Της Ιωάννας Μπινιάρη,
Μια ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος προσωπικής ελευθερίας που έχει απασχολήσει πολλάκις τη συνταγματική σκέψη και έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την πορεία της ποινικής επιστήμης είναι και η θεμελιώδης αρχή του ποινικού κολασμού. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος προβλέπεται η θεμελιώδης για τις ατομικές ελευθερίες αρχή του ποινικού δικαίου περί της νομιμότητας των ποινών (nullum crimen nulla poena sine lege) και της νομικής τυποποίησης του εγκλήματος.
Στην ελληνική έννομη τάξη, η τυποποίηση της ποινικής καταστολής κατοχυρώθηκε συνταγματικά στο άρθρο 6 του Συντάγματος του 1844 και μετέπειτα στο άρθρο 7 των Συνταγμάτων του 1864, 1911 και 1952 και τέλος στο άρθρο 8 του Συντάγματος του 1927, ενώ για πρώτη φορά διακηρύχθηκε η αρχή αυτή στη συνταγματική προκήρυξη του Ρήγα Φεραίου του 1797. Χρήζει ακόμη αναφοράς ότι με τη διακήρυξη της αρχής του ποινικού κολασμού ξεκινά και το κείμενο του Ποινικού μας Κώδικα, όπου αναφέρεται χαρακτηριστικά στο άρθρο 1 ότι ποινή δεν επιβάλλεται παρά μόνο για τις πράξεις εκείνες για τις οποίες ο νόμος ρητά την είχε ορίσει πριν από την τέλεσή τους. Μάλιστα, η αρχή ‘’nullum crimen nulla poena sine lege’’ κατοχυρώνεται και στο άρθρο 7 της ΕΣΔΑ, καθώς και σε άλλες διεθνείς διακηρύξεις.
Η τυποποίηση της ποινικής καταστολής στο άρθρο 7 του Συντάγματος περιλαμβάνει συγκεντρωτικά τι δεν μπορεί να εκληφθεί ως έγκλημα, ήτοι οποιαδήποτε συμπεριφορά δεν έχει προσδιοριστεί από τον ποινικό νόμο ως αξιόποινη πράξη πριν από την τέλεσή της, τι δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτρεπόμενη ποινή (π.χ. βασανιστήρια, κάθε είδους σωματικές κακώσεις, βλάβη της υγείας, άσκηση ψυχολογικής βίας, θανατική ποινή, προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας) και, τέλος, ποιες είναι οι συνέπειες της άσκησης ποινικής καταστολής πέρα από τα όρια της τυποποίησης του ποινικού κολασμού (τιμωρία για επιβολή απαγορευμένης ποινής, αποζημίωση σε περίπτωση άδικης ή παράνομης στέρησης της ελευθερίας).
Με λίγα λόγια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η συγκεκριμένη αρχή λειτουργεί ως εγγύηση απέναντι στον πολίτη ότι δεν θα αιφνιδιαστεί με την ποινική καταστολή στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και δραστηριότητάς του. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι το άρθρο 7 του Συντάγματος λειτουργεί ως φραγμός σε ενδεχόμενη κατάχρηση της ποινικής καταστολής από την πλευρά των διωκτικών αρχών, άρα προκύπτει η δέσμευση της κρατικής εξουσίας και στις τρεις λειτουργίες της (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική) να διατηρεί διαρκώς τυποποιημένο το ποινικό φαινόμενο σε ολόκληρη τη σύνθεση του τριπτύχου που το συνθέτει (έννομο αγαθό, έγκλημα, ποινή). Το γεγονός αυτό, άλλωστε, δεν είναι καθόλου τυχαίο, αν αναλογιστεί κανείς ότι ιστορικά η συγκεκριμένη αρχή συνιστά προϊόν του Διαφωτισμού και συνδέεται άμεσα με τη θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου, τη διάκριση των εξουσιών και τον πολιτικό φιλελευθερισμό εν γένει, που κύριο μέλημα είχε την προστασία του πολίτη από την κρατική αυθαιρεσία.
Ποιες είναι λοιπόν οι συνταγματικές προϋποθέσεις του ποινικού κολασμού; Πρώτα από όλα, το άρθρο 7 παρ. 1 εδ. α΄ θέτει ως πρώτη και αυτονόητη προϋπόθεση την τέλεση του εγκλήματος, το οποίο με τη σειρά του απαιτεί συμπεριφορά άδικη και καταλογιστή στον δράστη της κατά το άρθρο 14 του Ποινικού Κώδικα, ούτως ώστε να αποκλείεται τόσο η αντικειμενική ευθύνη όσο και η επιβολή της ποινής σε πρόσωπα που δεν αντιλαμβάνονται τον άδικο χαρακτήρα της πράξης τους. Απαραίτητη είναι, επίσης, η ύπαρξη νόμου, που ως τέτοιος κατά την έννοια της συγκεκριμένης συνταγματικής διάταξης νοείται ο κανόνας δικαίου, ο γραπτός κανόνας δικαίου και ο ουσιαστικός νόμος, αν και όσον αφορά τη θεμελίωση του αξιόποινου με ουσιαστικό νόμο, αυτή είναι δυνατή μόνο εφόσον υπάρχει σχετική νομοθετική εξουσιοδότηση, τόσο για την επιβολή της ποινής όσο και για την έκδοση της κανονιστικής πράξης καθεαυτή.
Τέλος, βασική αρχή απορρέουσα από το άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος που περιβάλλει με συνταγματική ισχύ την αρχή που διατυπώνει το άρθρο 1 του Ποινικού Κώδικα, είναι η απόλυτη απαγόρευση της αναδρομικότητας του ποινικού νόμου, εφόσον αυτός θεμελιώνει ή επαυξάνει το αξιόποινο. Άρα, ο νόμος που προβλέπει το αξιόποινο μιας πράξης πρέπει να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και όχι να ψηφιστεί εκ των υστέρων. Σε κάθε περίπτωση, δηλαδή, απαγορεύεται ο αναδρομικός καθορισμός του αξιόποινου μιας πράξης, όπως και η αναδρομική χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου. Πάντως, εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι, ενώ προκύπτει με σαφήνεια η απαγόρευση της αναδρομικότητας του δυσμενέστερου ποινικού νόμου, ο συντακτικός νομοθέτης επιτρέπει την αναδρομικότητα του επιεικέστερου ποινικού νόμου.
Κλείνοντας, λοιπόν, βλέπουμε ότι ακόμα μια φορά υπερισχύουν οι αρχές του κράτους δικαίου και του απαραβίαστου της ανθρώπινης αξίας, αφού μέσω του άρθρου 7 του Συντάγματός μας εμφανίζεται ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου ως πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας στο πλαίσιο κατοχύρωσης της προσωπικής ελευθερίας σε όλες τις όψεις της.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Σπ. Βλαχόπουλος, Θεμελιώδη Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017
- Ανδρουλάκης Ν., Ποινικό Δίκαιο, Ι, Γενικό Μέρος, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1991