Του Νίκου Μελιτσιώτη,
Σταθμό κομβικής σημασίας για κάθε άρρενα πολίτη της Ελλάδας αποτελεί το χρονικό διάστημα κατά το οποίο θα υπηρετήσει τη «μαμά Πατρίδα». Οι θητείες σε Πεζικό, Αεροπορία ή Ναυτικό προσφέρουν παρόμοιες εμπειρίες, οι οποίες έρχονται να επιβεβαιώσουν, τις περισσότερες φορές, την ιδέα που έχει εντυπωθεί στο συλλογικό νου για τον Ελληνικό Στρατό.
Η ηλικία που καλείται κάποιος να εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία είναι τα 18 έτη, την οποία επιλέγει αρκετά μεγάλη μερίδα των νέων, οι οποίοι θέλουν να αφαιρέσουν το στρατό από το «δισάκι» των υποχρεώσεών τους, πριν η ζωή το «γεμίσει» με περισσότερες. Αρκετοί είναι, όμως, αυτοί οι οποίοι, για λόγους σπουδών και όχι μόνο, επιλέγουν να αναβάλουν τη θητεία τους και να τη διεκπεραιώσουν μετά από μερικά χρόνια. Σε κάθε μια από τις δύο διαδρομές, ο νέος πρέπει να αφήσει πίσω τη ζωή του ως πολίτης για αρκετό χρονικό διάστημα, από 3 έως 12 μήνες, και να εισέλθει στον τρόπο ζωής του στρατιώτη, του σμηνίτη ή του ναύτη. Συχνά, όμως, η ζωή, την οποία αφήνει προσωρινά πίσω του, περιλαμβάνει την οικογένεια, την εργασία, τη φιλία και φυσικά, τον έρωτα.
Ο σταθμός αυτός, όπως και όλα όσα περικλείει η ζωή, δε θα μπορούσε να απουσιάζει από την πολύχρωμη παλέτα της μουσικής, η οποία μέσα από εξαίρετα κομμάτια εκθειάζει τα συναισθήματα πόνου, αγωνίας, απογοήτευσης, αλλά και χαράς και ανακούφισης, τα οποία ο οπλίτης βιώνει καθημερινά.
Το θεσπέσιο κομμάτι «Είμαι φίνο φανταράκι», το οποίο ερμηνεύει ο ανεπανάληπτος Γιώργος Ζαμπέτας, σε στίχους του Κώστα Φέρρη και μουσική του Σπύρου Πιπεράκη, ταξιδεύει τις παλαιότερες γενιές -και όχι μόνο- στα μονοπάτια της νοσταλγίας. Σε εποχές που ο στρατός διέποταν από μεγαλύτερη αυστηρότητα, ο φαντάρος προσπαθεί να πείσει τους ανωτέρους του, να του επιτρέψουν να διανυκτερεύσει έξω από το στρατόπεδο. Ο λόγος, ποιος άλλος, ο έρωτας. Το έτερον ήμισυ περιμένει και ο φαντάρος, ξεκινώντας από τον λοχία και φτάνοντας στον λοχαγό, προσπαθεί να αποσπάσει την πολύτιμη άδεια, προκειμένου «να του ξηγηθεί στ’ αυτί» πως την αγαπάει. Το τέλος της ιστορίας συμπληρώνεται από την εμπειρία του εκάστοτε φαντάρου, που βρέθηκε στην αντίστοιχη θέση.
Ο Στράτος Διονυσίου, στο εξαίσιο κομμάτι «Ο φαντάρος» του 1988, σε στίχους και μουσική του Τάκη Μουσαφίρη, από τον δίσκο Εγώ ο ξένος, πραγματεύεται μια ιστορία αγάπης, η οποία, όμως, δεν έχει χαρούμενο τέλος. Η σύντροφος του φαντάρου, της οποίας περιγράφεται η απονιά, πλήγωσε τον νεαρό στρατιώτη τόσο εύκολα όσο τελειώνει ένα τσιγάρο. Ο στρατιώτης προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές του στο δύσκολο περιβάλλον της σκοπιάς, παρέα με τη μοναξιά και τις αντιξοότητες του στρατού.
Ανεβαίνοντας βόρεια, προς «Αλεξανδρούπολη μεριά» το 2003, ο Δημήτρης Μητροπάνος, μέσα από τους στίχους του Λευτέρη Χαψιάδη και τη μουσική του Χρήστου Νικολόπουλου, μας ταξιδεύει στη συνοριακή γραμμή, όπου παραδοσιακά η θητεία είναι σκληρότερη και περισσότερο επικίνδυνη. Μέσα από το κομμάτι αυτό, μέρος του δίσκου Δική μου η χαρά, σκιαγραφείται από τον ερμηνευτή η πληγή της αδιαφορίας και ο πόνος του χωρισμού που υφίσταται από την αγαπημένη του ο φαντάρος, ο οποίος με τιμή φυλάει τα σύνορα της πατρίδος, χωρίς, όμως, να έχει την παρηγοριά της στα δύσκολα. Σε αυτό το σημείο, να τονιστεί το γεγονός πως, πέραν των αντίξοων συνθηκών, η διάρκεια της θητείας τις προηγούμενες δεκαετίες έφτανε ακόμη και στα δύο χρόνια, διάστημα το οποίο πολλαπλασιαζόταν στην αίσθηση του οπλίτη, μέσα από τις αντιξοότητες που υφίστατο.
Βέβαια, η στρατιωτική θητεία δεν είναι γεμάτη μόνο από καημούς. Βρίθει και όμορφων στιγμών, οι οποίες εκτυλίσσονται τόσο μέσα όσο και, κυρίως, εκτός του στρατοπέδου, στις πολυπόθητες εξόδους. Έτσι, η μοναδική Χάρις Αλεξίου, το 1979 στο κομμάτι «Ο Φαντάρος» (ή «Έλα στην παρέα μας, φαντάρε»), σε στίχους του Μανώλη Ρασούλη και μουσική του Μάνου Λοΐζου, δίνει στον ακροατή την εικόνα ενός εξοδούχου φαντάρου. Ο ίδιος, βγαίνοντας από το στρατόπεδο κατευθύνεται προς την πόλη, φεύγοντας μακριά, έστω και για λίγες ώρες, από τα άγχη και τις υποχρεώσεις που έχει επωμιστεί ή του επιβάλλονται μέσα στη μονάδα. Εξαιτίας του γεγονότος ότι τα χρήματα που έχει είναι λιγοστά, δέχεται το κέρασμα που του προτείνει η ερμηνεύτρια στο ρεφρέν, ενώ στη συνέχεια κατευθύνεται προς μια ταβέρνα, ψάχνοντας να βρει κάποιον συνάδελφό του, ώστε να μοιραστεί μαζί του τα προβλήματα που τον βαραίνουν και τα βάρη της θητείας τα πολλαπλασιάζουν.
Βέβαια, κάθε εμπειρία έχει και ένα τέλος, το οποίο στη συγκεκριμένη αναμένεται από τον «υποψήφιο πολίτη» εναγωνίως. Έτσι, το συγκρότημα Ζιγκ Ζαγκ, το 1989, μέσα από το άλμπουμ του Γειά χαρά βροντοφωνάζει «Απολύομαι», σε στίχους και μουσική του Δημήτρη Παρασκευόπουλου. Με τον εύθυμο σκοπό του αντικατοπτρίζει την αδημονία του φαντάρου να λάβει το χαρτί απολύσεως, σε περίπου μια εβδομάδα, και να γιορτάσει, μαζί με την αγαπημένη του, στην οποία απευθύνεται, την επιστροφή του στη ζωή του πολίτη και στην αγκαλιά της!
Το τελευταίο τραγούδι της μικρής αυτής λίστας, ο «Καλός πολίτης», ερμηνεύεται από τον Νίκο Μακρόπουλο, σε στίχους και μουσική του Βασίλη Δήμα. Ο φαντάρος, ο οποίος σύντομα απολύεται και επιστρέφει στη ζωή του, απευθύνεται στην αγαπημένη του, η οποία τον χώρισε και προχώρησε τη ζωή της όσο αυτός υπηρετούσε την πατρίδα. Καθώς την έχει ξεπεράσει, ο νέος υπόσχεται να περνά καλά και χωρίς αυτή, με την απουσία της να μη στέκεται εμπόδιο στην πορεία του εφεξής.
Η περίοδος αυτή, η οποία δεν υπερβαίνει πλέον το ένα έτος, αποτελεί κομβικό σημείο για έναν νέο. Οι εμπειρίες που αποκομίζει από αυτή, αποτελούν χρήσιμα εφόδια για τη συνέχεια της απαιτητικής ενήλικης ζωής του. Η μουσική, η οποία εκφράζει κάθε στιγμή της ζωής, αποτυπώνει τις εμπειρίες αυτές, απαλύνοντας τη στεναχώρια και κάνοντας τον χρόνο να περνά πιο γρήγορα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Συλλογικό έργο (2021), GreekLyrics, Διαθέσιμο εδώ.