβέρνησης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Αξιολόγηση εκπαιδευτικών – Μαίνεται ο «πόλεμος» υπ. Παιδείας και ΔΟΕ, tovima.gr, διαθέσιμο εδώ