Του Πέτρου – Ορέστη Κατσούλα,
Συνταγματικό θεμέλιο της αστικής ευθύνης του Δημοσίου αποτελεί το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει την ισότητα των πολιτών στα δημόσια βάρη, όσο και στην αρχή του κράτους δικαίου, η οποία απαιτεί την αποκατάσταση των ζημιών που προκαλούν τα κρατικά όργανα, με σκοπό να αποκατασταθεί η τρωθείσα νομιμότητα.
Η αστική ευθύνη του Δημοσίου και των οργάνων του ρυθμίζεται από τις διατάξεις 105 και 106 ΕισΝΑΚ, οι οποίες θεσπίζουν αντίστοιχα διπλής αστική ευθύνη αφενός του ίδιου του Δημοσίου, για άμεση ή για έμμεση ζημία, αφετέρου του ίδιου του υπαίτιου οργάνου και να ζητήσει αποζημίωση για την παράνομη και ζημιογόνα συμπεριφορά του. Ως «αστική ευθύνη του Δημοσίου» ορίζεται η υποχρέωση του Δημοσίου, των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και των ΟΤΑ να αποκαταστήσουν τις ζημιογόνες συνέπειες που προκαλούνται από παράνομες πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες των οργάνων τους, υπό τις προϋποθέσεις που θέτουν ιδίως οι διατάξεις των δύο άρθρων του ΕισΝΑΚ.
Για τη στοιχειοθέτηση της αστικής ευθύνης απαιτείται η συνδρομή των εξής προϋποθέσεων:
α) Πράξη παράλειψη ή υλική ενέργεια οργάνου του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ. Ως πράξη δεν νοείται μόνο η εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά και μη εκτελεστές πράξεις.
β) Πράξη η οποία εντάσσεται σε ενάσκηση δημόσιας εξουσίας, δηλαδή αναπτυσσόμενη κατά την άσκηση νομικής ή υλικής δραστηριότητας του δημοσίου οργάνου και που κατ’ ανάγκην διέπεται από το διοικητικό δίκαιο,
γ) Παρανομία της προαναφερθείσας πράξης/παράλειψης/υλικής ενέργειας, υπό την έννοια είτε της παραβίασης συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, μέσω του οποίου προστατεύεται ή παρέχεται συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομο συμφέρον σχετικό με ένα έννομο υλικό ή άυλο αγαθό. Μάλιστα, όπως γίνεται δεκτό, δεν ενδιαφέρει εάν ο ανωτέρω παραβιασθείς κανόνας είναι δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου,
δ) Πρόκληση ζημίας, είτε περιουσιακής, θετικής ή αποθετικής, είτε ηθική βλάβη
ε) Αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης και της προκληθείσα ζημία, δηλαδή η η πράξη ή η παράλειψη, κατά το χρόνο και με τους όρους που έγινε, να ήταν ικανή κατ’ αντικειμενική πρόγνωση και σύμφωνα με τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να επιφέρει τη ζημία, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής.
Η νομολογία διαχρονικά υιοθετούσε μία ιδιαίτερα συσταλτική ερμηνεία του όρου «όργανο του Δημοσίου εντάσσοντας σε αυτό αποκλειστικά μόνο τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας. Αντιθέτως, επικρατούσε για χρόνια η άποψη ότι «η νομοθετική εξουσία δεν αδικεί νομοθετούσα», θέση που σταδιακά εγκαταλείφθηκε.
Προοδευτικά έγινε δεκτό ότι αστική ευθύνη του δημοσίου από πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες των οργάνων της δικαστικής εξουσίας μπορεί αν προκύψει και από παράνομες και ζημιογόνες πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες των οργάνων της δικαστικής εξουσίας, όταν αυτά ασκούν διοικητικής φύσης αρμοδιότητες στο πλαίσιο της διοίκησης της δημόσιας υπηρεσίας της δικαιοσύνης. Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται περιπτώσεις, όπως προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις, ενέργειες που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών, λήψη μέτρων διασφάλισης της τάξης κατά τη συνεδρίαση του δικαστηρίου.
Αντιθέτως, ήταν παγιωμένη η άποψη στη θεωρία αλλά και στην ελληνική νομολογία ότι πράξεις που ανάγονται στην άσκηση εν στενή εννοία δικαιοδοτικού έργου δεν υπάγονται στο καθεστώς των άρθρων 105-106 ΕισΝΑΚ, ώστε να θεωρούνται πράξεις ικανές να θεμελιώσουν αστική ευθύνη του Δημοσίου. Παραδοσιακά, η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων τασσόταν κατά μίας τέτοιας επέκτασης του θεσμού της αστικής ευθύνης του Δημοσίου στην άσκηση του δικαιοδοτικού έργου, περιορίζοντας την δυνατότητα της όποιας επανόρθωσης στο περιορισμένης εμβέλειας και εφαρμογής ένδικο βοήθημα της αγωγής κακοδικίας του άρθρου 99 του Συντάγματος .
Γινόταν μάλιστα δεκτό ότι δεν επιτρέπεται ούτε ο παρεμπίπτων έλεγχος νομιμότητας των πράξεων αυτών των οργάνων, με εκδίκαση σχετικών υποθέσεων αστικής ευθύνης του Δημοσίου από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια με το σκεπτικό ότι τέτοια αντιμετώπιση των πράξεων της δικαστικής εξουσίας δεν είναι συμβατή με τη φύση του δικαστικού έργου. Εξάλλου, προβαλλόταν ότι ο συνταγματικός νομοθέτης είχε προβλέψει ειδικά δικαιοδοτικά όργανα για την επίλυση των αναφυόμενων δικαστικών διαφορών, καθιερώνοντας σύστημα ελέγχου στους κόλπους του κάθε δικαιοδοτικού κλάδου. Η άρνηση επέκτασης της ισχύος των 105 και 106 ΕισΝΑΚ συνδεόταν επίσης με την ανάγκη διαφύλαξης της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών, κατά τους ορισμούς των συνταγματικών διατάξεων, όπως αυτή θεμελιώνεται στα άρθρα 87, 88 και 90 του Συντάγματος. Υπό αυτό το πρίσμα, οι πράξεις των δικαστικών οργάνων, οποιεσδήποτε και αν είναι αυτές, ενόψει της συνταγματικώς κατοχυρωμένης φύσης του δικαστικού έργου, ελέγχονταν υποχρεωτικώς κατά το Σύνταγμα, μόνο από δικαστικά όργανα που ανήκουν στον ίδιο δικαιοδοτικό κλάδο και κατά ορισμένη διαδικασία, αποκλειόμενης έτσι οποιασδήποτε αρμοδιότητας διοικητικού δικαστηρίου να αποφαίνεται για την κατ’ άρθρo 105 ΕισΝΑΚ ευθύνη του Δημοσίου.
Με την απόφαση 3176/1998 Α’ Τμ. το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε μάλιστα τονίσει ότι πράξεις των δικαστικών οργάνων, ακόμα και όταν δεν εμπίπτουν στην άσκηση δικαιοδοτικού έργου, αλλά εντάσσονται στην άσκηση διοικητικού έργου που συνδέεται με την οργάνωση και τη λειτουργία της υπηρεσίας της Δικαιοσύνης δεν μπορούν να υπαχθούν στο πλέγμα των άρθρων 105-106 ΕισΝΑΚ, διότι αυτά δεν αποτελούν διοικητικές αρχές. Ωστόσο, η μειοψηφούσα γνώμη τάχθηκε υπέρ της παρεμπίπτουσας εξέτασης απόφασης του δικαστικού συμβουλίου αναφορικά με τη μη χορήγηση μισθολογικής προαγωγής σε δικαστικό λειτουργό, αναγνωρίζοντας έτσι εμμέσως την υπό όρους δυνατότητα θεμελίωσης αστικής ευθύνης του Δημοσίου από πράξεις που δεν υπάγονται στον στενό πυρήνα του άρθρου 90 παρ. 1 του Συντάγματος.
Η μεταστροφή της νομολογίας
Τομή για την αναγνώριση της ευθύνης Δημοσίου από πράξεις δικαστικών οργάνων αποτέλεσε η απόφαση Köbler του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Με αυτή την απόφαση-σταθμό το ΔΕΚ δέχτηκε ότι η αρχή της ευθύνης των κρατών μελών για ζημίες που προκαλούν από παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου, συντρέχει ανεξάρτητα από τη φύση και το είδος του οργάνου που προέβη στην ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη.
Το ΔΕΚ θεώρησε την ανάγκη επέκτασης της ευθύνης ως αναγκαία συνέπεια της θεμελιώδους αρχής του κράτους δικαίου. Υιοθετώντας μία πραγματιστική θέση, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η άσκηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνουν οι ιδιώτες από το κοινοτικό δίκαιο θα ατονούσε σε περίπτωση που δεν θα μπορούσε να αναζητηθεί ευθύνη από παραβιάσεις των δικαιωμάτων αυτών από όργανα ενταγμένα στη δικαστική εξουσία. Μάλιστα, απαντώντας σε σχετικό επιχείρημα, το ΔΕΚ υπογράμμισε ότι αγωγή αποζημίωσης για παράβαση του κοινοτικού δικαίου από πράξεις της δικαστικές εξουσίας δεν θίγουν το δεδικασμένο που πηγάζει από τις δικαστικές αποφάσεις, ούτε υπονομεύει τη λειτουργία ή το κύρος της Δικαιοσύνης. (Να σημειωθεί πάντως ότι το Δικαστήριο έχει δεχθεί την υπό όρους ελάττωση της ισχύος του δεδικασμένου, σε περίπτωση που καταβάλλεται εκ μέρους του εθνικού νομοθέτη προσπάθεια να διατηρηθούν αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων που είναι αντίθετες στο δίκαιο της Ένωσης, ή καθίσταται υπερβολικά δυσχερής η άσκηση δικαιωμάτων που παρέχει η ενωσιακή έννομη τάξη.).
Με τον τρόπο αυτό το Δικαστήριο επέκτεινε το εύρος των αποφάσεων Humblet, με την οποία αναγνώρισε την υποχρέωση των κρατών μελών για εξάλειψη των παράνομων συνεπειών διαπιστωθείσας παράβασης του κοινοτικού δικαίου, αλλά και των Francovich και Brasserie du Pêcheur, με τις οποίες κρίθηκε ότι η προστασία των δικαιωμάτων που οι ιδιώτες αντλούν από το ενωσιακό δίκαιο θα διακυβευόταν αν δεν είχαν τη δυνατότητα να αποζημιωθούν στις περιπτώσεις που τα δικαιώματα τους θίγονται συνεπεία παράβασης του ενωσιακού δικαίου.
Φυσικά, η παραμονή μίας δικαστικής απόφασης στην έννομη τάξη αποτελεί μία παραδοξότητα, αφού το δεδικασμένο που εκλύεται από αυτήν εμφανίζεται «πληγωμένο», όπως επισημαίνει ο καθηγητής Κ. Ρέμελης, ενώ τα νομικά αποτελέσματα που παράγει είναι εν τοις πράγμασι περιορισμένα. Για την θεμελίωση ωστόσο της ευθύνης το ΔΕΚ υπογράμμισε ότι απαιτείται ο παραβιαζόμενος κανόνας να αποσκοπεί στην κατοχύρωση κάποιου δικαιώματος στο πρόσωπο, να πρόκειται για κατάφωρη παραβίαση και να υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβίασης του κοινοτικού δικαίου και της ζημίας του ιδιώτη.
Η προοδευτική αυτή επέκταση της δικαιοκρατικής αρχής, υπό το πρίσμα της νομολογίας των ευρωπαϊκών δικαστηρίων κατέστησε όμως προβληματική τη θεμελίωση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου από κάθε πράξη δικαστικού οργάνου. Στην απόφαση 1501/2014 το Ανώτατο Ακυρωτικό Επειδή, όπως έχει ήδη κριθεί από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας δέχθηκε για πρώτη φορά ότι η θεσπιζόμενη με το άρθρο 4 § 5 του Συντάγματος αρχή της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών, καθιστά μη ανεκτό το να παραμένουν αναποζημίωτες ζημίες που κάποιο πρόσωπο υφίσταται από ενέργειες – είτε αυτές είναι παράνομες (ΣτΕ 980/2002) ή κατ’ εξαίρεση, και νόμιμες (ΣτΕ 5504/2012) οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, έστω και αν αυτό είναι δικαστικό όργανο. Θεωρήθηκε δηλαδή ότι αντίθετη σκέψη που θα απέκλειε εντελώς την ύπαρξη γενικού κανόνα εξωσυμβατικής αστικής ευθύνης του Δημοσίου από σύννομες αλλά ζημιογόνες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του, θα οδηγούσε σε αδικαιολόγητη μείωση της έννομης προστασίας των διοικουμένων. Εξάλλου, μία τέτοια επέκταση της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου δεν θίγει το κύρος της δικαιοσύνης, αλλά «θα μπορούσε κάλλιστα να λειτουργήσει ως αποτελεσματικό μέσο για αύξηση της αποδοτικότητας και διασφάλιση της ορθής λειτουργίας και απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης στη σύγχρονη εποχή».
Κατά τη δικαστική κρίση, η ευθύνη του δημοσίου έχει προεχόντως επανορθωτικό χαρακτήρα που ερείδεται στις προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις, ευθύνη την οποία το Σύνταγμα επιβάλλει στον κοινό νομοθέτη να ρυθμίσει, ορίζοντας τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες αποκαθίσταται η ζημία που προκαλείται από την δράση οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και την αποστολή του έργου που το ίδιο το Σύνταγμα αναγνωρίζει. Αυτή ήταν και η βασική συνιστώσα της νομολογιακής στροφής, καθώς τονίστηκε ότι μέχρις ότου ο νομοθέτης ρυθμίσει ειδικώς την ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, μόνο κατ’ αναλογία μπορεί να εφαρμοσθεί το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ.
Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η αναγνώριση αστικής ευθύνης του Δημοσίου για ενέργειες δικαστικών οργάνων δεν μπορεί να αντισταθμιστεί με την αγωγή του άρθρου 99 Σ, όπως έως τότε γινόταν δεκτό, καθώς, η προσωπική ευθύνη του οργάνου του Δημοσίου δεν αποκλείει αναγκαίως την ευθύνη του τελευταίου, ενώ σκοπός του άρθρου αυτού είναι η προστασία του κύρους της Δικαιοσύνης με την ανάθεση σε ειδικό Δικαστήριο της διάγνωσης τα προσωπικής ευθύνης των δικαστικών λειτουργών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, και όχι η αποκατάσταση των ζημιωθέντων.
Μία ακόμη αυστηρή προϋπόθεση που έθεσε ο Έλληνας διοικητικός δικαστής για την αναγνώριση ευθύνης του δημοσίου από πράξη των δικαστικών οργάνων είναι η ύπαρξη προδήλου σφάλματος του δικαστικού λειτουργού στην υπό κρίση περίπτωση. Δηλαδή η πράξη του δικαστικού οργάνου να «μπορεί να αποδοθεί σε πρόδηλο σφάλμα του», δηλαδή του οργάνου της δικαστικής λειτουργίας (σκέψη 5 της σχολιαζομένης). Ο πρόδηλος ή μη χαρακτήρας θα κριθεί από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης περίπτωσης, βάσει των οποίων η δικαστική πλάνη καθίσταται συγγνωστή ή ασύγγνωστη.
Στο σημείο αυτό παρατηρείται μία αναλογική εφαρμογή της νομολογίας του ΔΕΕ το οποίο δέχεται ότι μεταξύ των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη για τη διαπίστωση της συνδρομής πρόδηλου σφάλματος του δικαστικού οργάνου είναι ο βαθμός σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιασθέντος κανόνα, ο αυτοπροαίρετος χαρακτήρας της παραβίασης, ο συγγνωστός ή ασύγγνωστος χαρακτήρας της νομικής πλάνης, η ενδεχόμενη διατύπωση γνώμης ενός οργάνου της ΕΕ, καθώς και η μη συμμόρφωση του συγκεκριμένου δικαστηρίου προς την υποχρέωσή του να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα. Εξάλλου, όπως επισήμανε και ο Γενικός Εισαγγελέας του Δικαστηρίου της ΕΕ P. Leger στις προτάσεις του στην υπόθεση Traghetti, το κεντρικό κριτήριο για την αναγνώριση του συγγνωστού ή ασύγγνωστου χαρακτήρα της πλάνης σε συνδυασμό με τη στάση που ακολουθεί το δικαστήριο ως προς την υποχρέωση προδικαστικής παραπομπής που υπέχει, η οποία συνάπτεται επίσης με τον βαθμό σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιασθέντος κανόνα.
Η μεταστροφή αυτή του Δικαστηρίου σημειώθηκε και με την ΣτΕ 2186/2016 αναφορικά με την γέννηση ευθύνης του Δημοσίου για πράξεις συμβολαιογράφου κατά τη διαδικασία του πλειστηριασμού, αντιμετωπίζοντας το συμβολαιογράφο ως όργανο που ανήκει εν ευρεία εννοία στην άσκηση δικαστικής λειτουργίας. Μάλιστα τονίστηκε ότι μία τέτοια αντιμετώπιση επιβάλλεται και με βάση το άρθρ. 20 § 1 περί δικαστικής προστασίας, ώστε να μην επιτρέπεται ο πλήρης αποκλεισμός, δηλαδή η καθιέρωση του ανευθύνου του Δημοσίου για πράξεις των δικαστικών οργάνων.
Η παγίωση της νομολογιακής στροφής και η αυστηρή παραμετροποίηση της
Η μεταστροφή που σημειώθηκε από το ΣτΕ παγιώθηκε και αναπαράχθηκε και στις μεταγενέστερες αποφάσεις. Έτσι, με την ΣτΕ 2186/2016 αναφορικά με την γέννηση ευθύνης του Δημοσίου για πράξεις συμβολαιογράφου κατά τη διαδικασία του πλειστηριασμού, το Δικαστήριο αντιμετωπίζοντας το συμβολαιογράφο ως όργανο που ανήκει εν ευρεία εννοία στην άσκηση δικαστικής λειτουργίας, δέχθηκε ότι πρόδηλο σφάλμα του κατά τη διαδικασία του πλειστηριασμού γεννά ευθύνη του Δημοσίου. Μάλιστα τονίστηκε ότι μία τέτοια αντιμετώπιση επιβάλλεται και με βάση το άρθρ. 20 § 1 περί δικαστικής προστασίας, ώστε να μην επιτρέπεται ο πλήρης αποκλεισμός, δηλαδή η καθιέρωση του ανευθύνου του Δημοσίου για πράξεις των δικαστικών οργάνων.
Εξάλλου και με τις τις αποφάσεις ΣτΕ Ολ 1360 και 1361/2021 επί αιτήσεων αναιρέσεως, οι οποίες εισήχθησαν στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου κατόπιν παραπομπής με τις 1370 και 1371/2019 αποφάσεις του Α΄ Τμήματος, επαναλήφθηκε κατά πλειοψηφία ότι αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου θεμελιώνεται σε περίπτωση ζημιογόνου δράσεως οιουδήποτε οργάνου του Κράτους, ακόμη και αυτή προέρχεται από ενέργεια οργάνων τα οποία είναι ενταγμένα στη δικαστική λειτουργία.
Ωστόσο, όπως και στην απόφαση 1501/2014, τονίστηκε ότι η ευθύνη αυτή δεν μπορεί να θεμελιωθεί ευθέως στα άρθρα 105-106 ΕισΝΑΚ. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι για τη ρύθμιση της παραπάνω ευθύνης επιβάλλεται η ρυθμιστική πρωτοβουλία του νομοθέτη, προκειμένου να ορίσει τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες αποκαθίσταται η ζημία που προκαλείται από τη δράση οιουδήποτε κρατικού οργάνου, πάντα με γνώμονα «τη φύση και την αποστολή του έργου που το Σύνταγμα αναγνωρίζει, αναθέτει και εγγυάται στα όργανα των τριών λειτουργιών του Κράτους». Απουσία τέτοιας ειδικής ρύθμισης για τον προσδιορισμό των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων κατοχύρωσης της αστικής ευθύνης του Δημοσίου από πράξεις δικαστικών οργάνων, συνεπάγεται ότι η εν λόγω ζημία δεν μπορεί να αποκατασταθεί ούτε κατ’ ευθεία επίκληση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος με αποτέλεσμα αξιώσεις αποκατάστασης της ζημίας να μην είναι δικαστικά επιδιώξιμες. Συγκλίνουσα στην πλειοψηφία γνώμη υπογράμμισε ότι η διάταξη του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. δεν μπορεί να έχει εφαρμογή, γιατί δεν λαμβάνει σχετική μέριμνα για τη διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της ανεξαρτησίας, του κύρους και της ευρυθμίας της Δικαιοσύνης.
Μάλιστα, το Δικαστήριο απέκλεισε αναλογική εφαρμογή της νομολογίας Kobler σε περίπτωση ζημιογόνου ενέργειας από δικαστικό όργανο που ερείδεται στο εθνικό δίκαιο θεωρώντας ότι υποχρέωση του Δημοσίου να προβαίνει στην αποκατάσταση της ζημίας που οι πολίτες υφίστανται λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης οφειλόμενης σε απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινομένου σε τελευταίο βαθμό, υπό τις προϋποθέσεις που διέπλασε το ίδιο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνιστά διαφορετική περίπτωση, υπαγορευθείσα από την ανάγκη διαφυλάξεως της ομοιόμορφης ερμηνείας και εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου από τις εθνικές αρχές, στις οποίες προδήλως περιλαμβάνονται και τα δικαστήρια.
Κατά τη συγκλίνουσα γνώμη, ελλείψει νομοθετικής ρυθμίσεως που να θεσπίζει ειδικώς αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου για δικαιοδοτικές πράξεις οργάνων της δικαστικής εξουσίας, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., η οποία ούτε λαμβάνει σχετική μέριμνα ούτε παρίσταται πρόσφορη για τη διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της ανεξαρτησίας, του κύρους και της ευρυθμίας της Δικαιοσύνης. Κατά άλλη ειδικότερη γνώμη, δεν είναι δυνατή ούτε η ευθεία ή η ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. ούτε η ευθεία εφαρμογή του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος στις περιπτώσεις αποφάσεων ή πράξεων των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας κατά την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων τους, οι οποίες, κατά τον ενάγοντα, είναι μη ορθές και ζημιογόνες, αφού ο κοινός νομοθέτης δεν έχει την υποχρέωση ούτε την ευχέρεια να καθορίσει τη διαδικασία και τους όρους αποκατάστασης της σχετικής ζημίας.
Ανακύπτοντα ζητήματα
Ζήτημα ανακύπτει αναφορικά με το φυσικό δικαστή εκδίκασης των διαφορών αποζημίωσης από τη δράση δικαστικών οργάνων. Και τούτο διότι παρά το γεγονός ότι οι εν λόγω διαφορές υπάγονται στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Πρωτοδικείου ως διαφορές ουσίας, ο διοικητικός δικαστής θα κληθεί να ελέγξει παρεμπιπτόντως αποφάσεις ανωτάτων δικαστηρίων διαφορετικής δικαιοδοσίας, καλούμενος να εξετάσεις ζητήματα ιδιωτικού ή ποινικού δικαίου. Προτείνεται, λοιπόν, είτε η υπαγωγή των εν λόγω υποθέσεων στην αρμοδιότητα Ανωτάτου Δικαστηρίου της ίδιας δικαιοδοσίας με το Δικαστήριο που εξέδωσε την περί ής απόφαση, είτε η υπαγωγή όλων των εν λόγω διαφορών στο Δικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας του άρθρου 99 του Συντάγματος.
Περαιτέρω, η αναγνώριση της ευθύνης για πράξεις δικαστικών οργάνων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αυτονόητη, δεδομένων των ποικίλων δογματικών και ερμηνευτικών ζητημάτων που προκύπτουν. Η απόφαση που αναγνωρίζει πρόδηλο σφάλμα σε απόφαση δικαστηρίου επιφέρει ένα σοβαρό πλήγμα στη λειτουργία της Δικαιοσύνης, αλλά και στην ίδια την ασφάλεια δικαίου, καθώς υποβαθμίζει εμμέσως την έννοια του δεδικασμένου. Η αμφισβήτηση του απόλυτου κύρους του δεδικασμένου αποτελεί μία πραγματιστική εξέλιξη τροφοδοτούμενη από τον ενωσιακό δικαστή, η οποία εισάγει την ανάγκη της στάθμισης και ενδεχομένως του παραμερισμού του κύρους μίας δικαστικής απόφασης όταν θίγονται θεμελιώδη δικαιώματα ή συμφέροντα.
Ως προς αποφάσεις που εκδίδονται από κατώτερα δικαστήρια, η αποκατάσταση της όποια ζημίας δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι εξαντλείται πάντα με την απλή δυνατότητα προσβολής τους με ένδικο μέσο σε ανώτερο δικαστήριο. Με άλλα λόγια, σε περίπτωση που η θεραπεία της κατάφωρης παραβίασης δεν αποκαθίσταται πλήρως με την απλή ανατροπή της απόφασης, θα πρέπει να γίνεται δεκτή αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου να αποκαταστήσει την όποια ζημία που ανέκυψε.
Σε κάθε περίπτωση η αναγνώριση της ευθύνης από ενέργειες της δικαστικής εξουσίας αποτέλεσε μία θετική νομολογιακά εξέλιξη, σύμφωνη με τη δικαιοκρατική αρχή, η οποία αίρει τις όποιες νησίδες ανεύθυνου είχαν δημιουργηθεί στο παρελθόν και πραγματώνει τη βούληση του συνταγματικού δικαστή. Επιβάλλεται όμως η αναλυτική ρύθμιση της από το νομοθέτη, προκειμένου να διασφαλιστεί το κύρος, αλλά και η οργάνωση της δικαιοδοτικής λειτουργίας και να αποφευχθούν οι όποιες ασάφειες ή οι κίνδυνοι αρνησιδικίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Γ. Αυδίκος, «Η αστική ευθύνη του κράτους μέλους της Ε.Ε. για τις παραβάσεις του ενωσιακού δικαίου και η ένταξη της στην εθνική έννομη τάξη, 2014, σ.28.
- Π. Παυλόπουλος, «Η αστική ευθύνη του Δημοσίου κατά τους Κανόνες του Δημοσίου Δικαίου», σε Α. Γέροντας κ.α., Διοικητικό Δίκαιο, η έκδ, 2018 μ σ. 441.
- Μ. Περάκης, « Η νομολογιακή τομή των αποφάσεων Köbler και Traghetti », ΕυρΠολ 2/2007, σ. 438
- Κ. Ρέμελης, «Η κρατική αστική ευθύνη από δικαστικές αποφάσεις» σε Εταιρεία Διοικητικών Μελετών, Τόμος εις μνήμην Καθηγήτριας Δήμητρας Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, σ.50.
- Ε. Σπληλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Τόμος Ι, 15η έκδ, 2014, σ. 204 επ.
ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ
- ΣτΕ 1759/2012
- ΣτΕ 522/2014
- ΣτΕ 1397/2014
- ΑΠ 2261/2013
- ΣτΕ 872/1988
- ΣτΕ 1330/2016
- ΣτΕ 2744/00
- ΑΠ 256/96
- ΔεφΑθ 2659/97
- C-224/01 της 30.9.2003